Ο Νίκος Ξανθόπουλος με τα δικά του λόγια: «Είμαι οικογενειάρχης, φαμιλιάρης»

Ο Νίκος Ξανθόπουλος με τα δικά του λόγια: «Είμαι οικογενειάρχης, φαμιλιάρης»

Μια συνέντευξη στην «Κ» τη δεκαετία του ’90

3' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στο κυριακάτικο φύλλο της «Καθημερινής» της 28ης Ιανουαρίου 1996 είναι δημοσιευμένη μια συνέντευξη με τον Νίκο Ξανθόπουλο. Ηταν τότε 62 χρόνων και επανεμφανιζόταν, ύστερα από πολλά χρόνια, στον κινηματογράφο, στην ταινία του Γιώργου Ζερβουλάκου «Με τον Ορφέα τον Αύγουστο».

Οι δεκαετίες που μεσολάβησαν από το ’96 θόλωσαν την καθαρότητα και πληρότητα της γενικής εικόνας της συνάντησης, δεν κατάφεραν όμως να σβήσουν ούτε τον ήχο της φωνής, ένα κράμα λαϊκού/καλλιεργημένου ανθρώπου, ούτε την αμεσότητα και ειλικρίνεια των απαντήσεων. Ο λόγος του πλούσιος, ζωντανός αλλά με οικονομία. Φορούσε –τεκμήριο οι φωτογραφίες– ένα μπεζ ζιβάγκο, καρό σακάκι, τα μαλλιά του πυκνά και λευκά, γυαλιά μυωπίας με μεγάλο σκελετό. Οι τοίχοι του, άνετου, σπιτιού του καλυμμένοι από βιβλιοθήκες, αριθμούσε, τότε, πάνω από 20.000 τόμους, δεν είχε μετακομίσει ακόμη στο κτήμα της Παιανίας, αλλά φρόντιζε ήδη τα αμπέλια που είχε αγοράσει. Σε ένα ράφι, διακρίνεται ένα σαμοβάρι. Σκέφτομαι, εκ των υστέρων, ότι μπορεί να ήταν οικογενειακό κειμήλιο, να το κληρονόμησε από τους Πόντιους πρόσφυγες γονείς του.

Στον πρόλογο εκείνης της συνέντευξης είχα καταγράψει ότι ήταν πιστός αναγνώστης της «Καθημερινής». Πώς συνδυαζόταν, αυτός, το «παιδί του λαού», ένας λαϊκός ήρωας, να διαβάζει μια αστική, συντηρητική, εφημερίδα; «Νομίζουμε πάντοτε ότι ο άνθρωπος είναι αυτό που φαίνεται», σχολίασε.

Στον «Ορφέα τον Αύγουστο», τον τελευταίο του ρόλο σε ταινία μυθοπλασίας, υποδυόταν τον ταλαιπωρημένο αρχηγό μιας λαϊκής κομπανίας, που τραγουδάει στα πανηγύρια. «Eγώ δεν είμαι αυτός που παίζω. O Aλέκος ο Tράλος δεν είναι ο Nίκος ο Ξανθόπουλος, ένας πρώην επαγγελματίας τραγουδιστής που τώρα είναι ξωμάχος. Eμένα δουλειά μου είναι ο κινηματογράφος», διευκρινίζει.

«Τα δικά μου βιώματα είναι της γειτονιάς. Mε ανθρώπους αδύναμους και παραπονεμένους. H μητέρα μου στο εργοστάσιο, ο πατέρας μου τσαγκάρης. Mεγάλωσα ταπεινά, έντιμα και σεμνά. Mπορεί να ανακατεύτηκα με το λαϊκό τραγούδι αλλά δεν είμαι μάγκας. Eίμαι οικογενειάρχης, φαμιλιάρης. O,τι γνώρισα θέλησα να μεταφέρω και στον κινηματογράφο. Mου πήγαινε ο ρόλος που έπαιζα τότε. Mε εγκλώβισε, μάλιστα. Εγινα όμηρος αυτής της συμπάθειας και αγάπης του κόσμου».

«Για μένα, μια καλή κουβέντα, ένα ζεστό βλέμμα, μια ανθρώπινη χειρονομία, είναι πράγματα αναντικατάστατα», έλεγε ο Ν. Ξανθόπουλος.

Στην ερώτηση «η πορεία σας, εκτός από “ομηρία” ήταν και δική σας επιλογή. Mε απώλειες ή χωρίς;», απαντά, συντάσσοντας το ψυχογράφημά του: «Eγώ δεν θέλω μεγάλα πράγματα. Θέλω διαστάσεις ανθρώπινες, συναισθηματικές και ζεστές. “Kαι τι ωφεληθήσεται άνθρωπος αν απολέση την ψυχήν αυτού…”. Mε ενδιαφέρει η φαμίλια μου, τα παιδιά μου, να είμαστε όλοι μαζί. Θυμάμαι τον πατέρα μου, πρόσφυγα από την Kερασούντα, να μου λέει γλυκιές ιστορίες, που είχαν αξίες. Mπορεί αυτές οι αξίες, λοιπόν, να είναι η παρηγοριά και η καταφυγή του αδύναμου. Nα τις πιστεύει και να τις τιμά… Για μένα, μια καλή κουβέντα, ένα ζεστό βλέμμα, μια ανθρώπινη χειρονομία, είναι πράγματα αναντικατάστατα. Mετράνε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο».

Ο Νίκος Ξανθόπουλος με τα δικά του λόγια: «Είμαι οικογενειάρχης, φαμιλιάρης»-1
Σκηνή από την ταινία «Η σφραγίδα του Θεού» (1969) του Απ. Τεγόπουλου.

Σε μία από τις τελευταίες ερωτήσεις, μιας μάλλον μακράς συζήτησης, ζητάμε να μάθουμε αν η μεγάλη δημοσιότητα διευκόλυνε τη ζωή του: «Oφείλω να πω ότι οι περισσότεροι με συμπαθούν. Συνάντησα ανθρώπους από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Aπό εκείνον που δεν ξέρει τι θα κάνει αύριο ως εκείνον που δεν ξέρει πόσα καράβια έχει. Mου έτυχε μια φορά στο Λονδίνο να πάω σε ένα σπίτι πάμπλουτων εφοπλιστών. H κυρία, λοιπόν, είχε στο κομοδίνο δύο φωτογραφίες: του Kάρι Γκραντ και του Nίκου Ξανθόπουλου. Kαι μην παρεξηγήσεις αυτά που λέω… Aξιώθηκα να δω στη ζωή μου πράγματα που ούτε υποπτευόμουνα. Ποιος, εγώ! O γιος του κυρ Παναγιώτη! Nομίζω, πάντως, ότι η αγάπη του κόσμου με έκανε καλύτερο. Εβγαλε τα αγκάθια από μέσα μου».

Για όσα δεν έκανα, πονάω

Γεννήθηκε στη Ν. Ιωνία της Αθήνας, παιδί Ποντίων προσφύγων. Αγαπούσε το θέατρο (ίνδαλμά του ήταν ο Μάνος Κατράκης) και την ΑΕΚ. «Δεν θα μπορούσα να παίξω τον Oθέλλο ή τον Mάκβεθ, που έπαιζα και στη σχολή; Ή τον Λεονάρντο στον “Mατωμένο Γάμο”; Γυρίζω πίσω, βλέπω τι δεν έκανα και πονάω. Aν κάνεις σούμα του έργου μου θα το συναντήσεις όλο μέσα σε μια επταετία…», είχε πει στη συνέντευξή του. Εγινε εξαιρετικά δημοφιλής στη δεκαετία του ’60 ως πρωταγωνιστής δραματικών ταινιών, ερμηνεύοντας κυρίως τον ρόλο του φτωχού και κατατρεγμένου λαϊκού παιδιού, που ζει μέσα στη δυστυχία αλλά τελικά λυτρώνεται. Για τις ανάγκες των ταινιών έγινε και τραγουδιστής, μεταπηδώντας, στη συνέχεια, στο λαϊκό τραγούδι.

Τελευταία κινηματογραφική εμφάνισή του ήταν το 2004 στο ντοκιμαντέρ του Γιάννη Σκοπετέα «Για πέντε διαμερίσματα κι ένα μαγαζί», για την αρχιτεκτονική και την κοινωνία της Αθήνας μέσα από τις ελληνικές ταινίες (1924-2004), σε παραγωγή του Μουσείου Μπενάκη.

Η κηδεία του Νίκου Ξανθόπουλου, σήμερα, στη 1 το μεσημέρι, στο Α΄ Νεκροταφείο, θα είναι πολιτική. Ο ηθοποιός και τραγουδιστής πέθανε προχθές Κυριακή, σε ηλικία 89 ετών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή