Ηταν το πρωί της 2ας Αυγούστου όταν ο Ελληνας πρέσβης στο Σεράγεβο, Δημήτρης Παπανδρέου, με το που μπήκε στο γραφείο του και άνοιξε την τρέχουσα αλληλογραφία έπεσε το μάτι του σε ένα γράμμα που απευθυνόταν στον ίδιο και είχε ως αποστολέα κάποιον, άγνωστό του, ονόματι Αφάν Χουσεΐνσπαχιτς.
Με βαριά καρδιά, καθώς είχε παρακολουθήσει όλη τη νύχτα στην τηλεόραση τα ελληνικά δάση πίσω στην πατρίδα να καίγονται, με επίκεντρο τη Ρόδο, άνοιξε τον φάκελο και διάβασε το χειρόγραφο περιεχόμενο: «Αγαπητέ πρέσβη της Ελληνικής Δημοκρατίας στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, ονομάζομαι Αφάν Χουσεΐνσπαχιτς και κατάγομαι από τη Ζένιτσα, στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, και είμαι δώδεκα χρόνων», έγραφε και συνέχιζε: «Ολοκλήρωσα με άριστα την έκτη δημοτικού στο δημοτικό σχολείο Μούσα Τσαζίμ Κάτιτς (σ.σ. Βόσνιος ποιητής της Αναγέννησης), στην Μπλατούσα της Ζένιτσα. Στο σχολείο μού αρέσουν περισσότερο τα μαθήματα ισλαμικής θρησκείας, η ιστορία, η γεωγραφία και η βιολογία.
»Οταν μεγαλώσω θα ήθελα να ασχοληθώ με όλα αυτά και σε ό,τι αφορά την Ιστορία σκέφτομαι να μελετήσω κυρίως την ελληνική και αιγυπτιακή ιστορία, που αποτελούν τις πιο δυνατές και μυστηριώδεις ιστορικές περιοχές. Περισσότερο από όλα θα ήθελα να εξερευνήσω την Ακρόπολη της Αθήνας, όπως επίσης και το νησί της Σαντορίνης, το οποίο συμπεριέλαβα στην παρουσίαση της εργασίας μου για τα “42 πιο όμορφα μέρη στον πλανήτη Γη”.
»Σας γράφω αυτή την επιστολή επειδή θα ήθελα να σας πω ότι λυπάμαι πάαααρα πολύ που οι φωτιές που ξέσπασαν κατέκαψαν τόσο όμορφα νησιά, όπως η Ρόδος, η Κέρκυρα και η Κρήτη, ή ακόμη και τη διάσημη Αρχαία Ολυμπία. Ομως ελπίζω ότι όλο αυτό θα τελειώσει, Θεού θέλοντος».
Ο Ελληνας πρέσβης συγκινήθηκε και έσπευσε στη Ζένιτσα, 40 χιλιόμετρα βορείως του Σεράγεβο, για να τον συναντήσει. «Ο μικρός ήρθε με τους γονείς του – ο πατέρας υπάλληλος του υπουργείου Δικαιοσύνης, η μάνα οικιακά. Δυο γονείς μέσης μόρφωσης και εισοδήματος, με ένα παιδί το οποίο σε αυτή την ηλικία έχει ενδιαφέρον για τις εξελίξεις που συμβαίνουν γύρω μας», αφηγείται στην «Κ» ο κ. Παπανδρέου.
«Αγαπάει τους αρχαίους πολιτισμούς, με προσήλωση και ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως μου είπε, για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη – αυτά από ένα δωδεκάχρονο παιδί, ξένο. Τον ρώτησα πώς έμαθε για τις φωτιές στην Ελλάδα και αν παρακολουθεί τις διεθνείς ειδήσεις. “Ναι, τα παρακολουθώ”, μου είπε, “και είδα πως κινδύνευαν αρχαιολογικοί χώροι στην Ελλάδα, στη Ρόδο, και με συγκίνησε. Γι’ αυτό πήρα την απόφαση και σας έγραψα μια επιστολή και να εκφράσω με αυτόν τον τρόπο την αλληλεγγύη και την αγάπη μου στην Ελλάδα”, μου απάντησε. Να τα ακούς αυτά από ένα δωδεκάχρονο, δυσκολεύεσαι και να βρεις τις δικές σου απαντήσεις».
«Αγαπάει τους αρχαίους πολιτισμούς, με προσήλωση και ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως μου είπε, για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη – αυτά από ένα δωδεκάχρονο παιδί, ξένο».
Οσο διάστημα ο μικρός συζητούσε με τον Ελληνα διπλωμάτη «οι γονείς του παρακολουθούσαν σιωπηλοί τη συζήτηση. Ο πατέρας του έδειχνε ένας χαμηλών τόνων άνθρωπος και γενικά είδα δυο γονείς, πολύ θετικούς ανθρώπους, δίχως καμία διάθεση προβολής του παιδιού τους, να εκμεταλλευτούν δηλαδή το γεγονός ότι ήρθε και το συνάντησε ο Ελληνας πρέσβης. Οπως μου εξήγησαν, το γράμμα ήταν μια πρωτοβουλία αποκλειστικά και μόνο του μικρού».
Ο πρέσβης έδωσε στον μικρό κάποια δώρα (ελληνικές σημαιούλες, ένα ημερολόγιο της Ελληνικής Επανάστασης, μια κούπα με την Αγία Λαύρα) και κάπου εκεί η όμορφη αυτή ιστορία έλαβε τέλος – σε πρώτη φάση τουλάχιστον.
Ηταν εκ πρώτης όψεως μια συμβολικού χαρακτήρα και με διπλωματικό τακτ συνάντηση του εκπροσώπου του ελληνικού κράτους μ’ έναν μικρό Βόσνιο.
Ο Αφάν εξομολογήθηκε στον κ. Παπανδρέου ότι το όνειρό του είναι να γίνει δημοσιογράφος. Το βέβαιο είναι ότι η αγάπη του για την Ελλάδα «φύτρωσε» νωρίς στην ψυχή του, μένει να φανεί αν αυτή θα φουντώσει.
Θα έχει άραγε συνέχεια η τρυφερή γνωριμία του μικρού Αφάν με την Ελλάδα; Δεν είναι βέβαιο, ή μάλλον επαφίεται στον νέο διπλωματικό εκπρόσωπο της χώρας να τον φέρει πιο κοντά με τη χώρα της οποίας έδειξε να θαυμάζει τον πολιτισμό και τις ομορφιές.
Τρόποι υπάρχουν, καθώς ήδη στη Βοσνία με πρωτοβουλία του απερχόμενου πρέσβη έχουν συγκροτηθεί και λειτουργούν, σε συνεργασία με το Ιδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού, «ελληνικές γωνιές», όπου νέοι κυρίως, όλων των εθνοτήτων, έχουν τη δυνατότητα μαθημάτων της ελληνικής γλώσσας, συμμετέχουν σε εκδηλώσεις, ενώ το περασμένο καλοκαίρι παιδάκια από τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη φιλοξενήθηκαν σε κατασκηνώσεις στην Ελλάδα.
Το άρωμα του ελληνικού πολιτισμού στα Βαλκάνια
Μέσα από το γράμμα του δωδεκάχρονου Βόσνιου μαθητή αναδεύεται η αύρα μιας αέναης γοητείας του ελληνικού πολιτισμού που εξακολουθεί αιώνες τώρα να διαχέεται στους βαλκανικούς πληθυσμούς, από τα Καρπάθια έως την Αδριατική και από τη Βουδαπέστη και το Βελιγράδι μέχρι τα Σκόπια, τα Τίρανα και τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Τα ελληνικά γράμματα, η γλώσσα, οι τέχνες, η ποίηση, η μουσική, τα έργα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων εξακολουθούν να έχουν ισχυρούς δεσμούς με τις πίσω από τα σημερινά σύνορα κοινωνίες που ιστορικά συγκροτούσαν την προς βορράν πολιτισμική Magna Grecia.
Είναι αλήθεια πως η Ελλάδα, με την κατάρρευση κατά τη δεκαετία του ’90 των κλειστών αυταρχικών μοντέλων και το άνοιγμα των συνόρων, δεν επένδυσε στο προαιώνιο πνευματικό και πολιτιστικό της απόθεμα στις εκεί κοινωνίες. Επέλεξε το επιχειρείν και την εμπλοκή σε επιζήμιες, σε κάποιες περιπτώσεις, συμμαχίες γύρω από εθνοτικές διενέξεις, δεν φρόντισε να ποτίσει ώστε να ξαναζωντανέψει και να ανθίσει και πάλι το «δέντρο» του ελληνικού πολιτισμού. Τουλάχιστον δεν το έκανε συντεταγμένα, και ό,τι επιχειρήθηκε να χτιστεί κυρίως μέσω του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού, που πάσχιζε να κάνει κάτι με τις λιγοστές δυνατότητές του, υποχώρησε, αν δεν κατέρρευσε, με την οικονομική κρίση.
Ακόμη και σήμερα που όλοι μιλούν για το comeback της Ελλάδας στα Βαλκάνια, τα οποία αρχίζουν να αισθάνονται τις δονήσεις των κυοφορούμενων γεωπολιτικών μεταβολών στην ευρύτερη περιοχή, λίγα πράγματα εξακολουθούν να επενδύονται στο διπλωματικό «εργαλείο» του πολιτισμού.
Παρά ταύτα, διάσπαρτες εστίες του, προσωπικότητες με ισχυρό φιλελληνικό προφίλ (Ελενα Λαζάρ στο Βουκουρέστι, Στόινα Πορομάσκα στη Βουλγαρία κ.ά.), λάτρεις των ελληνικών γραμμάτων, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, κτίρια απαράμιλλου αρχιτεκτονικού κάλλους ξακουστών Ελλήνων εμπόρων και διανοουμένων που δόξασαν τις τέχνες και τα γράμματα αλλά και το εμπόριο στις όχθες του Δούναβη, του Σάβα, του Βόλγα και του Δνείπερου παραπάνω, στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας και της Αδριατικής, καταγράφονται παντού στη βαλκανική ενδοχώρα μας. Παραμένουν ως ισχυρά και ανεκμετάλλευτα αποτυπώματα της ανά τους αιώνες ελληνικής παρουσίας, η οποία λειτούργησε εν πολλοίς ως μήτρα της ευρωπαϊκής παρακαταθήκης στην κουλτούρα των λαών της Βαλκανικής. Χρειάζεται, ωστόσο, συντονισμός και στρατηγική και για έναν επιπλέον λόγο. Ο τροχός της Ιστορίας γυρίζει και στη γειτονιά μας και η Ελλάδα οφείλει να έχει όλα τα «όπλα» της στο τραπέζι, ένα από τα οποία, πολύ ισχυρό, είναι (και) η διαχρονική πνευματική – πολιτιστική παρουσία της στη βαλκανική της ενδοχώρα, την οποία οφείλει να εργαλειοποιήσει διπλωματικά. Για να μπορεί να νομιμοποιείται στη διεκδίκηση με αξιώσεις λόγου και ρόλου σε ενδεχόμενες μελλοντικές μεταβολές και ανακατατάξεις. Με απλά λόγια, για να μπορεί να υποστηρίξει ότι «εγώ ήμουν πάντα εδώ και έχω βαθιές ρίζες στις κοινωνίες».
«Το άρωμα του ελληνικού πολιτισμού πέφτει βαρύ στα Βαλκάνια», τονίζει ο πρέσβης κ. Παπανδρέου, ένας από τους διπλωμάτες μας που το βιώνουν επί του πεδίου. «Ανοίγει πόρτες, είναι ιός που διεισδύει παντού και “μολύνει” με υγιή κύτταρα το περιβάλλον. Η δύναμη της Ελλάδος είναι αυτή. Αν την αξιοποιούσαμε παραπάνω, θα είχαμε κάνει θαύματα».
Ο μικρός Αφάν ήρθε να μας το υπενθυμίσει με το υπέροχο γράμμα του.