Nτοκουμέντο για τη φρίκη των γκουλάγκ

Nτοκουμέντο για τη φρίκη των γκουλάγκ

Οι «Ιστορίες από την Κολυμά» σε νέα έκδοση από την Αγρα

5' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΒΑΡΛΑΜ ΣΑΛΑΜΟΦ
Ιστορίες από την Κολυμά
μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου
εκδ. Αγρα, 2022, σελ. 1.602

Ο Σαλάμοφ κατηγορούσε τον Σολζενίτσιν πως δεν μένει πιστός στην περιγραφή της πραγματικής ζωής των κρατουμένων: «Δεν θα μπορούσε να υπάρχει γάτα στο νοσοκομείο του στρατοπέδου. Θα την είχαν φάει».

Κυκλοφόρησαν τον περασμένο Δεκέμβριο οι «Ιστορίες από την Κολυμά» του Βαρλάμ Σαλάμοφ, σε μετάφραση από τα ρωσικά της Ελένης Μπακοπούλου, από τις εκδόσεις Αγρα, «αριστούργημα της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα», «μια επική σειρά από σύντομα διηγήματα στα οποία αποτυπώνονται τα συνολικά δεκαεπτά χρόνια που ο συγγραφέας πέρασε στα σοβιετικά γκουλάγκ».

Ο χαρακτηρισμός «αριστούργημα» δεν είναι υπερβολικός – ούτε, εξάλλου, το επίθετο «επική»: το βιβλίο έχει έκταση σχεδόν 1.600 σελίδων και περιλαμβάνει έναν κατατοπιστικό πρόλογο της μεταφράστριας και τα 145 διηγήματα που έγραψε ο Σαλάμοφ από το 1954 (τον προηγούμενο χρόνο είχε πεθάνει ο Στάλιν) μέχρι το 1973, κατανεμημένα σε έξι ενότητες, δηλαδή στην πλήρη και τελική μορφή του έργου, όπως την επιμελήθηκε η Ιρίνα Σιροτίνσκαγια, αρχειονόμος, φίλη και συνεργάτις του συγγραφέα. Στην ΕΣΣΔ οι «Ιστορίες από την Κολυμά» κυκλοφόρησαν μόλις το 1989, επτά χρόνια μετά τον θάνατο του δημιουργού τους.

Nτοκουμέντο για τη φρίκη των γκουλάγκ-1

Ο Σαλάμοφ γεννήθηκε το 1907 στη Βολογκντά. Ο πατέρας του ήταν παπάς και η μητέρα του δασκάλα, η οποία λάτρευε την ποίηση –μπορούσε να απαγγέλλει ένα σωρό στίχους από μνήμης– κι έβαζε τα κλάματα μόλις άκουγε συμφωνική μουσική. Ο Σαλάμοφ συνελήφθη πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 1929 (τριτοετής φοιτητής της Νομικής Μόσχας τότε) σε τυπογραφείο, όπου τύπωνε φυλλάδια με την περίφημη «Διαθήκη του Λένιν», μια επιστολή επικριτική προς τον Στάλιν. Είχε προηγηθεί η συμμετοχή του σε διαδήλωση της αριστερής εσωκομματικής αντιπολίτευσης κατά τη διάρκεια των εορτασμών για τα δέκα χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση, στην οποία κρατούσε πανό με το σύνθημα «Κάτω ο Στάλιν». Καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα ως «επικίνδυνο κοινωνικό στοιχείο». Αποφυλακίστηκε το 1931 και τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στη Μόσχα, όπου άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος και να δημοσιεύει άρθρα και διηγήματα σε περιοδικά. Συνελήφθη ξανά στις αρχές του 1937 (της πρώτης χρονιάς του σταλινικού «Μεγάλου Τρόμου») για «ανατρεπτική τροτσκιστική δράση» και καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια καταναγκαστική εργασία. Το 1942, ενώ ήδη βρισκόταν στην Κολυμά (στη βορειοανατολική Σιβηρία, στα όρια του αρκτικού κύκλου), καταδικάστηκε σε άλλα δέκα χρόνια για αντισοβιετική προπαγάνδα – η σημαντικότερη αφορμή ήταν ότι είχε αποκαλέσει τον εμιγκρέ Ιβάν Μπούνιν «μεγάλο Ρώσο συγγραφέα». Κατόρθωσε να επιβιώσει σε φοβερά δύσκολες συνθήκες και το 1946 τον έσωσε η παρέμβαση ενός συγκρατούμενού του γιατρού, που τον έβαλε σε πόστο νοσηλευτικού προσωπικού στο νοσοκομείο του στρατοπέδου. Αποφυλακίστηκε το 1952 και εξακολούθησε να εργάζεται ως νοσηλευτής στο Μαγκαντάν της Κολυμά. Επέστρεψε στη Μόσχα το 1953, μετά τον θάνατο του Στάλιν. Εκείνη την εποχή γνώρισε τον Μπορίς Παστερνάκ, με τον οποίον αλληλογραφούσε από το 1951, και τον Αλεξάντρ Σολζενίτσιν.

Στις 25 Φεβρουαρίου του 1956, με μια δραματική ομιλία στο 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ, ο γ.γ. του ΚΚΣΕ Νικίτα Χρουστσόφ εγκαινίασε την πολιτική «αποσταλινοποίησης» του κόμματος και της χώρας. Ο Σαλάμοφ, όπως και πολλοί άλλοι, «αποκαταστάθηκε» πολιτικά κι έτσι μπόρεσε να αρχίσει και πάλι να δημοσιεύει ποιήματα και άρθρα σε περιοδικά. Το ενδεχόμενο έκδοσης ορισμένων από τα διηγήματα που έμελλαν να αποτελέσουν τις «Ιστορίες από την Κολυμά» τον απασχολούσε, δεν ήταν ωστόσο η προτεραιότητά του, όπως διαβεβαίωνε τον Παστερνάκ σε μια επιστολή του το 1956, γιατί «υπάρχουν ορισμένα ηθικά όρια που δεν μπορώ να ξεπεράσω». Προφανώς υπονοούσε την προσαρμογή στις απαιτήσεις της σοβιετικής λογοκρισίας. Το 1962, κι ενώ οι «Ιστορίες της Κολυμά» έμεναν στο συρτάρι του Σαλάμοφ, κυκλοφόρησε το «Μια μέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς» του επίσης πρώην κρατούμενου σε γκουλάγκ Σολζενίτσιν. Ηταν το πρώτο κείμενο με μαρτυρία από τα γκουλάγκ που δημοσιεύτηκε νόμιμα στην ΕΣΣΔ· ο Σολζενίτσιν το είχε στείλει στον διευθυντή του περιοδικού «Νόβι Μιρ», ο οποίος εντυπωσιάστηκε αρκετά ώστε να το προωθήσει στην κομματική ιεραρχία, μέχρι που έφτασε στα χέρια του ίδιου του Χρουστσόφ, με εντολή του οποίου και εκδόθηκε, εν μέρει λογοκριμένο.

Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, ο Σαλάμοφ συγκρούστηκε με τον Σολζενίτσιν, τη λογοτεχνική αξία του οποίου αναγνώριζε ώς ένα σημείο, ενώ παράλληλα φαίνεται πως φθονούσε την εκδοτική και εμπορική επιτυχία του. Σε επιστολή του προς τη Ναντιέζντα Μαντελστάμ, ο Σαλάμοφ κατηγορούσε τον Σολζενίτσιν ότι δεν μένει πιστός στην περιγραφή της πραγματικής ζωής των κρατουμένων: «Δεν θα μπορούσε να υπάρχει γάτα στο νοσοκομείο του στρατοπέδου. Θα την είχαν φάει». Ο Σολζενίτσιν πάλι αναγνώριζε πως «αυτός [ο Σαλάμοφ], και όχι εγώ, κατάφερε να καταδείξει τα βάθη της αγριότητας και της απελπισίας, στα οποία μας έριχνε η καθημερινότητα των στρατοπέδων», του καταλόγιζε, ωστόσο, ότι δεν έδωσε πολιτικό στίγμα στο βιβλίο: «Δεν βρίσκει ούτε μία λέξη να πει εναντίον του σοβιετικού καθεστώτος». Την ίδια περίοδο, ο Σαλάμοφ έπαιρνε όλο και μεγαλύτερες αποστάσεις από τους αντιφρονούντες της ΕΣΣΔ. Φαίνεται πως δυσφορούσε με την πολιτική εργαλειοποίηση των λογοτεχνών και των πρώην καταδίκων στο ψυχροπολεμικό πλαίσιο της εποχής, αλλά και πως ήθελε να διαφυλάξει την αυτονομία του ως λογοτέχνη.

 

Nτοκουμέντο για τη φρίκη των γκουλάγκ-2
Ο Σολζενίτσιν καταλόγιζε στον Σαλάμοφ (φωτ.) ότι δεν έδωσε πολιτικό στίγμα στο βιβλίο: «Δεν βρίσκει ούτε μία λέξη να πει εναντίον του σοβιετικού καθεστώτος».

Λογοτεχνία της εξορίας και της φυλακής

Σε κάθε περίπτωση, τόσο η «Κολυμά» του Σαλάμοφ όσο και ο «Ιβάν Ντενίσοβιτς» και το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» του Σολζενίτσιν εντάσσονται στο καθαρά ρωσικό (και σοβιετικό) είδος της «λογοτεχνίας της εξορίας και της φυλακής». Το κείμενο που εγκαινιάζει την παράδοση αυτή είναι η αυτοβιογραφία του ιερέα Αββακούμ («μακρυγιαννική φυσιογνωμία» τον χαρακτηρίζει ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος στον Α΄ τόμο της «Ρωσικής λογοτεχνίας», Κέδρος 1977), η οποία γράφτηκε στα μέσα του 17ου αιώνα και περιγράφει τις διώξεις που υπέστη ο συγγραφέας ως «παλαιόπιστος», αντίθετος δηλαδή προς τις μεταρρυθμίσεις που επέβαλε στη ρωσική εκκλησία ο Πατριάρχης Μόσχας Νίκων. Ο Αββακούμ ξεκινάει από τους βίους αγίων, τη χριστιανική παράδοση, υπερβαίνει ωστόσο την εκκλησιαστική φόρμα και εστιάζει στις απλές λεπτομέρειες της καθημερινότητας του καταδίκου. Επόμενο σταθμό στη «λογοτεχνία της εξορίας» αποτελούν οι «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων» του Ντοστογιέφσκι, ο οποίος έζησε τέσσερα χρόνια (1849-1853) εξόριστος στο Ομσκ της Σιβηρίας, εξαιτίας της συμμετοχής του σε μια ομάδα φιλελεύθερων διανοουμένων. Από τη δεκαετία του 1960 και εξής, οι «Αναμνήσεις…» (που, από μια παράξενη σύμπτωση, εκδόθηκαν ακριβώς 100 χρόνια πριν από τον «Ιβάν Ντενίσοβιτς») έγιναν κατά κάποιον τρόπο το «παλίμψηστο των γκουλάγκ».

Ο Σαλάμοφ έχει ως αφετηρία μάλλον τον Ντοστογιέφσκι παρά τον Αββακούμ –αν και στο έργο του βρίσκουμε επανειλημμένες αναφορές και στους δύο–, καθώς ακολουθεί την ίδια μέθοδο ανάμειξης του αυτοβιογραφικού με το μυθοπλαστικό στοιχείο. Πολλές από τις «ιστορίες της Κολυμά» βασίζονται σε αφηγήσεις άλλων· δεδομένου ότι η επιβίωση ενός κρατουμένου κατά κανόνα εξαρτιόταν από μικρές τυχαίες λεπτομέρειες της καθημερινότητας, αποτελούν μάλλον παραλλαγές της βιογραφίας του «κρατουμένου στα γκουλάγκ», παρά καθαυτό στοιχεία μυθοπλασίας. Με αυτή την έννοια, μπορούμε να πούμε ότι συνθέτουν ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Οπως γράφει η Σβετλάνα Οστροβέρκοβα, από την «Κολυμά» του Σαλάμοφ απουσιάζει το ντοστογιεφσκικό πάθος του Σολζενίτσιν· αντ’ αυτού, πίσω από την άχρωμη και κυνική αφήγηση της σπαραχτικά τραγικής καθημερινότητας των κρατουμένων, αυτής της μη ζωής, διακρίνεται (και η μεταφράστρια φροντίζει να διακρίνεται και στο ελληνικό κείμενο) η τσεχοφική αποστασιοποίηση, που επιτρέπει στον αναγνώστη –ή, μάλλον, τον καθοδηγεί διακριτικά– να διαμορφώσει τη δική του ηθική στάση απέναντι στην ιστορία και στην Ιστορία.
 
Ο κ. Γιώργος Τσακνιάς είναι ιστορικός.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή