Δύο εξαιρετικοί νέοι δίσκοι με τίτλους «Baritenor» και «Contra-tenor» ανοίγουν μια ξεχασμένη συζήτηση. Ο Αμερικανός Μάικλ Σπάιρς, ένας από τους διασημότερους τενόρους της εποχής, ερμηνεύει κάθε λογής ρόλους για ανδρική φωνή, ξεκινώντας από απίστευτα δεξιοτεχνική μουσική της μπαρόκ περιόδου, περνώντας στον ιταλικό ρομαντισμό και φθάνοντας έως τον Βάγκνερ, τον μουσικό ρεαλισμό και έργα του 20ού αιώνα. Παρακάμπτοντας τη συνήθη κατηγοριοποίηση των φωνών ερμηνεύει μουσική που παραδοσιακά αποδίδεται από τενόρους, όπως επίσης ρόλους για βαρύτονους, δηλαδή την αμέσως χαμηλότερη φωνή.
Περίπου είκοσι χρόνια αναρωτιόταν εάν ο ίδιος ήταν τενόρος ή βαρύτονος. Ομοίως, αρκετοί συνάδελφοί του δυσκολεύονται να ενταχθούν σε μία από αυτές τις φωνητικές κατηγορίες και στις ακόμη πιο εξειδικευμένες υποκατηγορίες τους. Κάποια στιγμή σε αυτή τη μακρόχρονη διαδρομή ο Σπάιρς κατάλαβε ότι μπορούσε να είναι αυτό που ο ίδιος επιθυμούσε, αρκεί να μάθαινε καλά την τεχνική και να είχε το θάρρος να κάνει αυτό που αισθανόταν καλό για τη δική του φωνή. Θεωρεί πως ένας τραγουδιστής μπορεί να δίνει στη φωνή του κάθε φορά το κατάλληλο ηχόχρωμα και το ταιριαστό βάρος, ώστε να ερμηνεύσει ρόλους που παραδοσιακά αποδίδονται από διαφορετικούς τύπους φωνών.
Στο ερώτημα τενόρος ή βαρύτονος απαντάει «βαρυτενόρος» και το αποδεικνύει.
Κάνοντας τη σχετική έρευνα ανακάλυψε ότι ο ίδιος δεν ήταν κάτι ξεχωριστό. Στο παρελθόν πολλοί συνάδελφοί του έκαναν το ίδιο. Ιταλοί και Γάλλοι τους αποκαλούσαν βαρυτενόρους. Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα αυτός o όρος απλώς ξεχάστηκε, καθώς σταδιακά επικράτησε η ολοένα μεγαλύτερη εξειδίκευση. Ετσι, φωνές με ευρύ φάσμα δυνατοτήτων σαν τη δική του βγήκαν τελείως από το κάδρο. Ομως, όπως σημειώνει ο Σπάιρς, σχετικά λίγοι είναι οι τραγουδιστές που έχουν από τη φύση τους ξεκάθαρα ψηλή τοποθέτηση φωνής τενόρου ή με την ίδια σαφήνεια χαμηλή φωνή βαθύφωνου. Οι περισσότερες ανδρικές φωνές κυμαίνονται ανάμεσα στα δύο άκρα και δεν υπάρχει λόγος να τις ορίσει κανείς με σχολαστική ακρίβεια.
Διάσημος για την εντυπωσιακή άνεση στην ψηλή περιοχή της φωνής του, ο Αμερικανός τενόρος δηλώνει ότι την απέκτησε με πολύ κόπο. Οι δύο δίσκοι μαρτυρούν έναν τραγουδιστή ο οποίος χειρίζεται με ευκολία και τέχνη όλες τις περιοχές της φωνής και βρίσκει το κατάλληλο ηχόχρωμα και φωνητικό βάρος για κάθε ρόλο. Ακόμη πιο σημαντικό: είναι εξοικειωμένος με το ύφος της μουσικής κάθε περιόδου, κάθε «σχολής», κάθε συνθέτη. Εχοντας την αίσθηση της μουσικής μπορεί να εμβαθύνει στην ψυχολογία των χαρακτήρων και να είναι εξίσου πειστικός ως «λυρικός βαρύτονος» Αμλετ στην ομώνυμη όπερα του Τομά, ως «βαγκνέριος τενόρος» Λόενγκριν, ως «δραματικός βαρύτονος» Τόνιο στους «Παλιάτσους» του Λεονκαβάλο, ως ενθουσιώδης «ελαφρύς λυρικός τενόρος» Τόνιο στην «Κόρη του συντάγματος» του Ντονιτσέτι ή ως άκρως «δεξιοτεχνικός τενόρος» Αντίγονος στην ομότιτλη όπερα του Μαντσόνι. Κυνηγώντας με πάθος και σοβαρότητα το όνειρό του, ο Σπάιρς αποδεικνύει ότι ο καθένας μπορεί να είναι αυτό που επιθυμεί, πέρα από ταμπέλες. Κι ελπίζει το παράδειγμά του να αφυπνίσει και άλλους συναδέλφους του να τολμήσουν ανάλογα βήματα.