Ο Γιώργος Μαυροψαρίδης μας τον σύστησε ως «άνθρωπο της Αναγέννησης»: μοντέρ, μουσικό, σκηνοθέτη, συγγραφέα, φιλόσοφο και πολλά άλλα. Οχι ότι ο Γουόλτερ Μερτς, που συζήτησε μαζί του στο (κατάμεστο) «Αστορ» το απόγευμα της Τετάρτης στο πλαίσιο του Rolex Arts Festival, χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Μιλούν για εκείνον οι εννέα υποψηφιότητες και τα τρία βραβεία Οσκαρ, κυρίως όμως η καταλυτική συμμετοχή του σε μερικές από τις σπουδαιότερες ταινίες της Ιστορίας· στην τριλογία του «Νονού», στο «Αποκάλυψη τώρα!», στον «Αγγλο ασθενή». Για τον τελευταίο πέτυχε και ένα μοναδικό «νταμπλ» κερδίζοντας χρυσά αγαλματίδια για το μοντάζ τόσο της εικόνας όσο και του ήχου.
Ο τρόπος άλλωστε που ο Μαυροψαρίδης, καταξιωμένος μοντέρ και ο ίδιος («Κυνόδοντας», «Αστακός», «Η Ευνοούμενη»), απευθυνόταν στον συνομιλητή του ήταν ενδεικτικός όχι μόνο εκτίμησης αλλά και θαυμασμού. «Ο Γουόλτερ έχει κάνει μοντάζ κυριολεκτικά με κάθε μέσο της ιστορίας του σινεμά, από τη μουβιόλα μέχρι τις πιο εξελιγμένες σύγχρονες πλατφόρμες», ανέφερε χαρακτηριστικά πριν τον προσκαλέσει να ορίσει την τέχνη του. «Αρχικά μου αρέσει ότι στα ελληνικά η λέξη “τέχνη” αναφέρεται και στα τεχνικά επαγγέλματα (“craft”). Από καλλιτεχνική άποψη το μοντάζ είναι ένας παράξενος συνδυασμός ανάμεσα στη διεύθυνση ορχήστρας, τη μαγειρική και το… χειρουργείο, με τον ρυθμό να έχει κυρίαρχο ρόλο σε όλα αυτά», απάντησε εκείνος, συμπληρώνοντας ότι δουλεύει πάντα όρθιος «γιατί κάνει καλό στην υγεία».
Πράγματι, παρά τα 80 χρόνια του μοιάζει να είναι σε εξαιρετική φόρμα, σχεδόν όπως πριν από έξι δεκαετίες όταν πέρασε για πρώτη φορά από την Ελλάδα στο τέλος ενός μεγάλου ταξιδιού με μοτοσικλέτα. Ολα αυτά τα χρόνια μεσολάβησαν σπουδαία επιτεύγματα. Το 1973 έπεισε τον χειμαρρώδη Τζορτζ Λούκας να κρατήσει κάποιες από τις μουσικές του «American Graffiti» κάτω από τον διάλογο, δημιουργώντας έτσι για πρώτη φορά το ηχητικό αντίστοιχο του φωτογραφικού φόντου. Μερικά χρόνια αργότερα έγινε ο πρώτος καλλιτέχνης που αναφέρθηκε ως «σχεδιαστής ήχου» («sound designer»), αφού σχεδίασε ολόκληρη την ηχητική αρχιτεκτονική του «Αποκάλυψη τώρα!», συμπεριλαμβανομένων και των σημείων από τα οποία εκείνη φθάνει στον θεατή.
Οι πιο πολλές ιστορίες που αφηγείται όμως προέρχονται από τον «Νονό». Το 1971 ο Φράνσις Φορντ Κόπολα και η υπόλοιπη παρέα των (μετά βίας) τριαντάρηδων δημιούργησαν ένα από τα κορυφαία φιλμ όλων των εποχών. Στην εμβληματική σκηνή ωστόσο όπου ο Μάικλ Κορλεόνε (Αλ Πατσίνο) εκτελεί τους Σολόζο και Μακλάσκι στο εστιατόριο, είχε αποφασιστεί να μη χρησιμοποιηθεί καθόλου μουσική –για να ενταθεί η σημασία της– κι αυτό δημιουργούσε προβλήματα χασμωδίας. Τότε ο Μερτς, ο οποίος είχε μεγαλώσει κοντά στη συγκεκριμένη περιοχή του Μπρονξ, είχε την ιδέα να προστεθεί στη σκηνή ο περιστασιακός ήχος του εναέριου σιδηροδρόμου. Το στρίγκλισμα και οι κρότοι μάλιστα του τρένου συγχρονίστηκαν με τους πυροβολισμούς, δημιουργώντας ένα εφέ που κάνει το σύνολο ακόμη πιο δραματικό και φυσικά αξέχαστο.