Συναρπαστική, οδυνηρή και κάποτε ηδύτατη ανθρώπινη μοίρα

Συναρπαστική, οδυνηρή και κάποτε ηδύτατη ανθρώπινη μοίρα

Παρακολουθούμε τη σταδιακή ωρίμανση της ηρωίδας και την απελευθέρωσή της από τα φαντάσματα μιας εποχής σημαδεμένης από απανωτούς ξεριζωμούς

3' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΚΑΛΗ ΔΟΞΙΑΔΗ
Το σπίτι στα βράχια – Η κληρονομιά / Μια ιστορία μόνο
εκδ. Μεταίχμιο, 2022, σελ. 458

Παρακολουθούμε τη σταδιακή ωρίμανση της ηρωίδας και την απελευθέρωσή της από τα φαντάσματα μιας εποχής σημαδεμένης από απανωτούς ξεριζωμούς.

Aνθιμη Βελισσάρη ονομάζεται η πρωταγωνίστρια της εκτενούς μυθιστορηματικής σύνθεσης (μιας υπεσχημένης τριλογίας από την οποία έχουν ήδη κυκλοφορήσει οι δύο πρώτοι τόμοι – «Το σπίτι στα βράχια» και «Η κληρονομιά») της Καλής Δοξιάδη. Πετυχημένη δημοσιογράφος στον αγγλόφωνο κόσμο, η Aνθιμη επιστρέφει, ώριμη πια, στον τόπο της καταγωγής της, την Κέρκυρα, για να διαχειριστεί την κληρονομιά της και, ίσως, να ανασυστήσει το περίπλοκο οικογενειακό παρελθόν της. Με αφετηρία το καλοκαίρι 1949, με το τέλος του Εμφυλίου, και εφαλτήριο την «πιο σημαντική συνάντηση της ζωής» της ονειροπόλας και ατίθασης δεκαπεντάχρονης Aνθιμης με έναν άγνωστο, κρυμμένο στη «σπηλιά της», το προσωπικό της απομονωτήριο, η εξιστόρηση δολιχοδρομεί μεταξύ κοσμοπολίτικων περιπλανήσεων, πολιτικών περιπετειών και ιδιωτικών παθών ενός και πλέον αιώνα. Αίροντας συνεχώς τη χρονολογική τάξη της αφήγησης, αμφισβητώντας την αυθεντικότητα της μνήμης, η αφηγήτρια επιμένει να ενώσει τα ασύνδετα νήματα των επιμέρους περιστατικών και να τα ανανοηματοδοτήσει υπό το φως της ύστερης γνώσης. Κάθε τόσο σκοντάφτει σε έναν γρίφο, μια αποσιωπημένη αλήθεια, ένα καλά κρυμμένο μυστικό. Κάθε τόσο ανακόπτεται από το αδιάκοπα παρόν ερώτημα: πόσο εφικτή είναι η σύλληψη της πραγματικότητας και η αναπαραστασιμότητά της; Πόσο αξιόπιστη είναι μια αυτοβιογραφία;

Μυθιστόρημα ενηλικίωσης το πρώτο βιβλίο της τριλογίας, χρονικό μιας συμφιλίωσης με τα πρόσωπα και τον τόπο που από μνημονικός γίνεται απτός και βιωμένος, το δεύτερο, παρακολουθούν αμφότερα τη σταδιακή ωρίμανση της Aνθιμης και την απελευθέρωσή της από τα φαντάσματα μιας εποχής σημαδεμένης από απανωτούς ξεριζωμούς και απώλειες. Και στα δυο, η πολιτική και η ιστορία λειτουργούν ως συνδετικοί, ενοποιητικοί ή διασπαστικοί, παράγοντες. Και στα δυο, η φύση πλαισιώνει τη δράση σαν οργιαστική σκηνογραφία, προσδίδοντας στη γραφή βαθύ αισθησιασμό. Και στα δυο, οι οικογενειακές και δη οι αδελφικές σχέσεις πυρακτώνουν με την υπόγεια έντασή τους την αφήγηση. Αν, όμως, στο «Σπίτι στα βράχια» η συναρπαστική, δεκαπεντάχρονη πρωταγωνίστρια μένει μετέωρη, στοιχειωμένη από το αίνιγμα του αγνώστου της σπηλιάς, στην «Κληρονομιά» τα κομμάτια του γρίφου βρίσκουν επιτέλους τη θέση τους. Στο οικογενειακό σπίτι της Κέρκυρας, ουσιαστικό κομμάτι του ψυχικού βίου των διαδοχικών ενοίκων του, η Aνθιμη, είκοσι επτά χρόνια μετά το μοιραίο εκείνο συναπάντημα και τον συνακόλουθο εκπατρισμό της, θα επικυρώσει επιτέλους έναν αυθεντικό δεσμό: το σπίτι, «αρχιτεκτονικό χωρατό», σύμφωνα με τον πατέρα της, απολίθωμα της διάρκειας, κιβωτός μνήμης, γίνεται ένας χάρτης πλοήγησης στη ζωή των άλλων και ένας καθρέφτης εαυτού.

Αποπροσωποποιημένο στην αρχή, όταν η Aνθιμη το πρωτοεπισκέπτεται και τριγυρίζει στα σκοτεινά, άδεια δωμάτια με τον αναπτήρα της αναζητώντας ίχνη από καιρό σβησμένα, το σπίτι θα ξαναγίνει γνώριμο και φιλόξενο όταν, λίγες μέρες αργότερα, μια νύχτα με καταιγίδα, η αφηγήτρια θα ξαναβρεθεί εκεί και θα ανακαλύψει τα κουτσουράκια από ρίζες ελιάς έτοιμα, επιδέξια στημένα, να περιμένουν τη φλόγα που θα ανάψει τη μασίνα της κουζίνας για να ζεστάνει το δωμάτιο. Είναι σαν κάποιος –η παλιά, αγαπημένη οικονόμος του σπιτιού– να έχει προετοιμάσει την υποδοχή της. Το σπίτι ανακτά τη δυναμική του, η οικειότητά του αποκαθίσταται. Τώρα, παρελθόν, παρόν και μέλλον, άλλοτε συγκρουόμενα και άλλοτε αλληλοδιεγειρόμενα, ξαναβάζουν σε λειτουργία τον μηχανισμό του σπιτιού και οι άνθρωποι, όσοι έζησαν κάποτε εκεί κι όσοι θα ζήσουν, χωνεύονται μέσα στη θέρμη του. Διόλου τυχαία, η απροσδόκητη επισκέπτρια αυτής της δύσκολης νύχτας, μέλλουσα κάτοικος κι εκείνη του σπιτιού, εκεί, σ’ αυτό το δωμάτιο, θα μπει στη διαδικασία του τοκετού.

Διαβάζοντας τις περιγραφές του σπιτιού της Κέρκυρας ακούει κανείς την «οπλή του ονείρου», όπως θα έλεγε ο Πιερ Ζαν Ζουβ να περιδιαβάζει στη στέγη του. Παρακολουθώντας τις ιστορίες των ανθρώπων του, έρχεται στον νου ένας άλλος στίχος του Ζουβ: «Το κελί του εαυτού μου γεμίζει θάμβος/ οι τοίχοι βαμμένοι με τον ασβέστη του μυστικού μου». Αν η κληρονομιά της Aνθιμης Βελισσάρη είναι να ξύσει τον ασβέστη αυτών των μυστικών και να τα αποκαλύψει, ως στοιχεία απαράγραπτα της ταυτότητάς της, να ξαναβρεί «το σχήμα της στοργής / εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας/ αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων», η κληρονομιά που αφήνει η συγγραφέας της είναι το θάμβος μπροστά στην περίπλοκη, συναρπαστική, οδυνηρή και κάποτε ηδύτατη ανθρώπινη μοίρα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή