Γερμανοί, Μποδοσάκης και Βουλπιώτης

Γερμανοί, Μποδοσάκης και Βουλπιώτης

Νέες σημαντικές αποκαλύψεις για τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Βόννης από το βιβλίο του Χρήστου Τσάκα

7' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΣΑΚΑΣ
Με το βλέμμα στην Ευρώπη: οι ελληνογερμανικές σχέσεις μετά τον πόλεμο Πανεπιστημιακές Εκδόσεις
Κρήτης, 2023, σελ. 352

Ο Χρήστος Τσάκας ανήκει στη νεότερη γενιά των ιστορικών και έχει ήδη διακριθεί σε Ελλάδα και εξωτερικό. Με το βιβλίο του «Με το βλέμμα στην Ευρώπη: οι ελληνογερμανικές σχέσεις μετά τον πόλεμο» (κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης και στο εξωτερικό με τον τίτλο «Post-war Greco-German Relations, 1953–1981» από την Palgrave Macmillan) κατάφερε να χωρέσει τρεις δεκαετίες οικονομικής ιστορίας σε περίπου 300 σελίδες, καλύπτοντας μια περίοδο που ξεκινάει από την κυβέρνηση του Συναγερμού και καταλήγει στην πρώτη μεγάλη στροφή της κυβέρνησης της Αλλαγής.

Ο Τσάκας πραγματοποίησε μια μεγάλη έρευνα σε ελληνικά και ξένα αρχεία, με τα οποία ξαναγράφει ουσιαστικά την ιστορία της βιομηχανίας στην Ελλάδα, αλλά και επαναπροσδιορίζει τη σχέση και τις επιδιώξεις της χώρας με την Ευρώπη. Το βιβλίο ξεκινάει από τις προσπάθειες της κυβέρνησης του Συναγερμού να εξασφαλίσει βιομηχανικά κεφάλαια υπό πάρα πολύ δύσκολες συνθήκες και σκιαγραφεί το ενδιαφέρον των Ελλήνων εφοπλιστών για την ελληνική βιομηχανία η οποία, όπως γράφει, αποτέλεσε προϊόν μιας διπλής αποτυχίας: της ακύρωσης των σχεδίων του Ωνάση για τη μεταφορά σαουδαραβικού αργού πετρελαίου και της ματαίωσης της διείσδυσης του εφοπλιστή (αλλά και του Σταύρου Νιάρχου) στη δυτικογερμανική ναυπηγική βιομηχανία. Σύμφωνα με τον Τσάκα, ήταν αυτές οι επενδύσεις που άνοιξαν τον δρόμο για την αναβάθμιση της θέσης της Ελλάδας στη διεθνή οικονομία.

Γερμανοί, Μποδοσάκης και Βουλπιώτης-1

Ο ρόλος της ναυτιλίας

Με άξονα τις ελληνογερμανικές σχέσεις, ο Τσάκας αναλύει τη συμβολή των εφοπλιστών στην ανασυγκρότηση της δυτικογερμανικής ναυπηγικής βιομηχανίας και αποκαλύπτει ότι το ελληνικό κράτος επιχείρησε από πολύ νωρίς να αξιοποιήσει την ελληνόκτητη ναυτιλία ως διαπραγματευτικό όπλο για την επίτευξη των στόχων του, όπως η απορρόφηση ελληνικών καπνών από τη Γερμανία, η οποία, μάλιστα, προχώρησε σε αντίθεση με ό,τι επιδίωκαν τα γερμανικά βιομηχανικά συμφέροντα. Επιπλέον, το βιβλίο ρίχνει φως στην κοινή προσπάθεια Ωνάση – Νιάρχου να αποσπάσουν μερίδιο από τα γερμανικά ναυπηγεία, στα οποία είχαν τοποθετήσει τις παραγγελίες των πλοίων τους, η οποία ακυρώθηκε, όμως, έπειτα από τη συνεργασία του Νιάρχου με τις αμερικανικές αρχές στην υπόθεση της δίωξης του Ωνάση από το FBI.

Επίσης, μέσα από τα γερμανικά αρχεία εμβαθύνει στους συνδέσμους που προώθησαν τις προσπάθειες της Ελλάδας να εξασφαλίσει πόρους από τη Δυτική Γερμανία, σε συνέχεια της υπογραφής του Ελληνογερμανικού Συμφώνου του 1953, το οποίο άνοιξε τον δρόμο σε γερμανικές εταιρείες, όπως η Krups, η Siemens και η Telefunken να επιστρέψουν δριμύτερες στην ελληνική αγορά.

Μάλιστα, στο πλαίσιο των ζυμώσεων αυτών, κάνουν την εμφάνισή τους ο Ιωάννης Βουλπιώτης, που εκπροσωπούσε τη Siemens, αλλά και ο Πρόδρομος Μποδοσάκης-Αθανασιάδης. Οι δύο επιχειρηματίες διαδραμάτισαν στο παρασκήνιο καθοριστικό ρόλο για την επίτευξη της ελληνογερμανικής προσέγγισης, μέσω των δικτύων τους στη Γερμανία, ενώ αποτέλεσαν και τους κύριους αποδέκτες των δυτικογερμανικών πιστώσεων στην Ελλάδα. Ο Βουλπιώτης είχε ανοιχτά δεσμούς με τους κατακτητές κατά τη διάρκεια της Κατοχής –επιτυγχάνοντας, μεταξύ άλλων, τη μεταβίβαση της βρετανικής Cable & Wireless στην Telefunken μέσα σε μόλις 12 ώρες!– κι εξασφαλίζοντας έτσι τη θέση του γενικού διευθυντή της Ελληνικής Ραδιοφωνίας.

Ο Τσάκας αποκαλύπτει, παράλληλα, και τις κρυφές σχέσεις που είχε ο Μποδοσάκης με τους Γερμανούς στην Κατοχή. Παρόλο που έλειπε από την Ελλάδα, είχε εμπιστευτεί την προστασία των συμφερόντων του σε στέλεχος της Rheinmetall, ο οποίος συνελήφθη στο σπίτι του επιχειρηματία στο Ψυχικό, όπου συνέχιζε να διαμένει από την περίοδο της Κατοχής, έως την άνοιξη του 1946. Ο Τσάκας, μάλιστα, κάνει ευθέως λόγο για μεταπολεμική απόπειρα συγκάλυψης των ιχνών της Κατοχής, η αποκάλυψη των οποίων απειλούσε την ίδια την ύπαρξη αυτών των εταιρειών στην Ελλάδα.

Τρεις δεκαετίες οικονομικής ιστορίας γεμάτες μυστικά, διαπλοκή συμφερόντων και άφθονο πολιτικό παρασκήνιο.

Η συμφωνία του 1953

Σημειωτέον ότι η οικονομική συμφωνία του 1953 ξεπέρασε κάθε προσδοκία της Ελλάδας, διότι από τα 100 εκατομμύρια μάρκα που προβλεπόταν να αξιοποιηθούν αρχικά, έφθασε τα 200 εκατομμύρια μάρκα, χρηματοδοτώντας κρίσιμα έργα, όπως η αξιοποίηση του λιγνίτη της Πτολεμαΐδας, του νικελίου στη Λάρυμνα, το εργοστάσιο της αλουμίνας, το διυλιστήριο και την επέκταση του τηλεφωνικού δικτύου του ΟΤΕ – με τους Μποδοσάκη και Βουλπιώτη να κινούν τα νήματα υπογείως και εξαιτίας του τελευταίου να ξεσπά σκάνδαλο Siemens στην Ελλάδα.

Αιτία του σκανδάλου ήταν η συμφωνία απευθείας ανάθεσης προμηθειών από τον ΟΤΕ στη Siemens, στην οποία, όμως, δεν καθορίστηκε το ύψος των τιμών και οι οποίες απεδείχθησαν πολύ υψηλότερες από εκείνες που είχε προσφέρει αρχικά η εταιρεία. Σύμφωνα με τον Τσάκα, η σύμβαση αυτή υπήρξε αντάλλαγμα για την εξασφάλιση δανείου από τις δυτικογερμανικές χρηματαγορές, όμως η ρήξη Παπάγου – Μαρκεζίνη τελικά συμπαρέσυρε την αναστολή της. Επειτα από σύγκρουση στο εσωτερικό της κυβέρνησης του Συναγερμού (μεταξύ του Παναγή Παπαληγούρα και του Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου, ο οποίος είχε την υποστήριξη του υπουργού Συγκοινωνιών Κωνσταντίνου Καραμανλή), τελικά η Αθήνα προχώρησε στη διεξαγωγή διεθνούς διαγωνισμού και οι Γερμανοί εγκατέλειψαν τον Βουλπιώτη.

Το ατυχές αυτό επεισόδιο της ελληνογερμανικής προσέγγισης είχε μεγάλο κερδισμένο τον Μποδοσάκη, ο όμιλος του οποίου απορρόφησε 270 εκατομμύρια από τα 345 εκατομμύρια μάρκα των γερμανικών πιστώσεων. Ο Τσάκας αποκαλύπτει, μάλιστα, έγγραφα της CIA που υποδεικνύουν ότι ο Μποδοσάκης κίνησε τα νήματα της πρώτης σοβαρής πολιτικής κρίσης που αντιμετώπισε ως πρωθυπουργός, πλέον, ο Καραμανλής.

Ολα είχαν ξεκινήσει το 1957, όταν ο διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Βασίλης Κυριακόπουλος υπέβαλε την παραίτησή του εξαιτίας των πιέσεων που του ασκούσε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ανδρέας Αποστολίδης, στοχεύοντας στη χαλάρωση της πιστωτικής πολιτικής της τράπεζας έναντι του Μποδοσάκη, αλλά και του εκδότη Δημητρίου Λαμπράκη.

Σύμφωνα με έγγραφα της CIA, που αναδεικνύει ο Τσάκας, ήταν διαδεδομένη πεποίθηση ότι ο Αποστολίδης απολάμβανε τη στήριξη τόσο των Ανακτόρων όσο και ισχυρών ιδιωτικών συμφερόντων. Σύντομα, όμως, η παραίτηση του Κυριακόπουλου θα ανακαλείτο και η Εθνική Τράπεζα θα ενέκρινε νέο δάνειο προς την Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων του Ομίλου Μποδοσάκη, με το οποίο οι συνολικές απαιτήσεις της τράπεζας από την επιχείρηση θα ανέρχονταν στα 180 εκατομμύρια δραχμές, υπερβαίνοντας, μάλιστα, κατόπιν ειδικής άδειας της Νομισματικής Επιτροπής, το επιτρεπόμενο από τον νόμο όριο του 20% του μετοχικού κεφαλαίου της. Την άνοιξη του 1958 η διοίκηση της τράπεζας δέχτηκε να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις για τη χορήγηση και νέου δανείου στην εταιρεία, υποκύπτοντας σε κυβερνητικές πιέσεις υπέρ του Μποδοσάκη. Μόνο που για να γίνει αυτό, σημειώνει ο Τσάκας, χρειάστηκε να αλλάξει κυβέρνηση στις αρχές Μαρτίου, έπειτα από την αποστασία 15 βουλευτών της ΕΡΕ, με αφορμή τον εκλογικό νόμο που υποχρέωσε τον Καραμανλή να παραιτηθεί και να κηρύξει εκλογές.

Η νίκη του Καραμανλή στις εκλογές έφερε και την εκδίκησή του. Ο αναβαπτισμένος πρωθυπουργός έπληξε ευθέως τον Μποδοσάκη διά της κρατικοποίησης της εταιρείας του ΛΙΠΤΟΛ, η οποία πέρασε στο μονοπώλιο της ΔΕΗ, ώθησε την Εθνική να αυξήσει το μετοχικό της μερίδιο σε εταιρείες του Ομίλου του Μικρασιάτη επιχειρηματία και ενίσχυσε τρίτους επιχειρηματικούς παράγοντες, ώστε να πλήξει τα συμφέροντά του. Αυτές οι ενέργειες οδήγησαν τον Μποδοσάκη στο να αποχωρήσει από το διυλιστήριο, μεταβιβάζοντας το μερίδιό του στον Σταύρο Νιάρχο, ενώ έφεραν την ανάδυση νέων παραγόντων στο ελληνικό επιχειρείν, όπως τον Αριστοτέλη Ωνάση, τον Στρατή Ανδρεάδη, τον Τομ Πάπας και την Pechiney. Καρπός των ζυμώσεων αυτών ήταν η συμφωνία κυρίων Νιάρχου και Ανδρεάδη, με την οποία ο δεύτερος πείστηκε να μην προχωρήσει στην έναρξη λειτουργίας των ναυπηγείων Ελευσίνας πριν από το 1968, ώστε τα ναυπηγεία του πρώτου να προχωρήσουν χωρίς ανταγωνισμό.

Σύνδεση με την ΕΟΚ

Ο Τσάκας δεν σταματάει στη διαπλοκή της εποχής, αλλά επεκτείνει το αφήγημά του στα πρώτα βήματα της Αθήνας προς την Ευρώπη, που περνούσε μέσα από τη Βόννη και τις Βρυξέλλες και τη συμφωνία σύνδεσης Ελλάδας – ΕΟΚ, τον μετέπειτα δασμολογικό αφοπλισμό και τον εναρμονισμό της αγροτικής πολιτικής της χώρας, την άντληση των πρώτων ευρωπαϊκών κεφαλαίων και ξεχασμένες ανησυχίες της δεκαετίας του 1960 για το εάν τελικά συνέφερε ή όχι η είσοδος στην ΕΟΚ. Παράλληλα, σκιαγραφεί τη δυναμική είσοδο των γαλλικών συμφερόντων στην Ελλάδα και τις γερμανικές αντιδράσεις σε αυτήν, περιγράφει τη βιομηχανική μετάβαση της χώρας μέσα από τη χουντική πολιτική και τον τρόπο που αυτή λειτούργησε μεταξύ «παγώματος» της ενταξιακής προσπάθειας και ανοχής των δυτικών πρωτευουσών στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν (ή να συνεχίσουν) δουλειές στην Αθήνα. Και αναδεικνύει την αμφίθυμη στάση του ΣΕΒ έναντι του καθεστώτος της 21ης Απριλίου, αλλά και τον εναγκαλισμό των εφοπλιστών με τους πραξικοπηματίες.

Στη συνέχεια, αναλύει τον κρατικό παρεμβατισμό της Μεταπολίτευσης, τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη στην ΕΟΚ και την εξάντληση των δυνατοτήτων της ελληνικής βιομηχανίας να παραμείνει ανταγωνιστική. Μάλιστα, ο Τσάκας επισημαίνει ότι η ολοκλήρωση της ενταξιακής προσπάθειας ως μέσο για τη σταθεροποίηση της δημοκρατίας αποτελεί τον πιο διαδεδομένο μύθο της μεταπολίτευσης και υποστηρίζει ότι στην πραγματικότητα η σταθεροποίηση της δημοκρατίας δεν υπήρξε το ζητούμενο, αλλά η προϋπόθεση της ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ.

Τέλος, περιγράφει τα παζάρια μεταξύ Ελλάδας και ΕΟΚ για την επίτευξη εξαιρέσεων για κλάδους της οικονομίας κατά τη μεταβατική περίοδο της χώρας, έως ότου δηλαδή εξομοιώνονταν οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματά της στην Κοινότητα. Ενώ αναδεικνύει την αρχική αμφιθυμία του ΠΑΣΟΚ έναντι της ΕΟΚ, την περίεργη σχέση Αλλαγής – Βρυξελλών και την ισχυρή αναδιανεμητική πολιτική του Κινήματος, που εν τέλει οδήγησαν στα πρώτα μέτρα λιτότητας της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, σηματοδοτώντας την εξάντληση της δυναμικής του μεταπολεμικού ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης.

Ο κ. Αχιλλέας Χεκίμογλου είναι συγγραφέας και ερευνητής.

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή