Ο Καζαντζάκης μιας νέας εποχής

Ο Καζαντζάκης μιας νέας εποχής

Στον καιρό του προκάλεσε πολλές συζητήσεις· κατά κάποιον τρόπο, αυτές οι συζητήσεις συνεχίζονται μέχρι σήμερα

11' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Του Ηλία Μαγκλίνη

 

Το κοινό παρέμεινε κοντά του, και παραμένει: ο άγνωστος και ανέκδοτος μέχρι πρότινος «Ανήφορος» έχει σημειώσει υψηλές κυκλοφορίες.

 

Από τα τέλη της περασμένης χρονιάς το έργο του Νίκου Καζαντζάκη επανατοποθετείται, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η αγορά των δικαιωμάτων των απάντων του από τις εκδόσεις Διόπτρα, η κυκλοφορία ανέκδοτου, άγνωστου μυθιστορήματος («Ανήφορος»), ο επανασχεδιασμός των εξωφύλλων των βιβλίων του –αισθητικά σύγχρονος και άρτιος–, η μεταφορά έργων του σε graphic novel συνιστούν μια κυριολεκτική επανατοποθέτηση των τίτλων του στην εγχώρια αγορά του βιβλίου. Ομως, η κίνηση αυτή έχει και μια μεταφορική έννοια: το έργο ενός εξαιρετικά δημοφιλούς (και στο εξωτερικό) Ελληνα συγγραφέα συστήνεται εκ νέου, έτσι που να μπορούμε να μιλάμε –ή να αναρωτιόμαστε– για τον Καζαντζάκη του 21ου αιώνα πλέον. Στην εποχή του, ο Καζαντζάκης προκάλεσε πολλές συζητήσεις. Κατά κάποιο τρόπο, αυτές οι συζητήσεις συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Η Εκκλησία κινήθηκε εναντίον του (αλλά δεν τον αφόρισε όπως εσφαλμένα πιστεύεται), άλλοι Ελληνες συγγραφείς έφτασαν έως τη Στοκχόλμη για να φροντίσουν μην τυχόν και του απονεμηθεί το Νομπέλ (!), τα μυθιστορήματά του έγιναν πετυχημένες ταινίες (αλλά και σίριαλ) που είτε άφησαν εποχή είτε οδήγησαν σε βανδαλισμούς κινηματογραφικών αιθουσών από θρησκόληπτους. Ο ίδιος έβλεπε τον εαυτό του ως στοχαστή ή/και ως ποιητή. Τα μυθιστορήματά του όμως είναι αυτά που του εξασφάλισαν την υστεροφημία (και δικαίως). Η γλώσσα του ήταν ένα καθαρά δικό του οικοδόμημα το οποίο όμως σήμερα μοιάζει σαθρό και απωθητικό. Οι χαρακτήρες που έπλασε, από τον Ιησού του «Τελευταίου πειρασμού» έως τον Καπετάν Μιχάλη και, βέβαια, τον Αλέξη Ζορμπά, μένουν αλησμόνητοι. Ο τελευταίος ειδικά έγινε κάτι σαν brand name για την Ελλάδα του ’60 (και για όλους τους αρνητικούς λόγους στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης). Τη δεκαετία του ’70, οι εγχώριοι διανοούμενοι τον απαξίωσαν – σήμερα έχουν μετατοπιστεί αναγνωρίζοντας τη σημασία του. Το κοινό παρέμεινε κοντά του, και παραμένει (ο «Ανήφορος» έχει σημειώσει υψηλές κυκλοφορίες). Ανοικονόμητος και πληθωρικός, ο Καζαντζάκης συνεχίζει να προκαλεί το ενδιαφέρον. Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, αποταθήκαμε σε τρεις κριτικούς και συγγραφείς να καταθέσουν, με κριτικό πνεύμα, την προσωπική τους στάση απέναντι στο έργο ενός Ελληνα συγγραφέα που ξεπέρασε όπως κανένας άλλος τα σύνορα της πατρίδας του, έχοντας φανατικούς αναγνώστες αλλά και συστηματικούς αρνητές των βιβλίων του.

Φιλοσοφική μεγαλοστομία, ματαιόπονος μεσσιανισμός

Της Κατερίνας Σχινά

Δεν ξέρω αν ο Νίκος Καζαντζάκης είναι ο συγγραφέας της εφηβείας, σίγουρα, όμως, σφράγισε τη δική μου – και δεν ήταν καν ο αγαπημένος μου… Υπήρξε, ωστόσο, για μερικά χρόνια αναγνωστική εμμονή, καθώς ανταποκρινόταν στην ανάγκη ενός παιδιού που μεγαλώνει για καθαρά περιγράμματα και καθησυχαστικές βεβαιότητες, καθώς απαντούσε στη λαχτάρα για ανύψωση, στη δίψα για πρότυπα –όσο πιο ηρωικά τόσο συναρπαστικότερα– και βέβαια στην έλξη προς κάτι το αψηλάφητο, που εκλύει σαγήνη, το οποίο θα μπορούσα να αποκαλέσω μυστήριο.

Αυτοβασανιζόμενος Προμηθέας, γραφιάς που επιθυμούσε παθιασμένα τη ζωή της δράσης, ακάματος αλπινιστής σε μιαν ατέλειωτη οροσειρά με ηχηρές κορυφές –Νίτσε, Ιησούς, Αγιος Φραγκίσκος, Δον Κιχώτης, Γκαουτάμα, Λένιν, Οδυσσέας– και πλάνης των ιδεολογιών, «θρησκευτικός φιλόσοφος που σταυρώθηκε στον σταυρό της μεταφυσικής», όπως τον είπε ο Αγγλος συγγραφέας Κόλιν Γουίλσον, ο Καζαντζάκης ήταν εκείνος που με παρέσυρε σε εξημμένες αναγνώσεις, αλλά πολύ σύντομα με οδήγησε στον κορεσμό και στην απομάκρυνση.

Δεν με απομάκρυνε, ωστόσο, από τα βιβλία του η γλώσσα, κι ας ήταν μια κατασκευή, μια «καζαντζακική» επινόηση που δεν μιλήθηκε ποτέ, και παρότι επιδιώχθηκε να είναι χυμώδης και εκφραστική συγκεράζοντας πλήθος προφορικά ιδιώματα, λεξιπλάθοντας, στραμπουλίζοντας γραμματικούς τύπους και επιχειρώντας ευρηματικές έως εξωφρενικές συνθέσεις δύο και τριών λέξεων για να κατασκευάσει τα τρομερά επίθετα και τα εξωτικά του ρήματα, πολύ συχνά ακκιζόταν με τον εαυτό της. Η καζαντζακική λαλιά ήταν για μένα ένα παραπάνω στοιχείο σαγήνης. Ταίριαζε, άλλωστε, με την εφηβική τάση προς την επιτήδευση: θυμάμαι πόσο συχνά εμφιλοχωρούσαν στα πρώιμα γραπτά μου λέξεις όπως ψυχανεμίζομαι και σοφιλιάζω.

Επινοημένη Ελλάδα

Το ίδιο επινοημένη, θα τολμούσα να πω, ήταν και η Ελλάδα του Νίκου Καζαντζάκη. Ο αρχαϊκός, αγροτικός κόσμος στον οποίο τοποθέτησε τη δράση των περισσότερων μυθιστορημάτων του υπήρξε μια κατασκευή, η οποία δομήθηκε μεν με τα υλικά της πραγματικότητας (όπως και κάθε κατασκευή), ωστόσο επενδύθηκε με νοήματα βαρύτερα από αυτά που αντέχει. Η μεγαλοϊδεατική ηθογραφία του, εποικισμένη με αρσενικούς υπερήρωες στον κόσμο των οποίων οι γυναίκες «περισσεύουν» καθώς αποτελούν τροχοπέδη προς την ελευθερία και την αυτοπραγμάτωση του άνδρα, μιλάει λιγότερο για τη ζωή που αποτυπώνει και περισσότερο για τη ματιά του καλλιτέχνη πάνω στις αξίες αυτής της ζωής, στις οποίες προβάλλει τις δικές του, μεγάλες, φιλοσοφικές ιδέες, θεμελιωμένες στις πιο προκλητικές θέσεις της νιτσεϊκής ανθρωπολογίας.

Αν σήμερα διαβάζεται –και διαβάζεται–, προσεγγίζεται όχι τόσο «σαν μάστορας, αλλά σαν μαντατοφόρος».

Ο Ζορμπάς του, που θεωρήθηκε κυρίως από τους ξένους (και εξαιτίας της ταινίας του Μιχάλη Κακογιάννη) ως η πρότυπη εθνική μορφή του Ελληνα, αν και δεν είναι παρά ένας εντελώς ξεχωριστός ανθρωπότυπος, στοίχειωσε το συλλογικό ασυνείδητο σαν «μια ζωντανή καρδιά, ένα ζεστό λαρύγγι, μια ακατέργαστη μεγάλη ψυχή», ένας ερωτευμένος με την ομορφιά, χοϊκός, αγνός, παθιασμένος άνθρωπος που προσφερόταν για κολακευτικές ταυτίσεις. Οι άλλοι, οι «τετραπέρατοι» Ρωμιοί με «τα μάτια τ’ αρπαχτικά, τα ψιλικατζίδικα μυαλά, τους μικροπολιτικούς καβγάδες» που συναντάμε στην αρχή της εξιστόρησης, μέσα στο πλοίο με το οποίο ο «χαρτοπόντικας» αφηγητής ταξιδεύει στην Κρήτη, παραμερίζουν και παραμερίζονται, εξωθημένοι στο περιθώριο από το μπερξονικό élan vital που διαπερνάει τον Ζορμπά και παρασύρει, έστω παροδικά, το αφεντικό του.

Ολες αυτές οι ιδέες, που πνίγουν με το βάρος τους τα αφηγηματικά του πρόσωπα, η φιλοσοφική μεγαλοστομία του, ο ματαιόπονος μεσσιανισμός του, η ασφυκτική, αδήριτη νομοτέλεια που διέπει το λογοτεχνικό του σύμπαν, η μεγάλη του έξαψη που σαρώνει τα πάντα, ένα είδος πρωτόγονης αφέλειας και μια χροιά ανεπίγνωστης ελαφρότητας, τον φέρνουν πιο κοντά στον 19ο παρά στον 20ό αιώνα, μέσα στον οποίο εξυφάνθηκε ο μύθος του. Αν σήμερα διαβάζεται –και διαβάζεται–, προσεγγίζεται όχι τόσο «σαν μάστορας, αλλά σαν μαντατοφόρος», όπως πολύ εύστοχα τον είχε χαρακτηρίσει, 50 χρόνια πριν, ο Αγγελος Τερζάκης.

Σε έναν κόσμο απροσδιοριστίας, ασυνέχειας, ανασφάλειας και κατακερματισμού, η πνευματική αγωνία του Καζαντζάκη που αντανακλάται στην τέχνη του, η αναζήτηση μιας χαμένης ενότητας στην υπαρκτότατη, σήμερα, διάζευξη φύσης και πολιτισμού μέσα από ήρωες που «δεν αφαλοκόπηκαν από τη μάνα Γη», συναντιέται, ίσως, με τις βαθύτερες ανησυχίες ενός αναγνωστικού κοινού που μεταβαίνει πλησίστιο από τον ανυποψίαστο ευδαιμονισμό στην υπαρξιακή εξουθένωση.

Η κ. Κατερίνα Σχινά είναι κριτικός και μεταφράστρια.

Ο Καζαντζάκης μιας νέας εποχής-1
1. Ο Νίκος Καζαντζάκης σε μεγάλη ηλικία με τη σύζυγό του Ελένη. Φωτ. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΜΟΥΣΕΙΟ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Μυθιστοριογράφος και όχι ποιητής ή στοχαστής

Του Δημοσθένη Κούρτοβικ 

Λένε πολλοί ότι ο Καζαντζάκης μίλησε για μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια. Δεν είναι όμως έτσι. Ο Καζαντζάκης παρουσίασε μια Ελλάδα που έπλασε ο ίδιος, με επιλογή και μεταβολισμό υλικών της πραγματικότητας, όπως κάνει κάθε σημαντικός λογοτέχνης. Γι’ αυτόν τον λόγο η απήχηση που μπορεί να βρει σε αναγνώστες του 21ου αιώνα είναι συνάρτηση της τύχης που θα έχει μεσο-μακροπρόθεσμα ένα υπαρκτό σήμερα αίτημα για επιστροφή της λογοτεχνίας στη δημιουργία μύθων που να πείθουν και να εμπνέουν. Ως στοχαστής ή φιλόσοφος ή και ποιητής ο Καζαντζάκης ήταν βέβαια ξεπερασμένος ήδη στην εποχή του. Είναι όμως άδικο, για να μην πω κακόβουλο, να χαρακτηρίζεται από κάποιους ως ένας Κοέλιο της εποχής του. Η φιλοσοφία του Κοέλιο είναι ένα αγοραίο, γλυκερό, New Age κράμα ινδουισμού και ταοϊσμού. Η φιλοσοφία του Καζαντζάκη, αντίθετα, με πολύ Νίτσε και αρκετό Μπεργκσόν στα συστατικά της, εξήρε τον άνθρωπο που αντί να ψάχνει για το νόημα της ύπαρξής του έξω από τον εαυτό του, το δίνει ο ίδιος με τις πράξεις του, με μια δυναμική επέμβαση στον κόσμο, με την ηρωική ανάλωσή του στην πάλη με τις μεγάλες δίνες του καιρού του. Ακόμη πιο εξωφρενική θα ήταν η σύγκριση του Καζαντζάκη με τον Κοέλιο καθαρά σε επίπεδο λογοτεχνίας. Γιατί ο Καζαντζάκης είναι ένας εξαιρετικός μυθιστοριογράφος, αν και είναι αλήθεια ότι ο ίδιος θα προτιμούσε να αναγνωριστεί με τις άλλες ιδιότητές του, του ποιητή και του στοχαστή. Μπορείς να τον εκτιμήσεις καλύτερα σε μετάφραση, γιατί η μετάφραση τον «καθαρίζει» από το εξεζητημένα τεχνητό ιδίωμά του, που ευτυχώς δεν μπορεί να αποδοθεί σε μια ξένη γλώσσα. Δεν είναι τόσο η πλοκή των μυθιστορημάτων του που γοητεύει, είναι προπαντός η περίτεχνη οργάνωση της αφήγησης, η ζωντάνια των χαρακτήρων του και οι υπαρξιακές προκλήσεις με τις οποίες παλεύουν.

Η μεγάλη διεθνής επιτυχία του συνέπεσε με μια εποχή που η Ελλάδα γινόταν trendy, αρχικά ανάμεσα σε ξένους καλλιτέχνες και διανοουμένους, ως ένας παρθένος κόσμος αμόλυντος από τον σύγχρονο πολιτισμό, λίγο αργότερα και ως εξωτικός τουριστικός προορισμός για τον μέσο δυτικό άνθρωπο. Η θρυλική Υδρα του Πάτρικ Λι Φέρμορ, του Λέοναρντ Κοέν και άλλων διασημοτήτων, ταινίες όπως «Το παιδί και το δελφίνι», «Ποτέ την Κυριακή», «Τα κανόνια του Ναβαρόνε», φυσικά ο «Αλέξης Ζορμπάς» του Κακογιάννη κ.λπ. είναι ορόσημα σε αυτή την εξέλιξη. Αλλά ο Καζαντζάκης δεν ήταν παρακολούθημά της, ήταν συνδημιουργός της. Μην ξεχνάμε ότι τα μυθιστορήματά του προσέχθηκαν και εκτιμήθηκαν γρήγορα στο εξωτερικό, πριν ακόμη αποκτήσουν φήμη στην Ελλάδα. Από αυτά τα μυθιστορήματα, το καλύτερο είναι κατά τη γνώμη μου το πρώτο και γνωστότερο διεθνώς, το «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά». Είναι το πιο σφιχτό αφηγηματικά και εκείνο με τον πιο ανθρώπινο, δηλαδή τον εγγύτερο στα ανθρώπινα μέτρα, και συγχρόνως τον πιο συναρπαστικό κεντρικό χαρακτήρα.

Μπορείς να τον εκτιμήσεις καλύτερα σε μετάφραση, γιατί η μετάφραση τον «καθαρίζει» από το εξεζητημένα τεχνητό ιδίωμά του.

Ο κ. Δημοσθένης Κούρτοβικ είναι κριτικός λογοτεχνίας, μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος.

 

 

 

Ο Καζαντζάκης μιας νέας εποχής-2

Ο Καζαντζάκης μιας νέας εποχής-3
Ο συγγραφέας το 1926. Φωτ. ΑΠΕ-ΜΠΕ / ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

Ο Καζαντζάκης μιας νέας εποχής-4
Με τον Αγγελο Σικελιανό το 1921 Φωτ. ΑΠΕ-ΜΠΕ / ΜΟΥΣΕΙΟ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Παρά τις ατέλειές του, ο Καζαντζάκης αντέχει και σήμερα

Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη

Μπορεί η γλώσσα του Νίκου Καζαντζάκη να διαβάζεται δύσκολα ως κυκεώνας δημοτικής, διαλεκτικών τύπων και πεποιημένων λέξεων· μπορεί τα δράματά του να μην έδειξαν ποτέ τη σκηνική τους δύναμη· μπορεί η «Οδύσσεια» να είναι υπερβολική μέσα στην υπερβολή της· μπορεί ο συγγραφέας να είναι ένας παραδοσιακός ρεαλιστής σε μια εποχή μοντερνιστικών καινοτομιών· μπορεί η πλοκή των μυθιστορημάτων του να μην είναι στιβαρή. Ολα αυτά μπορεί, αλλά γιατί τελικά το όνομά του διατηρείται ακόμα ακμαίο, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, περίπου 120 χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματά μας; Τι είναι αυτό, με άλλα λόγια, που συντηρεί τον μύθο του; Κι όταν λέω μύθο, δεν εννοώ ένα ψέμα, αλλά ένα πλέγμα λογοτεχνικών και άλλων παραμέτρων που ορθώνουν τον θρύλο κάθε μεγάλου καλλιτέχνη πάνω από τα συγκεκριμένα έργα του. Αυτός ο μύθος, πέρα από τις διασυνδέσεις του ίδιου του συγγραφέα, οι οποίες τον έχτισαν και τον εκτόξευσαν όσο ζούσε, στηρίζεται στην αφηγηματική του δεινότητα, στην υπερβολή της σκέψης του και στην πολυσυλλεκτικότητα.

Ας τα διερευνήσουμε ένα ένα. Η συγγραφική του άνεση, η τέχνη του δηλαδή να λέει ωραία παραμύθια, είτε στον κεντρικό άξονα κάθε μυθιστορήματος είτε στις ένθετες παραβολές του, δίνει στην αφήγηση μια αύρα, που της στέρησε ο μοντερνισμός, κάνει την ιστορία να καλπάζει, χωρίς να χάνει την περιγραφή και το εμβόλιμο σχόλιο, και προσφέρει στον αναγνώστη έναν πλατύ διάδρομο για να τρέξει. Από την άλλη, η υπερβολή, που συχνά έχει δικαίως κατηγορηθεί, ταράζει τα λιμνάζοντα νερά, καθώς ορθώνει χαρακτήρες-ογκόλιθους, και χαράζει έντονα σημάδια στο μυαλό του αναγνώστη. Η υπερβολή μάλιστα λειτουργεί καλά μέσα στο υπαρξιστικό μοντέλο του Ν. Καζαντζάκη: το κυνήγι της ελευθερίας πάνω από την επανάπαυση, η αγωνία για την πορεία του κόσμου, η παρεπόμενη ατομική ευθύνη, που δεν πρέπει να αποθαρρύνεται από το κοινωνικό και πνευματικό τέλμα, η πράξη και η υπέρβαση. Τέλος, η πολυσυλλεκτικότητα, η οποία συχνά αποβαίνει σύντηξη αντιφατικών στοιχείων, αρδεύει φιλοσοφικούς προβληματισμούς και θρησκευτικές ανησυχίες για να τις ενσωματώσει, χωρίς να θέλει πάντα να τις χωνέψει, μέσα στον μυθιστορηματικό κορμό.

Ο Ν. Καζαντζάκης εκφράζει την απόγνωση αλλά και την ορμητική ετοιμότητα του μεταπολεμικού ανθρώπου. Ο τελευταίος βιώνει την κυρίαρχη αδικία και ακριβώς γι’ αυτό οφείλει να επελάσει με τα πνευματικά του όπλα και τις αποφασιστικές του πράξεις, ώστε να σώσει τουλάχιστον τον εαυτό του, αν όχι τον κόσμο και τον Θεό. Αυτή η κλονισμένη θρησκευτικότητα, η οποία κρατάει τις παραδόσεις, τους θρύλους και τα γνήσια χαρακτηριστικά ενός ταπεινού Χριστιανισμού και ταυτόχρονα αμφισβητεί τόσο τον κλήρο όσο και τις παγιωμένες εκκλησιαστικές απόψεις, που οδηγούν στον εφησυχασμό, αντανακλά το στίγμα του σημερινού ατόμου το οποίο αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στους υψηλούς θρησκευτικούς του οραματισμούς και στην αμφιβολία που θέλει πιο απτά μοντέλα ζωής. Παρά τις ατέλειές του, λοιπόν, ο Ν. Καζαντζάκης αντέχει. Από κεκτημένη ταχύτητα, από την ώθηση που του έδωσαν οι κινηματογραφικές του διασκευές, από την ίδια τη διαχρονική δύναμη των μυθιστορημάτων του (και των ταξιδιωτικών του έργων, που σήμερα συμπορεύονται με την παγκοσμιοποίηση της εποχής μας και την αλληλεπίδραση των πολιτισμών) διαβάζεται και ξεχωρίζει. Κι επιπλέον στα έργα του μιλάει για μια Ελλάδα, που μοιάζει ρετρό, αλλά συνάμα συνάδει με αυτό που σήμερα ονομάζουμε glocalization (παγκοσμιοτοπικό), το τοπικό δηλαδή που σε μια πολυκεντρική οικουμενικότητα τονίζει ιδιαιτερότητες μακριά από την ισοπέδωση των καιρών.

Μιλάει για μια Ελλάδα που μοιάζει ρετρό, αλλά συνάμα συνάδει με αυτό που σήμερα ονομάζουμε glocalization (παγκοσμιοτοπικό).

Κλείνω με τον Ζορμπά. Το έργο, κι όχι μόνο ο κεντρικός πρωταγωνιστής, εκφράζει τη διχοστασία του Ελληνα και έτσι αποτελεί αρχέτυπο. Ο Φρίντριχ Νίτσε είχε μιλήσει για κράμα απολλώνιου και διονυσιακού στοιχείου στην αρχαία τραγωδία, ο Νίκος Καζαντζάκης βάζει το πνευματοφόρο αφεντικό και τον σωματικό, γειωμένο, αήθικο Ζορμπά να ενσαρκώνουν τις δύο όψεις του έθνους μας. Από τη μία, τον φορέα μιας κληρονομημένης πνευματικότητας, που δεν σταματά να σκέφτεται και να παράγει πολιτισμό, όσο κι αν αυτό είναι τροχοπέδη για την πραγματική δράση, κι από την άλλη τον γλεντζέ, τον ερωτομανή, τον πρακτικό νου και τον χειρωνακτικό πολυμάστορα, που θυμοσοφεί με βάση τη ζωή, πιο πολύ ζώντας το παρόν παρά αιθεροβατώντας στο αύριο.

Ο κ. Γιώργος Ν. Περαντωνάκης είναι διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου στην Εφημερίδα των Συντακτών και στην Bookpress.

 

Ο Καζαντζάκης μιας νέας εποχής-5
Στο Ηράκλειο το 1901, σε ηλικία 18 ετών Φωτ. ΑΠΕ-ΜΠΕ / ΜΟΥΣΕΙΟ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Ο Καζαντζάκης μιας νέας εποχής-6
Ειρήνη Παπά και Αντονι Κουίν στην κινηματογραφική μεταφορά του «Αλέξη Ζορμπά» το 1964 από τον Μιχάλη Κακογιάννη

Ο Καζαντζάκης μιας νέας εποχής-7
Ο Γουίλεμ Νταφόε στον ρόλο του Ιησού στο κινηματογραφικό αριστούργημα του Μάρτιν Σκορσέζε «Ο τελευταίος πειρασμός», ταινία που βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή