Κουιντέτα για πιάνο από τον Καβάκο και τους «φίλους» του

Κουιντέτα για πιάνο από τον Καβάκο και τους «φίλους» του

Δύο από τα ωραιότερα κουιντέτα της μουσικής φιλολογίας παρουσίασε ο Λεωνίδας Καβάκος με τους «φίλους» του στην αίθουσα «Χρήστος Δ. Λαμπράκης» στις 14 Φεβρουαρίου

2' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δύο από τα ωραιότερα κουιντέτα της μουσικής φιλολογίας παρουσίασε ο Λεωνίδας Καβάκος με τους «φίλους» του στην αίθουσα «Χρήστος Δ. Λαμπράκης» στις 14 Φεβρουαρίου. Μαζί με τους Αλέξανδρο Σακαρέλλο (βιολί), Ηλία-Ιωνα Λιβιεράτο (βιόλα), Τιμόθεο Γαβριηλίδη-Πέτριν (τσέλο) και Βασίλη Βαρβαρέσο (πιάνο), ερμήνευσε το Κουιντέτο σε μι ύφεση μείζονα, έργο 44 του Ρόμπερτ Σούμαν και το Κουιντέτο με πιάνο σε λα ελάσσονα, έργο 34, του Γιοχάνες Μπραμς.

Το έργο του Σούμαν γράφηκε το 1842. Παρότι μέχρι τότε είχαν γραφεί ανάλογα κουιντέτα, ήταν αυτό που χάρη στην επιτυχία του έδωσε μεγάλη ώθηση στο είδος και ταυτόχρονα συνέβαλε στην τυποποίησή του, καθώς συνδύασε το πιάνο με τη συνήθη δομή ενός κουαρτέτου εγχόρδων. Σε προγενέστερα κουιντέτα, όπως αυτό «της Πέστροφας», λόγου χάριν, ο Σούμπερτ προβλέπει βιολί, βιόλα, τσέλο και κοντραμπάσο πλάι στο πιάνο. Ο Σούμαν ταίριαξε το πιάνο, που χάρη στις εξελίξεις του σχεδιασμού του στα μέσα του 19ου αιώνα είχε πλέον αποκτήσει ήχο ισχυρό και πλούσιο, με τον πιο σημαντικό σχηματισμό οργάνων μουσικής δωματίου, που ήταν το κουαρτέτο εγχόρδων. Σταδιακά, η μουσική δωματίου περνούσε όλο και περισσότερο από τη σφαίρα του ιδιωτικού σε εκείνη του δημόσιου χώρου, συνδυάζοντας τα χαμηλόφωνα, εξομολογητικά στοιχεία της με αυτά της συμφωνικής μουσικής. Οχι συμπτωματικά, το συγκεκριμένο Κουιντέτο πρωτοπαρουσιάστηκε σε μια μεγάλη αίθουσα συναυλιών, την περίφημη Γκεβάντχαους της Λειψίας.

Απολαυστικές ερμηνείες από Ελληνες μουσικούς σε δύο εμβληματικά έργα μουσικής δωματίου.

Στην ίδια λογική, το Κουιντέτο του Μπραμς, γραμμένο δύο δεκαετίες μετά από αυτό του Σούμαν, ξεκίνησε τη ζωή του ως κουιντέτο εγχόρδων για δύο βιολιά, βιόλα και δύο τσέλα. Πριν πάρει την οριστική μορφή του ως κουιντέτο με πιάνο, μεταγράφηκε από τον Μπραμς ως σονάτα για δύο πιάνα.

Είναι γνωστή η αγάπη του Λεωνίδα Καβάκου στη μουσική δωματίου. Αρκετοί θα θυμούνται τους σχετικούς θεματικούς κύκλους που παρουσίαζε επί περίπου μία δεκαετία στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, εισάγοντας το αθηναϊκό κοινό με συστηματικό τρόπο σε ένα ευρύτατο φάσμα του ρεπερτορίου. Στις πρόσφατες εμφανίσεις του υπάρχει μία κρίσιμη διαφορά: τότε, οι περισσότεροι μουσικοί τους οποίους προσκαλούσε να συμπράξουν μαζί του ήταν ξένοι. Σήμερα, οι «φίλοι» του είναι όλοι Ελληνες μουσικοί μιας γενιάς με καλές σπουδές. Και όπως μαρτυρεί η ποιότητα των ερμηνειών, πέρα από την τεχνική και τη δεξιοτεχνία, αυτές μοιάζει να αφορούν και άλλα χαρακτηριστικά, που αποτυπώνονται στο ύφος και στην αισθητική.

Ετσι, οι ερμηνείες στα δύο εμβληματικά κουιντέτα του 19ου αιώνα, που παρουσίασαν, ήταν υποδειγματικές και ανέδειξαν τις ποιότητες καθενός. Τα προφανή, όπως ο λυρισμός του δεύτερου θέματος, που εκθέτουν τσέλο και βιόλα στο πρώτο μέρος του Σούμαν, ή η σοβαρή ατμόσφαιρα του «πένθιμου εμβατηρίου» που ακολουθεί, ήταν δεδομένα. Η ποιότητα της επεξεργασίας φάνηκε ακόμη περισσότερο στο τελευταίο μέρος του Μπραμς, με τις διαρκείς εναλλαγές διαθέσεων, ανάμεσα στην απόκοσμη ατμόσφαιρα των εισαγωγικών μέτρων, στην ορμητική συνέχεια, στις ακόλουθες κομψές και ευαίσθητες παραγράφους, στη θυελλώδη κατάληξη. Από κάθε άποψη συναρπαστικό.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή