Μνημείο μοναξιάς και επικοινωνίας

Μνημείο μοναξιάς και επικοινωνίας

Δυναμική ερμηνεία της Ελένης Ράντου στο «Πάρτι της ζωής μου», που σκηνοθετεί ο Ανέστης Αζάς στο θέατρο Διάνα

3' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Το πάρτι της ζωής μου»: δραματικός μονόλογος ή μονολογικό θέατρο; Το μονολογικό έργο είναι ένα δύσκολο εγχείρημα στη θεατρική πράξη. Αλλωστε, θεωρήθηκε ως εχθρός του δράματος επειδή έθεσε σε αμφισβήτηση τους δεσμούς του διαλόγου με τον δραματικό μύθο. Iσως δεν έχει εντέλει τόση σημασία το να προσδιορίσουμε ακριβώς το είδος της σκηνικής εμφάνισης της Ελένης Ράντου σε ένα κείμενο μη θεατρικό ή τουλάχιστον όχι άμεσα θεατρικό. Η solo performans της είναι μία ολοκληρωμένη δραματική φόρμα στο επίπεδο της γραφής, της σκηνοθεσίας και της υποκριτικής.

Το έργο είναι εμπνευσμένο από το θεατρικό «Ολα αυτά τα υπέροχα πράγματα» (2013) των Βρετανών συγγραφέων Ντάνκαν Μακ Μίλαν και Τζόνι Ντόναχο και η δομή του οργανώνεται στον άξονα μιας λίστας από εμπειρίες που αξίζει να ζήσουμε, μικρές χαρές της καθημερινότητας, αριθμημένες (από το 1 έως το 5.005) απολαύσεις, όπως το παγωτό, τα «μπουγέλα», το κόκκινο χρώμα, η τσίχλα της Χίου που «κολλάει στα δόντια», οι «αστερισμοί» στον ουρανό ή τα «ακατάλληλα διά ανηλίκους».

Το κείμενο είναι χαριτωμένο, πικρό και έξυπνο αλλά απογειώνεται από την έξοχη σκηνοθεσία του Ανέστη Αζά και την ευφάνταστη παρουσία του μουσικού διδύμου String Demons, του Κωνσταντίνου και της Λυδίας Μπουντούνη, οι οποίοι διασκεύασαν στα έγχορδά τους γνωστά τραγούδια και δημιούργησαν μία πρωτότυπη σύνθεση ενός παράλληλου μουσικού σύμπαντος επί σκηνής. Ξεχωρίζει η Λυδία Μπουντούνη και για τις υποκριτικές της δυνατότητες ιδίως όταν αναλαμβάνει τον ρόλο του alter ego της ηρωίδας, στη σκηνή που της υπαγορεύει να λέει πάντα «όχι».

Ο Ανέστης Αζάς μετά την ιδιαίτερη «Δημοκρατία του Μπακλαβά» σκηνοθέτησε «Το πάρτι της ζωής μου» ως μια σύγχρονη ραψωδία, μία αφήγηση ζωής που έχει τη μορφή μαρτυρίας και διατηρεί την αληθοφάνεια ενός προσωπικού βιώματος.

Ο θεατής δεν αισθάνεται την απουσία του άλλου, δεν ενοχλείται από την έλλειψη του διαλόγου γιατί η κεντρική ηρωίδα με την αφήγηση και την περιπλάνηση ανάμεσα στις φωνές των προσώπων της ζωής της, της μητέρας, του πατέρα, του συζύγου, του γιου, προσπαθεί να συνθέσει την ιστορία ενός διαλόγου καταστάσεων και φωνών. Η Ράντου κινείται συνεχώς με μία κίνηση προς τα έξω, ως ευθεία απεύθυνση στον θεατή και με μια κίνηση προς τα μέσα, ως ευθεία ανάκληση βιωμάτων από το παρελθόν, ως κίνηση προς το πεδίο της μνήμης και τον εσωτερικό της εαυτό. Ο Aζάς διάνθισε τον μονόλογο με μουσικότητα, κίνηση και εικαστική μαγεία. Σκηνοθέτησε μουσικά τους φόβους, τα φαντάσματα και τις φαντασιώσεις. Σκηνοθέτησε μία εξομολόγηση, όπου τα προσωπικά βιώματα και οι παιδικές, εφηβικές και νεανικές αναμνήσεις αναμειγνύονται με το σχόλιο, τις σκέψεις αλλά και τις σιωπές της ηρωίδας, προσδιορίζοντας ένα μνημείο λόγου και εσωτερικού κενού, μοναξιάς και επικοινωνίας.

Ο Αζάς σκηνοθέτησε μία εξομολόγηση, όπου τα προσωπικά βιώματα και οι παιδικές, εφηβικές και νεανικές αναμνήσεις αναμειγνύονται με το σχόλιο, τις σκέψεις αλλά και τις σιωπές της ηρωίδας.

Η ερμηνεία της Ράντου δυναμική, μεταμορφώνεται διαρκώς και αβίαστα με απόλυτη φυσικότητα κατακτημένη από τη λεπτομερειακή σκηνοθεσία και την κινησιολογική επιμέλεια της Αντιγόνης Γύρα. Ο λόγος της ηθοποιού, γλυκός και τρυφερός άλλοτε φοβισμένος και πανικόβλητος άλλοτε ειρωνικός, καυστικός και αυτοσαρκαστικός. Το βλέμμα της κοριτσίστικο και σπιρτόζικο, τρυφερό και ρομαντικό, επιχειρεί πάντοτε τη μετωπική σχέση με το κοινό. Εκφράζει την επανάσταση μπροστά στη συμβατική ζωή μιας συζυγικής σχέσης και απορρίπτει τη σύμβαση του γάμου. Ο λόγος της διεκδικεί την ομορφιά, τη νεότητα, την αναρχία, το όνειρο και καταλήγει σε έναν υπαρξιακό μονόλογο, συνδεδεμένο με την άρνηση όλων των φόβων που προκαλεί η θλίψη και η αυτογνωσία. Καταγράφονται εικόνες, σκηνές, διάλογοι της καθημερινής ζωής του προσώπου που μονολογεί, στοιχεία που παραπέμπουν σε στιγμές της πρόσφατης ιστορίας της Ελλάδας, με αναφορές στον σεισμό του 1999, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, στην πρόσφατη εμπειρία του εγκλεισμού λόγω της πανδημίας.

Η σουρεαλιστική σκηνογραφία της Μαγιού Τρικεριώτη είναι απόλυτα εναρμονισμένη με τη σκηνοθετική γραμμή. Σκηνικά αντικείμενα (καρέκλες, τηλέφωνο, διάφορα έπιπλα) κρέμονται ανάποδα στο ταβάνι και δημιουργούν μία σκηνική ατμόσφαιρα που θυμίζει αίθουσα κονσέρτου για πιάνο ή και βιολί σε παλαιό εργοστάσιο επίπλων στο Βερολίνο, όπου άπειρες αντίκες αιωρούνται πάνω από τα κεφάλια των μαγεμένων θεατών.

Τα νοσταλγικά ενδύματα της Κικής Γραμματικοπούλου με τα All Star παπούτσια και την καρό φούστα, συμπλήρωσαν το πολύ επιτυχημένο τρίο των προσώπων.

Το «πάρτι της ζωής» είναι ένας ύμνος στην αγάπη και στην ανεκτίμητη ύπαρξη της μητέρας, ως διαχρονικού συμβόλου αυτής της λυτρωτικής αγάπης. Το «Υστερόγραφο» της λίστας – φινάλε της παράστασης και κλείσιμο της αυλαίας: «5.005: σ’ αγαπώ».

H κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας του ΑΠΘ, καθηγήτρια στο τμήμα «Ελληνικός Πολιτισμός» του ΕΑΠ.

Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή