Οταν ο Τζόζεφ Μίτσελ σταμάτησε να γράφει

Οταν ο Τζόζεφ Μίτσελ σταμάτησε να γράφει

Φορούσε κάθε μέρα κοστούμι με γραβάτα και καπέλο. Από το φθινόπωρο του 1938, οπότε προσλήφθηκε στο περιοδικό The New Yorker, όταν δεν ήταν στους δρόμους για ρεπορτάζ, ερχόταν στο γραφείο του στις εννέα και έφευγε στις έξι

2' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Φορούσε κάθε μέρα κοστούμι με γραβάτα και καπέλο. Από το φθινόπωρο του 1938, οπότε προσλήφθηκε στο περιοδικό The New Yorker, όταν δεν ήταν στους δρόμους για ρεπορτάζ, ερχόταν στο γραφείο του στις εννέα και έφευγε στις έξι.

Με το που έφτανε το πρωί, έκλεινε την πόρτα πίσω του και στρωνόταν στη δουλειά. Κι ωστόσο, από το 1964 έως το 1996, που πέθανε, δεν δημοσίευσε στο περιοδικό ούτε γραμμή. Τριάντα δύο ολόκληρα χρόνια σιωπής. Αφού πέθανε, ξεψάχνισαν τα αρχεία στο γραφείο του για αδημοσίευτους θησαυρούς. Δεν βρήκαν παρά μόνον μια ημιτελή αυτοβιογραφία που δεν έβγαζε νόημα.

Το όνομά του, Τζόζεφ Μίτσελ (Joseph Mitcell, 1908-1996). Θρύλος για την αμερικανική δημοσιογραφία. Δαιμόνιος γραφιάς του επιτόπιου ρεπορτάζ, ταυτίστηκε με τα πρόσωπα για τα οποία έγραφε, για τις καμπαρετζούδες και τις πόρνες του Μανχάταν, για τους πιστούς του βουντού, για μοναχικούς περιθωριακούς, μελαγχολικούς τύπους της πόλης και του λιμανιού. Του άρεσε να γράφει ιστορίες που είχαν να κάνουν με ανωνύμους, αν και μία από τις πλέον φημισμένες δουλειές του ήταν η κάλυψη της δίκης για την απαγωγή και τον θάνατο του βρέφους των Λίντμπεργκ. Χωρίς να γράψει ποτέ του κάτι αμιγώς λογοτεχνικό, τα ρεπορτάζ του, σε εφημερίδες της εποχής αλλά ειδικά στο The New Yorker, ενέπνευσαν όχι μόνον άλλους δημοσιογράφους αλλά συγγραφείς και βιβλιόφιλους. Ισως επειδή συμβόλιζε την επιτομή της δημοσιογραφίας που υπερέβαινε τα όριά της.

Εγινε δέσμιος της μυθολογίας του, της εικόνας του, του βάρους του «επόμενου αριστουργήματος».

Χαμηλών τόνων τύπος, κάπως θλιμμένος αλλά με καλή αίσθηση του χιούμορ, παρέμεινε παντρεμένος με την ίδια γυναίκα για μισόν αιώνα. Επινε, αλλά όχι πολύ. Με άλλα λόγια, όχι ο στερεοτυπικός Αμερικανός ρεπόρτερ των μέσων του εικοστού αιώνα.

Εγραψε πολύ, πάρα πολύ, και περπάτησε ακόμα περισσότερο. Το εκπληκτικό είναι ότι μολονότι επί τρεις δεκαετίες δεν έδινε κανένα κομμάτι στους αρχισυντάκτες του (ούτε καν πρότεινε θέματα), δεν τέθηκε ζήτημα απόλυσης. Το ακόμη πιο εκπληκτικό είναι ότι ο ίδιος δεν έλειψε από το γραφείο του. Κατά τον βετεράνο δημοσιογράφο Τσαρλς Μακγκράθ, που συνεργάστηκε μαζί του, και τον βιογράφο του, τον Τόμας Κούνκελ (Thomas Kunkel, «Man in Profile. Joseph Mitchell of The New Yorker», Random House, 2015), έγινε δέσμιος της μυθολογίας του, της εικόνας του, του βάρους του «επόμενου αριστουργήματος» που περίμεναν όλοι από αυτόν.

Ο κύριος Γκρι προσπαθεί να τον φανταστεί στο γραφείο του, κάθε πρωί, επί οκτώ ώρες, κοστουμαρισμένο («μάχιμο», με άλλα λόγια), να παλεύει. Και όμως δεν παραπονέθηκε ποτέ, δεν γκρίνιαξε. Είχε συμφιλιωθεί με τη μισερή ωριμότητά του. Αλλά δεν παραιτήθηκε ποτέ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή