Το Αιγαίο στις φλόγες 138 χρόνια μετά

Το Αιγαίο στις φλόγες 138 χρόνια μετά

Η ιστορία πειρατικής δράσης του Ιουλίου Βερν (1884) έγινε γκράφικ νόβελ από τις εκδόσεις «Μικρός Ηρως»

5' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Η θάλασσα είναι το παν!», αναφωνεί στις «20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα» ο πλοίαρχος Νέμο. Μέσα από τα λόγια του είναι λες και ακούγεται η φωνή του Ιούλιου Βερν –του δημιουργού του– να δηλώνει το πάθος του για «τη μεγάλη δεξαμενή της φύσης». Ο συγγραφέας-πατέρας της επιστημονικής φαντασίας και «πρόδρομος των σύγχρονων ανακαλύψεων», γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου του 1828 και πέθανε στις 24 Μαρτίου του 1905, αφήνοντας πίσω του πληθωρικό έργο 62 μυθιστορημάτων από τα οποία ελάχιστα δεν έχουν να κάνουν με τη θάλασσα.

Γεννημένος στη Ναντ της Δυτικής Γαλλίας, τη «Βενετία της Δύσης», πόλη κατεξοχήν ναυτική, η μοίρα του έμοιαζε θαλασσινή. Οι πρόγονοί του ήταν καπετάνιοι και πλοιοκτήτες και το σπίτι που μεγάλωσε στεκόταν πάνω σε τεχνητό νησί στον Λίγηρα, το «ile Feydeau», που κατά τη δεκαετία του 1930 αφομοιώθηκε από την πόλη. Κοιτώντας το μέσα σε παλιούς χάρτες, παρατηρεί κανείς πως το σχήμα του θυμίζει κάτοψη καραβιού. Από αυτό το μικροσκοπικό νησάκι έβλεπε τα ποντοπόρα ιστιοφόρα και ονειρευόταν να ταξιδέψει κάποτε πάνω τους. «H πιο μεγάλη επιθυμία μου ήταν να πατήσω πάνω στην τρεμάμενη σανίδα που τα ένωνε με την αποβάθρα και να ανέβω στο κατάστρωμα», λέει στο αυτοβιογραφικό του έργο «Παιδικές και νεανικές αναμνήσεις». Λέγεται, δε, πως όταν ήταν 11 ετών έκανε κάτι τέτοιο στα κρυφά, όταν επιβιβάστηκε σε ένα καράβι που μπάρκαρε για την Ινδία. Στο επόμενο λιμάνι, στη μικρή πόλη Paimboeuf, λίγα μίλια παρακάτω στο ποτάμι, τον περίμενε ο πατέρας του και τον έβαλε να υποσχεθεί: «Δεν θα ξαναταξιδέψω, παρά μόνο μέσα στα όνειρά μου».

Το Αιγαίο στις φλόγες 138 χρόνια μετά-1

Και όμως, δεκάξι χρόνια αργότερα, έχοντας αποκτήσει πτυχίο νομικής και όντας ήδη επιτυχημένος συγγραφέας, ξαναταξίδεψε. Αυτή τη φορά, μάλιστα, ήταν ο ίδιος και πλοιοκτήτης και καπετάνιος, πάνω σε ένα δικάταρτο, εννιάμετρο παραδοσιακό ψαροκάικο της Μάγχης που είχε μετατρέψει σε σκάφος αναψυχής. Θέλοντας να τιμήσει το όνομα του γιου του, το ονόμασε «Saint Michel» και μ’ αυτό σάλπαρε από τα βόρεια παράλια της Γαλλίας για την Αγγλία και τη Σκωτία, γράφοντας πάνω του τμήματα από τις «20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα». Δύο χρόνια μετά, απέκτησε το δεύτερό του σκαρί, το μήκους 11 μέτρων «Saint Michel II», ένα ακόμα γαλλικό παραδοσιακό σκάφος, με το οποίο ταξίδεψε για 18 μήνες και διέσχισε μέχρι και τον Ατλαντικό. Το 1877 απέκτησε το τρίτο και τελευταίο του σκάφος, το «Saint Michel III», εντυπωσιακό ατμόπλοιο μήκους τριάντα πέντε μέτρων που, καπετανεύοντάς το, πέρασε το Γιβραλτάρ και έκανε, το 1878 και το 1884, περιοδείες στη Μεσόγειο. Λέγεται κιόλας πως με εκείνο το σιδερένιο σκαρί επισκέφτηκε και την Ελλάδα, όμως η πληροφορία είναι ανεπιβεβαίωτη. Το σίγουρο είναι πως στην περίφημη ενότητα μυθιστορημάτων του που ονομάστηκε «Φανταστικά ταξίδια» (Voyages Extraordinaire) και ανάμεσα στα τόσα από αυτά που έχουν μέσα τους το υδάτινο στοιχείο, έγραψε και ένα με σκηνικό τις δικές μας θάλασσες.

Λέγεται πως ο Βερν όταν ήταν 11 ετών επιβιβάστηκε κρυφά σε καράβι που μπάρκαρε για την Ινδία, αλλά ο πατέρας του τον έπιασε.

Ηταν το «Αιγαίο στις φλόγες» (L’ Archipel en Feu), μια ιστορία πειρατικής δράσης που ξεκινάει δύο μέρες πριν από τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου και αντλεί τη μυθολογία της από την Ελλάδα της εποχής της Επανάστασης του 1821. Αρχισε να δημοσιεύεται σε επιφυλλίδες το 1884 στη γαλλική εφημερίδα «Les Temps» (Οι Καιροί), ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και σε βιβλίο, αλλά και σε αθηναϊκή εφημερίδα, με τίτλο «Το Αιγαίο εις αναστάτωσιν».

Στην αρχή της αφήγησης μας μεταφέρει στο Οίτυλο της Μάνης, που σκιαγραφείται δραματικά ως άντρο πειρατών «πλιατσικολόγων» και «ημιβάρβαρων», κάτι που προκάλεσε αντιδράσεις εκ μέρους των ντόπιων, που ζήτησαν τη διακοπή της δημοσίευσης. Λόγω του σκανδάλου που ξέσπασε, ο Βερν αναγκάστηκε να δικαιολογηθεί, επικαλούμενος εκτός από την πραγματολογική ακρίβεια των λόγων του (κάτι το οποίο περιπαθώς επιδίωκε σε όλο του το έργο) και τον φιλελληνισμό του.

Πειρατεία και σκλαβοπάζαρα – τι σχέση έχουν όλα αυτά με την εξιδανικευμένη εκδοχή του 1821 που μαθαίνουμε 
από μικροί;

Θα έλεγε κιόλας κανείς πως, από το Οίτυλο ώς την υπό αγγλική διοίκηση Κέρκυρα και τα νερά του Αιγαίου, αυτή η ιστορία έρωτα, προδοσίας, φιλελληνισμού και αιματηρών ναυτικών συγκρούσεων αποτελεί διαχρονικά για το ελληνικό κοινό «αιρετικό» ανάγνωσμα, θέαση της σκοτεινής πλευράς του ’21 από την οποία αποστρέφουμε το βλέμμα μας. Πειρατεία και σκλαβοπάζαρα – τι σχέση έχουν όλα αυτά με την εξιδανικευμένη εκδοχή της Επανάστασης που μαθαίνουμε από μικροί; Το «Αιγαίο στις φλόγες» είναι ανεμοστρόβιλος από πειρατικά καράβια, αντιήρωες, θάλασσες και ανθρώπινα πάθη που περιδινίζεται σε άγνωστα νερά της πρόσφατης ιστορίας μας, κάπου μεταξύ μύθου και αλήθειας.

«Ο Βερν έγραφε pulp λογοτεχνία»

Το Αιγαίο στις φλόγες 138 χρόνια μετά-2

Και ενώ η αρχική έκδοση του 1884 εικονογραφήθηκε εκπληκτικά –αν και με αρκετές ιστορικές ανακρίβειες– από τον Γάλλο εικονογράφο Λεόν Μπενέτ, που εικονογράφησε συνολικά 25 μυθιστορήματα του Βερν, έρχεται 138 χρόνια μετά, ένας εκδοτικός οίκος από την Ελλάδα και λέει την ιστορία για πρώτη φορά παγκοσμίως στη γλώσσα των κόμικς. Πρόκειται για τις εκδόσεις «Μικρός Ηρως», που την εξέδωσαν το 2022 στη μορφή δίτομου γκράφικ νόβελ.

Μιλώντας με τον σκιτσογράφο της έκδοσης Θανάση Καραμπάλιο, είναι αναπόφευκτο να σκεφτούμε το εξάτομο «1800» (εκδ. Jemma Press), που ο ίδιος όχι μόνο σχεδίασε αλλά και έγραψε, και που έχει συγγενικό ιστορικό φόντο, εξιστορώντας περιπέτειες αρματολών και πειρατών της προεπαναστατικής Ελλάδας. Τη φορά αυτή, δεν υπογράφει ο ίδιος το σενάριο, αλλά ο πολύπειρος δημοσιογράφος Γιώργος Βλάχος, που, όπως φαίνεται, μεταποίησε με επιτυχία (και συνόψισε σε έκταση μονάχα 90 σελίδων) το κείμενο του Βερν. Και ενώ ο σκιτσογράφος είχε ήδη έτοιμο το έδαφος από την πρότερη έρευνά του για τη σειρά «1800» πάνω σε ιστορικές λεπτομέρειες (όπως οι φορεσιές ή τα καράβια των πειρατών), ο συνεργάτης του τον βοήθησε τα μάλα εκεί όπου του έλειπε η γνώση, όπως π.χ. σε ό,τι αφορούσε το Ιόνιο και τις τοπικές του ενδυμασίες. Διαβάζοντας τα ηλεκτρισμένα καρέ των δύο τόμων, η ιστορική και λαογραφική επιμέλεια του Γιώργου Βλάχου προδίδεται και στο ιδίωμα που μιλούν οι χαρακτήρες: «Ισα ορέ, θρασίμια!» φωνάζει τρομακτικά πάνω στο καράβι του ο διαβόητος Μανιάτης πειρατής Νικόλας Στάρκος, μέσα σ’ ένα από εκείνα τα νυχτερινά καρέ που μυρίζουν αίμα, αγωνία και αλάτι, που ξέρει τόσο επιδέξια να σχεδιάζει με κινηματογραφικό τρόπο ο Θανάσης Καραμπάλιος.

Το Αιγαίο στις φλόγες 138 χρόνια μετά-3Η ένατη και η έβδομη τέχνη μπορούσαν πάντοτε να μοιάζουν αδερφικές, κι αυτό φαίνεται εδώ απλόχερα. Στον πρόλογο, εκεί όπου παρουσιάζονται τα πορτρέτα των κύριων χαρακτήρων με μια μικρή περιγραφή, όλα θυμίζουν αυτό που μας λέει ο Γιώργος Βλάχος: «O Βερν δεν έγραφε “υψηλή”, αλλά λαϊκή λογοτεχνία –αυτό που αποκαλούμε pulp». Εκεί, κάτω από το πορτρέτο του Νικόλα Στάρκου, διαβάζουμε: «Πουλούσε σε μουσουλμανικά σκλαβοπάζαρα Ελληνες χριστιανούς και αιχμάλωτους πειρατικών επιδρομών. Μυστηριώδης η σχέση του με τον αθέατο πειρατή Σακρατίφ, το φόβητρο του Αιγαίου». Pulp, σινεμά και κόμικς στο επαναστατικό Αιγαίο του 1827, αλλά, πίσω από όλα, ακόμα μια θαλασσινή ιστορία του Ιουλίου Βερν, που, όταν το 1886, πούλησε το τελευταίο του καράβι, τον «Saint Michel III», είπε: «Αντίο, όμορφό μου πλοίο», και άρχισε πλέον να εκπληρώνει εκείνη την υπόσχεση που είχε δώσει, έντεκα χρόνων, στον πατέρα του: να ταξιδεύει πια μόνο μέσα στα όνειρά του.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή