Πώς βλέπει η Ευρώπη τους καλλιτέχνες

Πώς βλέπει η Ευρώπη τους καλλιτέχνες

Η εκπαίδευσή τους σε Γερμανία, Γαλλία, Πολωνία και Αγγλία

4' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Για έναν εξωτερικό παρατηρητή, τα ζητήματα που έχουν προκύψει με το Προεδρικό Διάταγμα 85/2022 είναι ελαφρώς δυσνόητα. Ισως αναρωτιέται: τι διεκδικούν επακριβώς οι καλλιτέχνες και οι σπουδαστές καλλιτεχνικών σχολών με τις καταλήψεις και τις διαμαρτυρίες τους ανά την Ελλάδα; Ποια αιτήματά τους είναι θέμα πολιτικής βούλησης και ποια συνδέονται με διαχρονικές παθογένειες των οποίων η επίλυση απαιτεί υπομονή;

Ενδεικτικά, οι καλλιτέχνες ζητούν να μην υπάγονται στη βαθμίδα προσόντων «Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης» του Δημοσίου, όπως ορίζει το νέο προεδρικό διάταγμα, αλλά σε εκείνη της «Τεχνολογικής Εκπαίδευσης», που τους δίνει περισσότερα μισθολογικά δικαιώματα (σε φορείς όπως δημοτικά εργαστήρια δημιουργικής απασχόλησης, πολιτιστικά κέντρα κ.ά.) και δεν παρεμποδίζει έστω έμμεσα, όπως ανησυχούν, την εκπαιδευτική τους κινητικότητα προς την απόκτηση λ.χ. παιδαγωγικής επάρκειας ή μεταπτυχιακού. Η κυβέρνηση σημειώνει ότι μετά την ανωτατοποίηση των ΤΕΙ το 2003 η υπαγωγή στη βαθμίδα «Τεχνολογικής Εκπαίδευσης» δεν είναι εφικτή για αρκετούς κλάδους, καθώς και ότι με τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις της το μισθολογικό θέμα των καλλιτεχνών διορθώνεται, ενώ συμφώνησε να διασφαλίσει και την είσοδό τους σε ΑΕΙ με κατατακτήριες εξετάσεις.

Το πρόβλημα που όλοι συμφωνούν ότι εκκρεμεί χρόνια τώρα είναι η κρίσιμη για τα παραπάνω διαβάθμιση αρκετών καλλιτεχνικών σχολών με βάση τα οκτώ επίπεδα του Ευρωπαϊκού Πλαισίου Προσόντων (EQF), όπου το 1 αντιστοιχεί στο απολυτήριο δημοτικού και το 8 στο διδακτορικό. Οι καλλιτέχνες που έχουν αποφοιτήσει από υπερδιετείς σπουδές δεν ικανοποιούνται με μια αντιστοίχιση στο επίπεδο των διετών ΙΕΚ. Η κυβέρνηση, όπως είχε εξαγγείλει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, έχει συστήσει ομάδες εργασίας, που έως τα τέλη Μαρτίου θα καταθέσουν νομοθετικές προτάσεις για τη δημιουργία δημόσιας, πανεπιστημιακού επιπέδου σχολής παραστατικών τεχνών το 2025, που θα ξεκαθαρίσει κάπως τα πράγματα. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει ένα εύλογο ερώτημα: τι περίπου ισχύει για τα παραπάνω σε χώρες της Ευρώπης;

Στη Γερμανία τα πράγματα είναι ευκολότερα για τους ηθοποιούς, σύμφωνα με τον Φίλιπ Χάρπεν, καλλιτεχνικό διευθυντή του βερολινέζικου θεάτρου GRIPS. Ενδεικτικά, οι δημόσιες δραματικές σχολές της χώρας προσφέρουν δίπλωμα επιπέδου bachelor, με το οποίο μπορεί κανείς να συνεχίσει σε μεταπτυχιακό επίπεδο, για παράδειγμα στην παιδαγωγική του θεάτρου. Ερωτώμενος για την απασχόληση των ηθοποιών στο γερμανικό δημόσιο, ο Φίλιπ Χάρπεν εξηγεί ότι αυτή σπανίζει, καθώς προτιμώνται οι θέσεις πλήρους απασχόλησης σε θέατρα, που πληρώνουν επαρκώς. «Γνωρίζω ότι στην Ελλάδα οι ηθοποιοί κάνουν κι άλλες δουλειές για να επιβιώσουν», λέει ο Χάρπεν και προσθέτει: «Το GRIPS είναι ένα ιδιωτικό θέατρο και καθώς χρηματοδοτείται από το Βερολίνο σε ποσοστό 70%, έχει 13 τακτικούς ηθοποιούς».

Οι δημόσιες δραματικές σχολές στη Γερμανία προσφέρουν δίπλωμα επιπέδου bachelor, με το οποίο μπορεί κανείς να συνεχίσει σε μεταπτυχιακό επίπεδο.

Η Γαλλία είναι πιο περίπλοκη, όπως προκύπτει από όσα λένε ο Ζοασίμ Σαλινζέ και η Καρίν Ουέ, μέλη αντίστοιχα της Ενωσης Καλλιτεχνών Παραστατικών Τεχνών (SFA) και της Εθνικής Ενωσης Μουσικών (SNAM). Οι δημόσιες τριετείς σχολές παραστατικών τεχνών διαβαθμίζονται στο επίπεδο 4 του EQF, για όποιον απλώς εισαχθεί σε αυτές (με baccalaureate) και έπειτα στο επίπεδο 6 για όποιον τις ολοκληρώσει. «Είναι στ’ αλήθεια πολύ δύσκολο να αποφοιτήσεις», λέει ο Ζοασίμ εξηγώντας αυτή την ιδιαιτερότητα, η οποία μάλιστα ισχύει μόνο για όσες δημόσιες σχολές παρέχουν το λεγόμενο «Diplôme national supérieur professionnel». Οι μουσικές σχολές υπάγονται από το κράτος σε μια κατάταξη που έχει τη σημασία της: «Αν είσαι ψηλά έχεις περισσότερη χρηματοδότηση», λέει η Καρίν. Οσο για τα μισθολογικά δικαιώματα των αποφοίτων των καλλιτεχνικών σχολών στο δημόσιο, εξαρτώνται κυρίως από το συνολικό επίπεδο των σπουδών τους, καθώς στο καλλιτεχνικό πτυχίο τους μπορούν (και πρέπει, θα έλεγε κανείς, με δεδομένα τα απαιτούμενα προσόντα) να προσθέσουν μια παιδαγωγική επάρκεια ή και κάποιο άλλο δίπλωμα.

Εκτός από μερικές ιδιωτικές δραματικές σχολές που διευθύνονται από δημοφιλείς ηθοποιούς, στην Πολωνία υπάρχουν κυρίως ακαδημίες παραστατικών τεχνών, που έχουν το υψηλότερο κύρος, λέει ο Πιοτρ Γκρουστσίνσκι, υπεύθυνος καλλιτεχνικού προγραμματισμού του θεάτρου Nowy. Κάποιες ακαδημίες διαθέτουν και παραρτήματα με τμήματα χορού, κουκλοθεάτρου κ.ά., ενώ η διάρκεια των σπουδών τους ορίζεται στα τρία χρόνια για το bachelor και δύο για το master, που στην Πολωνία είναι αρκετά συνηθισμένο. «Οι άνθρωποι εδώ δεν αναρωτιούνται για το επίπεδο αυτών των σχολών, καθώς γνωρίζουν ότι είναι το ανώτερο δυνατό», λέει ο Πιοτρ Γκρουστσίνσκι και προσθέτει ότι το μεταπτυχιακό είναι ένα σχετικά σύνηθες προαπαιτούμενο για αρκετές θέσεις του πολωνικού δημοσίου. «Οι ηθοποιοί», προσθέτει, «δεν εξαιρούνται από το εκπαιδευτικό σύστημα, όπως στον Μεσαίωνα που αποκλείονταν από την κοινωνία».

Στην Αγγλία, τέλος, όπου η εκπαίδευση είναι παροιμιωδώς ιδιωτική, οι σχολές παραστατικών τεχνών ανωτατοποιήθηκαν στη δεκαετία του 1990 και έκτοτε προσφέρουν bachelor, που αντιστοιχεί στο επίπεδο 6 του EQF (το οποίο ισχύει και μετά το Brexit). Κάποιες έφθασαν στο ανώτατο επίπεδο με ίδια μέσα, άλλες συνεργάστηκαν με πανεπιστήμια ή συγχωνεύτηκαν με αυτά. «Αναγνωρίζοντας ότι η καλλιτεχνική εκπαίδευση απαιτεί περισσότερη διδασκαλία από τις συνηθισμένες ανθρωπιστικές σπουδές, η κυβέρνηση παρέχει επιπλέον χρηματοδότηση σε κάποιες σχολές, η οποία προστίθεται στα δίδακτρα των φοιτητών», εξηγεί ο Μπρέντον Μπερνς, επικεφαλής του τμήματος εφαρμοσμένου θεάτρου και θεάτρου της κοινότητας, στο Ινστιτούτο Παραστατικών Τεχνών του Λίβερπουλ (LIPA). Θέσεις για καλλιτέχνες στο βρετανικό δημόσιο υπάρχουν λίγες, προσθέτει, ενώ οι μισθοί τους βασίζονται κυρίως στην προϋπηρεσία, παρά στο επίπεδο σπουδών – ειδικά για εκπαιδευτικές θέσεις απαιτείται παιδαγωγική επάρκεια. Ο ίδιος ολοκλήρωσε μία από αυτές τις σχολές πριν ανωτατοποιηθούν και όταν ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα, διαπίστωσε ότι η αξία εκείνης της τριετούς εκπαίδευσής του παραγνωρίστηκε, «παρότι η πρακτική εμπειρία και η κριτική σκέψη που απέκτησα εκεί οδήγησαν στο ενδιαφέρον για το έργο μου».

Τελικά παρέκαμψε το πρόβλημα, ωστόσο η αίσθηση της ηθικής και ψυχολογικής υποτίμησης ήταν, λέει, βαθιά. «Οταν βρέθηκα να διδάσκω “κανονικά” εκπαιδευτικά αντικείμενα σε πανεπιστήμια», καταλήγει, «μου έκανε εντύπωση η έλλειψη αυστηρότητας και δέσμευσης, σε σύγκριση με τα καλλιτεχνικά μαθήματα που είχαν μικρότερη “βαρύτητα”».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή