Ο θησαυρός των Βλάχων

Μια έκθεση φέρνει στο φως το πολύτιμο φωτογραφικό αρχείο των πρωτοπόρων κινηματογραφιστών, αδελφών Μανάκια

5' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Κύριε πρέσβη, παρακαλώ δεχθείτε τις φωτογραφίες του πατέρα μου Μιλτιάδη Μανάκια, οι οποίες προέρχονται από την προσωπική μου συλλογή. Ο πατέρας μου αισθανόταν Ελληνας και για τον λόγο αυτό προσφέρω τις φωτογραφίες για την έκδοση σχετικού άλμπουμ αφιερωμένου σ’ αυτόν».

Το επίσημο έγγραφο για τη γενναιόδωρη προσφορά ενός σπουδαίου φωτογραφικού υλικού των πρωτοπόρων κινηματογραφιστών Γιάννη και Μίλτου Μανάκια απευθύνεται στον «πρέσβη της Ελλάδος στα Σκόπια κ. Αλέξανδρο Μαλλιά». Φέρει την υπογραφή «Λεωνίδας Μανάκης του Μιλτιάδη», τόπο και ημερομηνία «Σκόπια 15 Οκτωβρίου 1998».

«Συνάντησα για πρώτη φορά τον Λεωνίδα Μανάκη, αστυνομικό διευθυντή στο Κουμάνοβο, αρχές του 1997, με δυο στενούς μου συνεργάτες. Μιλούσαμε επί οκτώ ώρες. Ηταν αξέχαστη βραδιά για όλους. Εκείνος άνοιξε την καρδιά του –δεν ήταν εύκολο εκείνη την εποχή– κι εμείς ακούσαμε όλα όσα ήθελαν να πουν επί πενήντα και πλέον χρόνια σιωπής οι ελληνόφωνοι Βλάχοι. Τότε ο Λεωνίδας Μανάκης μού παρέδωσε εμπιστευτικά ένα κουτί με δεκάδες ανέκδοτες φωτογραφίες από το προσωπικό αρχείο του πατέρα του Μιλτιάδη (Μίλτου), με την προϋπόθεση να μη βγουν στη δημοσιότητα πριν από τον θάνατό του».

Ο πρέσβης επί τιμή Αλέξανδρος Μαλλιάς, που περιγράφει στην «Κ», σήμερα, έπειτα από 26 χρόνια, το χρονικό της παραλαβής του πολύτιμου υλικού, τήρησε τη συμφωνία του. Λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Λεωνίδα Μανάκη παρέδωσε την ανέκδοτη φωτογραφική συλλογή στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα Θεσσαλονίκης (ΜΜΑ). «Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου να αξιοποιήσω το άλμπουμ ως ιδιώτης. Η συλλογή ανήκει στους Ελληνες γιατί δεν την παρέλαβα ως Αλέξανδρος Μαλλιάς, αλλά ως εκπρόσωπος της Ελλάδος σε μια ευαίσθητη περίοδο. Είχα την τύχη να συνεργαστώ επί δεκαετίες με τα στελέχη του ΜΜΑ στο πεδίο της διπλωματικής μάχης στα Βαλκάνια. Γνωρίζω το έργο του και είμαι απολύτως βέβαιος ότι το αρχείο θα αξιοποιηθεί για να γίνει κτήμα της Ελλάδος και της βαλκανικής περιοχής. Εκπληρώνω έτσι κι εγώ ένα μικρό κομμάτι της παρότρυνσης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος, εγκαινιάζοντας το ΜΜΑ στις 17 Οκτωβρίου 1982 διατύπωσε την ευχή “η προσπάθειά του να συνεχιστεί, να εμπλουτιστεί, να επεκταθεί και να αποτελέσει σχολείο για τις νέες γενιές που πολλές φορές αναζητούν συγκινήσεις ή επιδόσεις ουτοπικές ή και βλαβερές”. Συνεπώς, μαζί με τις φωτογραφίες, δώρισα στο ΜΜΑ και το προσωπικό μου αρχείο». Περιλαμβάνει έγγραφα και εφημερίδες της Βόρειας Μακεδονίας, της Αλβανίας, της Σερβίας και του Κοσόβου των τελευταίων τριάντα ετών, με κείμενα για τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στα Βαλκάνια, τη σχέση των χωρών με την Ελλάδα, την πολιτική της χώρας μας κυρίως στα Βαλκάνια και όχι μόνο.

Ο κ. Μαλλιάς ήταν ο πρώτος διπλωματικός αντιπρόσωπος της Ελλάδας στα Σκόπια αμέσως μετά την ενδιάμεση συμφωνία που υπογράφηκε τον Σεπτέμβριο του ’95. Μια από τις αρχικές δράσεις της πρεσβείας ήταν η καταγραφή ελληνόφωνων και βλαχόφωνων της περιοχής. «Τότε γνώρισα τον Λεωνίδα Μανάκη. Παραλαμβάνοντας και παραδίδοντας το κουτί στην Ελλάδα ένιωσα το όραμα του Θόδωρου Αγγελόπουλου στο έργο “Το βλέμμα του Οδυσσέα”, όπου στο ομιχλώδες λιμάνι γίνεται λόγος το ανεμφάνιστο κινηματογραφικό υλικό σ’ ένα κουτί να μη μείνει στη λήθη».

Το κουτί άνοιξε για να αποκαλύψει στο κοινό την ανθρωπογεωγραφία του βαλκανικού χώρου μέσα από τα άγνωστα φωτογραφικά ντοκουμέντα, στην έκθεση «Γιάννης και Μίλτος Μανάκια. Τα πρόσωπα πίσω από τον φακό», που εντάσσεται και συνάδει απόλυτα με τη θεματική της «Γεωκουλτούρας» της φετινής 8ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης που διοργανώνει το MOMus.

Περισσότερες από εκατό φωτογραφίες αριθμεί η ανέκδοτη συλλογή που μας άφησαν οι αδελφοί Μανάκια, πρωτεργάτες του βαλκανικού κινηματογράφου και προπομποί του ελληνικού σινεμά. Διατρέχοντας την ύπαιθρο και τα μεγάλα αστικά κέντρα των Βαλκανίων στη μεγάλη οθωμανική αυτοκρατορία, καταγράφουν την καθημερινότητα των ανθρώπων του μόχθου, στιγμές ξεγνοιασιάς και ψυχαγωγίας, αρχιτεκτονικά τοπόσημα, ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα που σηματοδότησαν τις αλλαγές του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.

Το αρχείο του Μιλτιάδη Μανάκια παρέδωσε το 1998 ο γιος του Λεωνίδας στον τότε πρέσβη της Ελλάδας στα Σκόπια Αλέξανδρο Μαλλιά.

«Μέσα στις δύσκολες συνθήκες αυτής της περιόδου στον χώρο των Βαλκανίων, οι Βλάχοι κατάφεραν να είναι μια από τις πιο ισχυρές φυλετικές ομάδες της περιοχής. Η καθημερινή ζωή κτηνοτρόφων και εμπόρων ήταν ένας διαρκής αγώνας. Παρά τις συνεχείς μετακινήσεις, τα ήθη και τα έθιμα, η συνοχή και η αλληλεγγύη της κοινότητας ήταν οι κρίκοι της οργάνωσης ενός ιδιαίτερου κώδικα ζωής που τους ένωνε και τους διαφοροποιούσε από τις άλλες φυλετικές ομάδες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας», εξηγεί στην «Κ» η Σταυρούλα Μαυρογένη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, διευθύντρια του Κέντρου Ερευνας Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηρίωσης (ΚΕΜΙΤ), που επιμελείται την έκθεση μαζί με τη Φανή Τσατσάια, ιστορικό Τέχνης, διευθύντρια του Ιδρύματος Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα και Νεότερης Ιστορίας της Μακεδονίας (ΙΜΜΑ).

Ο θησαυρός των Βλάχων-1
Γυναίκα από την Κλεισούρα με τον υιό της (1905). Φωτ. Αφοί Μανάκια, Αρχείο Αλέξανδρου Μαλλιά, ΙΜΜΑ

«Καλλιτέχνες με όραμα»

Οι αδελφοί Μανάκια, Γιαννάκης και Μίλτος, μολονότι γεννημένοι από κτηνοτροφική οικογένεια στην Αβδέλλα Γρεβενών στις 18 Μαΐου 1878 και 9 Σεπτεμβρίου 1882 αντίστοιχα, ήταν «κοσμοπολίτες και καλλιτέχνες με όραμα». Ο Γιάννης, φιλομαθής και καλλιτεχνική φύση, φοίτησε σε ρουμανικό σχολείο. Το όραμα αυτό τον οδηγεί στο Λονδίνο όπου με τον αδελφό του Μίλτο αγοράζουν την κάμερα BIOSKOP 300 κι αρχίζουν τα γυρίσματα.

«Δεν ξεκινούν ούτε από την Αγγλία ούτε από τη Ρουμανία, αλλά από την ιδιαίτερη πατρίδα τους, την Αβδέλλα», επισημαίνει η κ. Μαυρογένη. Εκεί στην ορεινή γωνιά των Γρεβενών πραγματοποιούν την πρώτη τους ταινία, τις «Υφάντρες» (1905), για να ακολουθήσουν λαμπρή καριέρα στη φωτογραφία και τον κινηματογράφο. Από τις εικόνες τους ξεπηδούν η οικονομική και κοινωνική ζωή, οι ενδυμασίες, η εκπαίδευση αλλά και ο «ρόλος της γυναίκας, ο πυρήνας της οικογένειας σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, μέσα από την οποία μεταλαμπαδεύεται η ηθική, η παιδεία, η γλώσσα των Βλάχων, τα οποία μπορεί να δημιουργούν μια “γκετοποίηση”, διαφυλάσσουν ωστόσο έναν πολιτισμικό θησαυρό», προσθέτει η κ. Μαυρογένη.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και σε μια ιδιαίτερα ταραγμένη εποχή κινούνται οι αδελφοί Μανάκια. Επειτα από το πρώτο τους φωτογραφικό εργαστήρι στα Γιάννενα (αρχές 20ού αι.) εγκαθίστανται στο Μοναστήρι (σημερινή Μπίτολα) –πόλη ελληνική– όπου μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ανοίγουν φωτογραφείο και κινηματογραφική αίθουσα.

Εχοντας ελληνική συνείδηση, όταν δημιουργήθηκαν τα εθνικά κράτη, η σκέψη τους ήταν να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Ο Γιαννάκης τα κατάφερε. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη το 1939 όπου πέθανε το 1964. Ο Μίλτος «εγκλωβίστηκε» στην πρώην Γιουγκοσλαβία, διατηρώντας ωστόσο ισχυρές σχέσεις με την οικογένειά του στην Αβδέλλα. Τιμήθηκε για το έργο του από τον Τίτο. Πέθανε στο Μοναστήρι σε ηλικία 82 ετών χωρίς να πραγματοποιήσει το όνειρο της επιστροφής. Οι εθνογραφικές τους μαρτυρίες σε χιλιάδες φωτογραφίες και ταινίες, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου βρίσκεται στο Μοναστήρι, αποτελούν πολύτιμη κληρονομιά για τη σύγχρονη Ιστορία και τους λαούς των Βαλκανίων.

Η έκθεση «Γιάννης και Μίλτος Μανάκια. Τα πρόσωπα πίσω από τον φακό» εγκαινιάζεται στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα στις 15 Φεβρουαρίου. Διάρκεια έως τις 31 Δεκεμβρίου 2023.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή