Απολαυστικός αυτοσαρκασμός

Απολαυστικός αυτοσαρκασμός

Η παράσταση «Μια νύχτα στην Επίδαυρο» σατιρίζει εύστοχα όσα συμβαίνουν στο «θεατρικό σινάφι» όταν σβήνουν τα φώτα

3' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σαν «φαγητά εκτός ψυγείου» που μάλλον θα «χρειάζονται πέταμα», γιατί σίγουρα κάποια από αυτά «έχουν βρωμίσει επικίνδυνα», φαντάζονται οι συγγραφείς Λένα Κιτσοπούλου και Γιάννης Αστερής τα δραματικά πρόσωπα του καινούργιου έργου τους με τίτλο «Μια νύχτα στην Επίδαυρο». Ο θεατρικός χρόνος καλύπτει το βράδυ της Παρασκευής μετά την πολυαναμενόμενη πρεμιέρα και η δράση συντελείται κυρίως στη γνωστή ταβέρνα του «Λεωνίδα» στο χωριό Λυγουριό. Το έργο αποτυπώνει μια κατάσταση χαλαρή, αυθόρμητη και ενοχλητικά αληθινή, φωτογραφίζοντας τις συμπεριφορές των συντελεστών μιας παράστασης που ανεβαίνει στον ιερό σκηνικό χώρο του αρχαίου μνημείου της Επιδαύρου.

Αποδίδει δραματική ταυτότητα σε διάφορες καλλιτεχνικές συνιστώσες, όπως είναι οι πρωταγωνιστές – πρωταγωνίστριες ηθοποιοί, οι θεατρόφιλοι θεατές, ο ενδυματολόγος, η διευθύντρια του φεστιβάλ.

Ο Νίκος Καραθάνος συνέλαβε την ιδέα να σκηνοθετήσει το «θεατρικό σινάφι», με χιούμορ και καθαρότητα, αντιμετωπίζοντάς το ως ένα ρόλο πρισματικό, σε ένα έργο που φέρει έντονα τα ίχνη της τυποποίησης, της σάτιρας, της παρώδησης και γελοιογράφησης προσώπων και καταστάσεων ενός οικείου θεατρικού συστήματος, στο οποίο φυσικά ανήκει και ο ίδιος ο σκηνοθέτης.

Η δραματουργία αυτής της «Νύχτας» δεν διεκδικεί κάτι περισσότερο από όσα ακούγονται στον μονόλογο που αφιερώνεται στο «Τίποτα» και ερμηνεύεται με ιδιαίτερη ευαισθησία και απλότητα από τη Χαρούλα Αλεξίου, στον ρόλο της μαγείρισσας – ιδιοκτήτριας της ταβέρνας στο Λυγουριό, η οποία έχει «ειδίκευση στον μουσακά».

Το φιλοσοφικό «τίποτα» ως πολυσήμαντο, δυναμικά μεταβαλλόμενο κι εντέλει σουρεαλιστικό «τίποτα» αφιερώνεται στην απομυθοποίηση των ανθρώπων του θεάτρου, στις ζηλόφθονες πρωταγωνίστριες, στη «δηθενιά», στον εγωκεντρισμό, στην έπαρση των «ψωνισμένων», των ματαιόδοξων, των ναρκίσσων καλλιτεχνών.

Αφιερώνεται στα γνωστά «πηγαδάκια» και στα «θαψίματα» πίσω από την πλάτη των συντελεστών μιας παράστασης, στα κολακευτικά και ψεύτικα λόγια θαυμασμού απέναντι στην πρωταγωνίστρια της επιδαύριας παράστασης.

Με γλώσσα τολμηρή, μια διάθεση ανατροπής του οικείου και οξεία αίσθηση του χιούμορ και της ειρωνείας, αναδεικνύονται όλες οι λεπτομέρειες της μεταθεατρικής πραγματικότητας και συντίθεται ένα λεκτικό κολάζ αυτοαναφορικών νύξεων, σχετικών με τον ρόλο της θεατρικής τέχνης και των ανθρώπων που την υπηρετούν στο εγχώριο καλλιτεχνικό σύστημα. Δεν λείπουν οι αιχμές όπως «με ποιο πτυχίο ισοδυναμεί το πτυχίο του ηθοποιού;» ή σχόλια του τύπου «εμείς δεν φάγαμε! Γιατί να πληρώσουμε;» όταν έρχεται ο λογαριασμός στην ταβέρνα του «Λεωνίδα».

Η δραματουργική και σκηνοθετική πρόθεση συγκλίνουν στο να δημιουργήσουν το εξής: ένα τρελό ξεφάντωμα, μια σατιρική σκηνική σύνθεση που αποκαλύπτει τα αμοιβαία ψέματα, τα υπονοούμενα, τις υπεκφυγές, τα αστεία και τα ευτράπελα της εύθραυστης επί της ουσίας προσωπικότητας των καλλιτεχνών.

Ο Νίκος Καραθάνος σκηνοθετεί ένα έργο που φέρει τα ίχνη της παρώδησης προσώπων και καταστάσεων ενός οικείου θεατρικού συστήματος, στο οποίο φυσικά ανήκει και ο ίδιος.

Το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη διαιρείται σε δύο μέρη: Αριστερά η ζωντανή ορχήστρα των μουσικών κρυμμένη στους βράχους και, δεξιά, οι κερκίδες του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου, που λειτουργούν και ως τσουλήθρες για την άφιξη των ηθοποιών. Στο κέντρο, το εναλλασσόμενο σκηνικό καντίνας, ψησταριάς – πάγκου με ψάρια, ενώ αριστερά και πολύ κοντά στις πρώτες θέσεις των θεατών στήνονται τα τραπέζια της ταβέρνας, λικνιζόμενα πολλές φορές ανάλογα με τις ατάκες των πολυτάλαντων θαμώνων.

Ο Καραθάνος οργανώνει αρμονικά σύνολα, την κίνηση των οποίων επιμελήθηκε η Αμάλια Μπένετ, και επεξεργάζεται στην ουσία το θέαμα ως ένα μιούζικαλ με ηθοποιούς ιδιαίτερα ευέλικτους, με αίσθηση του κωμικού μέτρου και σαφή προσανατολισμό στην ερμηνεία των ρόλων που απαιτούν ποικίλες μουσικοχορευτικές δεξιότητες. Η Εμιλυ Κολιανδρή ως έμπειρη πρωταγωνίστρια που «ξέρει ότι το αξίζει», ο Χρήστος Λούλης, εξαιρετικός ως πρωταγωνιστής που «ξέρει ότι το αξίζει περισσότερο», η Ζέτα Μακρυπούλια ως πρωτοεμφανιζόμενη που «αρνείται να πιστέψει ότι εμφανίστηκε», ο Θανάσης Αλευράς ως Πατρινός ενδυματολόγος με «τσακισμένα όνειρα για καριέρα στο εξωτερικό».

Η Γαλήνη Χατζηπασχάλη στον ρόλο της καλλιτεχνικής διευθύντριας του φεστιβάλ, ιδιαίτερης κωμικής ιδιοσυγκρασίας ηθοποιός, αναφωνεί «Τι φεστιβαλάρα έχω εγώ», μετρώντας την εισπρακτική επιτυχία της παράστασης με τα πούλμαν και με το «μποτιλιάρισμα μέχρι την Παλιά Επίδαυρο».

Ο πολυμελής θίασος των ταλαντούχων ηθοποιών καθηλώνει με την ερμηνευτική δυναμική του. Η απόλαυση του θεατή όσον αφορά τα κωμικά στοιχεία συμπορεύεται με τον τρόπο που οι ίδιοι οι ηθοποιοί απολαμβάνουν το θεατρικό τους βίωμα καθώς διανθίζουν την κάθε λέξη με χειρονομίες, μορφασμούς, διάφορα αυτοσχεδιαστικά σχόλια και αυθόρμητες κινήσεις. Τα γυμνά σώματα των νυχτερινών κολυμβητών παραπέμπουν σχολιαστικά στους περιορισμούς όσον αφορά τη θέαση του γυμνού στις επιδαύριες παραστάσεις, αλλά και στην πολυπόθητη λύτρωση από το φορτίο της κοινωνικής προσποίησης, αυτήν την τόσο κωμική αλλά και τόσο σουρεαλιστική «Νύχτα της Επιδαύρου».

Εν αναμονή της έναρξης της θερινής περιόδου των επιδαυρίων θεαμάτων, η παράσταση του Καραθάνου ίσως να αποτελεί ένα ενδιαφέρον σκηνικό προοίμιο…

H κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας του ΑΠΘ, καθηγήτρια στο τμήμα «Ελληνικός Πολιτισμός» του ΕΑΠ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή