Μάρτιν Εϊμις: «Η πραγματική δράση ξεκινά με τις νεκρολογίες»

Μάρτιν Εϊμις: «Η πραγματική δράση ξεκινά με τις νεκρολογίες»

Αναδρομή στη ζωή και το έργο του σπουδαίου Βρετανού συγγραφέα, που πέθανε την περασμένη Παρασκευή και που δεν έπαψε να σαρκάζει και να αυτοσαρκάζεται. Δύο Ελληνες συγγραφείς τον αποχαιρετούν μέσω της «Κ»

10' 5" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Την άνοιξη του 1983, το έβδομο τεύχος του Granta, του βρετανικού λογοτεχνικού περιοδικού που έχει ενταχθεί στο πάνθεον των επιθεωρήσεων της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας, δημοσιεύει ένα αφιέρωμα με τον τίτλο: «Οι καλύτεροι νέοι Βρετανοί πεζογράφοι». Μεταξύ αυτών, ο Μάρτιν Εϊμις, ο Καζούο Ισιγκούρο, ο Σάλμαν Ρούσντι, ο Γκρέιαμ Σουίφτ, ο Ιαν Μακ Γιούαν, η Πατ Μπάρκερ. Ηταν η τρομερή λογοτεχνική γενιά των ’80s της Βρετανίας, εκείνη που άλλαξε τη λογοτεχνία στον αγγλόφωνο –και πέραν αυτού– κόσμο.

Απέκτησε χιλιάδες φανατικούς θαυμαστές –συγγραφείς, αναγνώστες, κριτικούς– και άλλους τόσους εχθρούς.

Ο Μάρτιν Εϊμις, που πέθανε στο σπίτι του στη Φλόριντα την περασμένη Παρασκευή 19 Μαΐου, στα 74 χρόνια του, από καρκίνο του οισοφάγου, ήταν ένας συγγραφέας-λογοτεχνικό ίνδαλμα για όσους ανακάλυπταν τη λογοτεχνία τη δεκαετία του ’80 – ως γραφιάς και ως προσωπικότητα. Εξάλλου, εδώ και τρεις ημέρες, βρετανικός και αμερικανικός Τύπος τον νεκρολογούν μαζικά. Απέκτησε χιλιάδες φανατικούς θαυμαστές –συγγραφείς, αναγνώστες, κριτικούς– και άλλους τόσους εχθρούς. Εγραψε ένα ευρύ φάσμα βιβλίων, ασχολήθηκε με το μυθιστόρημα, το σενάριο και το δοκίμιο, προκάλεσε και προκλήθηκε, σνόμπαρε και τον σνόμπαραν, σάρκασε, σαρκάστηκε και αυτοσαρκάστηκε, δεν συμβιβάστηκε ποτέ με το συνηθισμένο. Ηταν ο ανατόμος του δυτικού τρόπου ζωής του ύστερου καπιταλισμού και αυτό συνοψίζεται καλύτερα στο μυθιστόρημά του «Το χρήμα» (μτφρ. Φωτεινή Μεγαλούδη, εκδ. Πατάκη, 1999), που ο Guardian το είχε εντάξει στα 100 καλύτερα αγγλόφωνα μυθιστορήματα της ιστορίας και το οποίο σαρκάζει βαθιά τις υπερβολές των Αμερικανών γιάπηδων της μαζικής κουλτούρας της δεκαετίας του ’90. Μάλιστα, όπως έχει γραφτεί, το βιβλίο άλλες φορές διαβάζεται ως σάτιρα των γιάπηδων κι άλλες ως μεγάλο, πυκνογραμμένο πανκ ποίημα.

Παιδική ηλικία γεμάτη ταλαιπωρίες

Μάρτιν Εϊμις: «Η πραγματική δράση ξεκινά με τις νεκρολογίες»-1
©Reuters

Γεννήθηκε το 1949 στην Οξφόρδη, αλλά πέρασε τα πρώτα του χρόνια στο Σουόνσι της Ουαλίας. Ο πατέρας του δεν χρειάζεται επίσης συστάσεις· ο Κίνγκσλεϊ Εϊμις ήταν ένας «ολιστικός» λογοτέχνης, κομμάτι της μεγάλης λογοτεχνικής παράδοσης της Βρετανίας του 20ού αιώνα, όπου το χιούμορ –μαύρο και ανθρωπιστικά ειρωνικό– κατέκλυσε τις λέξεις· η βρετανική σάτιρα είχε βρει στον Κίνγκσλεϊ Εϊμις τον μάστορά της, κάτι από το οποίο, όπως φάνηκε, ο Μάρτιν Εϊμις δεν ξέφυγε, αλλά εξέλιξε, απογείωσε και υπηρέτησε χωρίς υποχωρήσεις.

Το «ασυνήθιστα απρόβλεπτο παιδί» που άλλαξε 13 σχολεία.

Η παιδική του ηλικία ήταν μία διαδοχή ταλαιπωριών. Μετά την Ουαλία, βρέθηκαν οικογενειακώς στο Πρίνστον, στις ΗΠΑ, για έναν χρόνο και αργότερα επέστρεψαν στο Κέιμπριτζ. Οι γονείς του χώρισαν όταν ο ίδιος ήταν 12 ετών. Η μητέρα του, Αν Μπάρντουελ, εκείνος και τα αδέλφια του, Φίλιπ και Σάλι, η οποία πέθανε το 2000, έφυγαν για τη Μαγιόρκα της Ισπανίας, αλλά μόλις για έναν χρόνο. Αναγκάστηκε, επιστρέφοντας στη Βρετανία, να παρακολουθήσει ακόμα ένα από τα 13 σχολεία που συνολικά είχε αλλάξει, με έναν από τους καθηγητές του να τον αποκαλεί «ασυνήθιστα απρόβλεπτο». Μάλιστα, αποβλήθηκε από σχολείο, το Battersea Grammar, επειδή είχε σημειώσει αμέτρητες απουσίες, διότι ήθελε να συμμετάσχει, ως κομπάρσος, σε μία κινηματογραφική ταινία, το «A High Wind in Jamaica» του Alexander Mackendrick, το 1965, με τον Αντονι Κουίν στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Τελικά, ο Μάρτιν Εϊμις, ως ηθοποιός της ταινίας, πεθαίνει πέφτοντας από το μπαλκόνι ενός οίκου ανοχής.

Η επιδραστική μητριά του

Ο δεύτερος γάμος του πατέρα του –που άργησε να εκτιμήσει το έργο του γιου του, με υπόνοιες περί ζήλιας να αιωρούνται– έμελλε να είναι καταλυτικός για τη ζωή του Μάρτιν Εϊμις. Η συγγραφέας Ελίζαμπεθ Τζέιν Χάουαρντ ήταν εκείνη που τον γνώρισε με τη λογοτεχνία, εκείνη που τον ώθησε να επιτύχει στο σχολείο και, τελικά, να κατακτήσει μία θέση στο κολέγιο Εξετερ της Οξφόρδης, απ’ όπου αποφοίτησε από την Αγγλική Φιλολογία με άριστα μετ’ επαίνων, με τους καθηγητές του εντυπωσιασμένους από τα γραπτά και τα δοκίμιά του.

«Μου έδωσε μια λίστα ανάγνωσης και, έπειτα από μία ώρα, πήγα και χτύπησα την πόρτα του γραφείου της και είπα: “Πρέπει να μάθω: παντρεύεται η Ελίζαμπεθ τον Ντάρσι;”», είχε ανακαλέσει κάποτε ο ίδιος μία από τις πρώτες αναγνωστικές εμπειρίες με τη σύζυγο του πατέρα του.

Κριτικές, βιβλία, επιτυχία

Μάρτιν Εϊμις: «Η πραγματική δράση ξεκινά με τις νεκρολογίες»-2
©Shutterstock

Από το 1971 άρχισε να δημοσιεύει κριτικές λογοτεχνίας στον Observer, στο Times Literary Supplement, στον New Statesman. Είναι η δεκαετία που τον φέρνει σε επαφή με τον σπουδαίο Κρίστοφερ Χίτσενς, με τον οποίο παρέμειναν φίλοι μέχρι τον θάνατο του τελευταίου το 2011. Μάλιστα, η φιλία τους είχε περάσει –έλεγαν οι κακές γλώσσες– από αναταραχές, όταν ο Μάρτιν Εϊμις, εξέδωσε τις «Ιδιωτικές συναντήσεις» (μτφρ. Σταύρος Παπασταύρου, εκδ. Μεταίχμιο, 2007), όπου καταγράφει τις δραματικές στιγμές του σοβιετικού σταλινισμού, κάτι που διαβάστηκε ως απάντηση στον στενό του φίλο, που θεωρούσε σταλινικό. Ωστόσο, ο ίδιος είχε πει ότι ποτέ δεν είχε χρειαστεί να τα «ξαναβρεί» με τον Χίτσενς, καθώς είχαν συμφωνήσει ότι διαφωνούν.

Το πρώτο του μυθιστόρημα ήταν το «Rachel Papers» (1973), που του απέφερε το βραβείο «Σόμερσετ Μομ» την επόμενη χρονιά. Το 1975 εξέδωσε το «Dead babies» και έως το τέλος της δεκαετίας του ’70 είχε εκδώσει και το «Success». Τις επόμενες δεκαετίες, και ώς το 2020, ο Μάρτιν Εϊμις δημοσίευσε συνολικά 15 μυθιστορήματα, με τα πιο επιδραστικά μεταξύ αυτών το «Χρήμα», «London Fields», η «Πληροφορία» (μτφρ. Φοίβος Στρατουδάκης, εκδ. Πατάκη, 1998), το «Βέλος του χρόνου» (μτφρ. Γιάννης Σκαρπέλος, εκδ. Νεφέλη, 1995), οι «Ιδιωτικές συναντήσεις» και «Το καλοκαίρι του έρωτα» (μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδ. Μεταίχμιο, 2011), αλλά και το «πολεμικό» δοκίμιο για τη λογοτεχνία και τους συγγραφείς «The War Against Cliché: Essays and Reviews, 1971-2000» και το αυτοβιογραφικό «Experience: A Memoir».

«Η ποίηση της ύπαρξης»

Ο Τζέιμς Γουντ, ένας από τους κορυφαίους κριτικούς και θεωρητικούς της λογοτεχνίας των καιρών μας, αποχαιρετίζοντας τον Μάρτιν Εϊμις στον New Yorker, έγραψε: «Το ύφος του Εϊμις συνδύαζε πολλά από τα κλασικά στοιχεία της αγγλικής λογοτεχνικής κωμωδίας. Ενας ορισμός της λογοτεχνικής αξίας ενός συγγραφέα μπορεί να είναι ο αριθμός των φράσεων ή των εικόνων του που εμφανίζονται απροσδόκητα στο μυαλό μας μες στη μέρα. Για μένα, τα αστεία και οι φράσεις του αποτελούν εδώ και καιρό κομμάτι της χρήσιμης ποίησης της ύπαρξης».

Βαθιά σατιρικός, προκλητικός, στοχαστής, πικραμένος, σκοτεινός και ίσως μισάνθρωπος.

Κομμάτι της χρήσιμης ποίησης της ύπαρξης – ίσως δεν έχει υπάρξει πιο ακριβής περιγραφή για τον Μάρτιν Εϊμις και για τη σχεδόν 50χρονη παρουσία του στη λογοτεχνία. Βαθιά σατιρικός Βρετανός συγγραφέας –δεν υπάρχει γραμμή του έργου του που να μη σαρκάζει ανηλεώς εαυτόν και αλλήλους–, προκλητικός –έχει κατηγορηθεί για ισλαμοφοβία το 2006 όταν είχε δηλώσει στους λονδρέζικους Times, μιλώντας για την 11η Σεπτεμβρίου, ότι οι μουσουλμάνοι πρέπει να «υποφέρουν μέχρι να συμμαζευτούν»–, στοχαστής –με αποσπάσματα του έργου του να επανέρχονται, όπως λέει ο Τζέιμς Γουντ–, πικραμένος –θέλοντας να μη συγκρίνεται ποτέ με τον πατέρα του, κάτι που φαίνεται στο «Experience: A Memoir»–, σκοτεινός – το βρετανικό φλέγμα αποκάλυπτε σε κάθε βιβλίο του τη μάχη που έδινε με το ανθρώπινο είδος· εξάλλου, έχει κατηγορηθεί πολλάκις για μισανθρωπία. Ο Μάρτιν Εϊμις, όπως γράφουν οι Times του Λονδίνου, θα προτιμούσε να περιγράφεται ως απογοητευμένος και καταθλιπτικός από στοιχεία της κοινωνίας· έβλεπε την ομορφιά και την αρετή να παραμονεύουν μαζί στις σκιές.

Φιλοσοφία της γραφής και επιρροές

Ο ίδιος, σε μια συνέντευξη στο Paris Review το 1998, περιέγραψε τη φιλοσοφία του για τη συγγραφή, όπου διακρίνεται έτι μία φορά η προτίμησή του για τη γλώσσα παρά για τη θεματολογία: «Η πλοκή έχει πραγματικά σημασία μόνο στα θρίλερ. Στο mainstream γράψιμο η πλοκή είναι… τι είναι; Ενας γάντζος. Ο αναγνώστης θα αναρωτηθεί πώς εξελίσσονται τα πράγματα. Από αυτή την άποψη, το “Χρήμα” ήταν ένα βιβλίο πολύ πιο δύσκολο να γραφτεί απ’ ό,τι το “London Fields” γιατί είναι ουσιαστικά ένα μυθιστόρημα χωρίς πλοκή. Είναι αυτό που θα έλεγα φωνητικό μυθιστόρημα. Εάν η φωνή δεν λειτουργεί, το χάσατε…».

Οπως έγραψε ο New Yorker, από τον πατέρα του κληρονόμησε την κωμωδία· από τον Ναμπόκοφ, την υψηλή πνευματικότητα και την άποψη ότι ήταν λιγότερο σημαντικό για τους αναγνώστες να βλέπουν τον εαυτό τους στους χαρακτήρες παρά να ταυτίζονται με τον συγγραφέα την ώρα που παλεύει να γράψει το έργο του· από τον Σολ Μπέλοου, την ευλάβεια για το ύφος. Ο συνδυασμός αυτών των στοιχείων δημιούργησε μια λογοτεχνική φωνή που ήταν ταυτόχρονα μοναδική και άμεσα αναγνωρίσιμη. Μόνο ο Μάρτιν ακουγόταν σαν τον Μάρτιν Εϊμις και δεν ήταν συνετό για κανέναν να προσπαθήσει να τον μιμηθεί.

Μάρτιν Εϊμις: «Η πραγματική δράση ξεκινά με τις νεκρολογίες»-3
Το περίφημο τσιγάρο… ©Xavier Bertral/EPA

Η συγγραφική αφοσίωσή του και τα ινδάλματά του («Inside story», όπου αναφέρεται στους Κίνγκσλεϊ Εϊμις, Φίλιπ Λάρκιν, Σολ Μπέλοου και Αϊρις Μέρντοκ και το οποίο βαθιά ειρωνικά έχει ο ίδιος αποκαλέσει «αυτάρεσκο μυθιστόρημα, γεμάτο βαυκαλισμό»)· η διαρκής ανατομία της ύπαρξης με αδηφάγο εξυπνάδα («Το Χρήμα)», η σκοτεινή παρατήρηση της ζωής («The Rachel Papers»)· η –τρυφερή– γελοιότητα των ανθρώπων και η ​​βιρτουόζικη απεικόνιση μιας άγριας και λάγνας κοινωνίας («London Fields»), όπως έχουν γράψει οι New York Times· ο εμμονικός πειραματισμός του («Το βέλος του χρόνου»)· το συγγραφικό angst της μέσης ηλικίας («Η πληροφορία»)· η σάτιρα της ίδιας του της ζωής και του πατέρα του («Experience: A memoir»)· οι ανυποχώρητες πεποιθήσεις του («The War Against Cliché: Essays and Reviews, 1971-2000») και το τσιγάρο – όλα αυτά ήταν ο Μάρτιν Εϊμις (ίσως πάνω απ’ όλα το… τσιγάρο).

Δύο Ελληνες συγγραφείς θυμούνται…

Η «Κ» συνομίλησε με δύο Ελληνες συγγραφείς, τον Θεόδωρο Γρηγοριάδη και την Αργυρώ Μαντόγλου, οι οποίοι θεωρούνται στη χώρα μας ειδικοί της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας και, με τον δικό του τρόπο ο καθένας, βαθείς αναγνώστες του Μάρτιν Εϊμις, που άλλοτε είχε πει εξομολογητικά: «Υπάρχει πολύς πόνος κατά τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος. Αν έγραφα ένα μυθιστόρημα δίχως αυτό τον πόνο, θα ήμουν πολύ καχύποπτος».

Θεόδωρος Γρηγοριάδης

«Είναι 1983 και είμαι νεοδιόριστος καθηγητής Αγγλικής Φιλολογίας στα απομακρυσμένα χωριά του Εβρου. Ανακαλύπτω, από ένα γύρισμα της τύχης, το περιοδικό Granta, που έμελλε να καταστεί ο σημαντικότερος οδηγός της σύγχρονης αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας. Το 7ο τεύχος του περιοδικού είναι αφιερωμένο στους σύγχρονους νέους Βρετανούς μυθιστοριογράφους. Εκεί μέσα υπήρχαν ονόματα που δεν γνώριζα ώς τότε: Καζούο Ισιγκούρο, Μάρτιν Εϊμις, Τζούλιαν Μπαρνς, Ουίλιαμ Μπόιντ, Πατ Μπάρκερ, Σαλμάν Ρούσντι, Γκρέιαμ Σουίφτ. Ολη εκείνη η λογοτεχνική “παρέα” έκτοτε με συνόδευσε σε όλα μου τα διαβάσματα, τις παραδόσεις σεμιναρίων αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας, τη δημοσίευση κριτικών αναγνώσεων. Τον παρακολουθούσα για χρόνια. Σε κάποια φάση της αναγνωστικής μου ζωής τον έχασα. Ισως φταίει που από ένα σημείο και μετά –ειδικά από το “Τελευταίο καλοκαίρι του έρωτα”– δεν έβρισκα το ίδιο συναρπαστικά τα βιβλία του με το ξεκίνημα της πορείας του, ενώ και ο ίδιος έμοιαζε να θέλει να απομακρυνθεί από τους ανθρώπους. Κουβαλούσε πάντα κάτι από τον πατέρα του, ιδίως τις σαρκαστικές όψεις του έργου του. Ο Μάρτιν Εϊμις ανήκε στη χορεία των συγγραφέων, ωστόσο, που δεν με απογοήτευσαν ποτέ, όπως ήταν εκείνη η ομάδα του Granta το 1983».

Μάρτιν Εϊμις: «Η πραγματική δράση ξεκινά με τις νεκρολογίες»-4
Grants, τ. 7, άνοιξη 1983. (Εικονογράφηση Michael Kirki/Καθημερινή)

Αργυρώ Μαντόγλου

«Μέσα της δεκαετίας του 2000 και έχω πάει σε ένα σπιτικό πάρτι ηθοποιών στο Κεντρικό Λονδίνο, που έχει διοργανώσει μία φίλη μου. Ο,τι έχει απαγορευτεί το κάπνισμα σε εσωτερικούς χώρους και αναγκάζομαι να βγω στον δρόμο για τσιγάρο. Εκεί, λοιπόν, βρίσκω τον Μάρτιν Εϊμις, που εννοείται ότι είχε βγει να καπνίσει. Εξάλλου, το κάπνισμα ήταν κάτι με το οποίο προκαλούσε διαρκώς τους γύρω του. Για μας που ζήσαμε τα ’80s και τα ’90s σπουδάζοντας φιλολογία και δουλεύοντας στη Βρετανία, ο Μάρτιν Εϊμις –μαζί με τον Ντέιβιντ Μπόουι– ήταν κάτι σαν ίνδαλμα· μεγαλώναμε διαβάζοντας το “London Fields” και το “Το βέλος του χρόνου”. Συζητήσαμε όσο κρατάει ένα τσιγάρο· αρκούσε για να αντιληφθείς το χιούμορ του, την τρομερή του γοητεία και την ιδιαίτερη ευφυΐα του, που δεν σήκωνε κουβέντες όπως “θαυμάζω το έργο σας” – ποτέ δεν του άρεσαν αυτά. Ο Μάρτιν Εϊμις ήταν ένας δύσκολος, διανοούμενος και στοχαστικός συγγραφέας· ήταν πειραματικός, κάθε βιβλίο του ήταν κάτι άλλο. Και βαθιά εγκεφαλικός – ίσως γι’ αυτό δεν είχε ιδιαίτερη αναγνωστική διείσδυση στην Ελλάδα. Ηταν ένας ελίτ ροκάς, ας το πούμε έτσι, της ζωής, έπειτα από την τόσο δύσκολη παιδική ηλικία· δεν ήταν, ας πούμε, σαν τον πιο “προσβάσιμο” Ιαν Μακ Γιούαν. Το έχω ξαναπεί: από μία ηλικία και μετά, θέλω να περιοριστώ σε ελάχιστους συγγραφείς, στους αληθινά σπουδαίους. Ενας από αυτούς είναι ο Μάρτιν Εϊμις».

Ειρωνεία ώς το τέλος…

Στο τελευταίο του, πάντως, μυθιστόρημα, «Inside story» (2020), ο Μάρτιν Εϊμις, «ο ωραίος κακός τύπος της αγγλικής λογοτεχνίας του ύστερου 20ού αιώνα», κατά τους ΝΥΤ, είχε γράψει: «Θα με διαβάζεις κάθε τόσο τουλάχιστον μέχρι το 2080 περίπου, καιρού επιτρέποντος. Κι όταν φύγεις, ίσως τελειώσει και η μεταθανάτια ζωή μου, η μεταθανάτια ζωή των λέξεών μου».

Αλλωστε, ο ίδιος, που πολλάκις ασχολήθηκε με την έννοια της θνητότητας, γνώριζε ότι η αναγνωρισιμότητα εν ζωή είναι showbiz· «η πραγματική δράση ξεκινά με τις νεκρολογίες…».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή