«Τι σημαίνει “Από την οπτική του Ναι”;» ρωτάω τον ζωγράφο Αλέξανδρο Γεωργίου, αναφερόμενη στον τίτλο της ατομικής του έκθεσης που φιλοξενείται στην αίθουσα τέχνης Ρεβέκκα Καμχή στο Μεταξουργείο.
«Η έκθεση έχει σχέση με την κατάφαση», απαντάει. «Είναι η στιγμή που δεχόμαστε το άγνωστο και την περιπέτεια που ξεκινάει. Η ιδέα της μετατροπής της γκαλερί σε εργαστήριο ήταν της Ρεβέκκας, και τη δέχτηκα παρότι δεν ήξερα πού θα με βγάλει. Ομως δουλεύοντας τα έργα με την παρουσία του κοινού ήταν σαν να έκανα ένα ταξίδι στη δημιουργία».
Συζητάμε χαλαρά την ώρα που εκείνος ζωγραφίζει το πορτρέτο μου σε χαρτί χρησιμοποιώντας μαρκαδόρους, ξυλομπογιές, λαδοπαστέλ και blanco. Γύρω μας, στους τοίχους πολλά πρόσωπα μας κοιτούν –άντρες και γυναίκες, νεαροί, παιδιά και ηλικιωμένοι– μια πινακοθήκη που μεγαλώνει μέρα με τη μέρα χάρη στη ζωντανή ανθρώπινη επαφή με τον καλλιτέχνη.
Ετσι η μοναχική δημιουργία γίνεται διαδραστική και οι επισκέπτες μετατρέπονται σε συνεργάτες. Οπως συμβαίνει και στους οκτώ μεγάλους καμβάδες που περιέχει η έκθεση του «Ναι», έτσι και στα σχέδια των πορτρέτων ο καλλιτέχνης παίρνει υλικό από τη συζήτηση, το επεξεργάζεται με φαντασία και σε συνδυασμό με τη μαγεία της στιγμής δημιουργεί απολύτως απρόβλεπτες εικόνες. Τα πρόσωπα μετατρέπονται σε αινιγματικά πλάσματα, άλλοτε ανθρωπόμορφα κι άλλοτε όχι, που κατοικούν έναν δικό τους κόσμο.
Ενώ η μορφή μου αρχίζει σιγά σιγά να σχηματίζεται στο χαρτί, και διάφορα καμπυλόγραμμα σχήματα μπαίνουν μέσα στο ζωγραφισμένο πρόσωπο ή περιστρέφονται γύρω του σαν χρωματιστά πλοκάμια, η συζήτηση επιστρέφει στην έκθεση.
Η φαντασία είναι το σημαντικότερο «εργαλείο» μου, απογυμνωμένη από τις επιταγές μιας πολιτικής συνείδησης. Ξέρω πως η δουλειά μου δεν θα λύσει τα προβλήματα του πλανήτη.
Τα έργα αποτελούν μια συνέχεια της προσωπικής αναζήτησης του Γεωργίου γύρω από τα βασικά υπαρξιακά ερωτήματα. «Το ασυνείδητο δημιουργεί, και το αποτέλεσμα είναι ένα είδος “πλαστικής” της σκέψης», λέει. «Ολοι οι πίνακες θέλουν κάτι να πουν, αλλά δουλεύοντας ενστικτωδώς περιμένω να μου το αποκαλύψουν αφού ολοκληρωθούν. Τα έργα ξεφεύγουν από το πλαίσιο της “νεο-στρατευμένης” τέχνης – αν μπορώ να χρησιμοποιήσω τον όρο. Η φαντασία είναι το σημαντικότερο “εργαλείο” μου, απογυμνωμένη από τις επιταγές μιας πολιτικής συνείδησης. Ξέρω πως η δουλειά μου δεν θα λύσει τα προβλήματα του πλανήτη, αλλά νομίζω ότι έχει την αξία μιας κουβέντας ανάμεσα σε δύο φίλους».
Μολονότι οι πίνακες που παρουσιάζονται στην γκαλερί είναι λάδια σε καμβά, το αποτέλεσμα μοιάζει με ακουαρέλα. Τα τελάρα έχουν κάτι από την ύλη των ονείρων και τα μικρά σκίτσα των μορφών δεν εικονογραφούν ιδέες ακολουθώντας το ένστικτο του καλλιτέχνη που υπερβαίνει τη λογική. Η ανάγνωση κάθε σύνθεσης εξαρτάται απολύτως από τη ματιά του θεατή, από τις προβολές που κάνει η ψυχή του σε αυτά τα ρευστά σχήματα.
Ο Γεωργίου είναι κυρίως γνωστός για τα ταξιδιωτικά του έργα στο Ιράν και στην Ινδία, όπου γνωστοί και άγνωστοι παραλήπτες λάμβαναν μέσω του ταχυδρομείου αυτά που έφτιαχνε ταξιδεύοντας: κυρίως χειροποίητες κάρτες και επιζωγραφισμένες ασπρόμαυρες φωτοτυπίες φωτογραφιών που τραβούσε. «Εκείνη την περίοδο ο δρόμος είχε γίνει το εργαστήριό μου», διηγείται ο ίδιος και θυμάται ένα ταξίδι από το Βαρανάσι της Ινδίας στο Οκλαντ της Νέας Ζηλανδίας μέσω Μπανγκλαντές, Ταϊλάνδης, Ινδονησίας και Αυστραλίας.
Από τη γέννηση του γιου του το 2017, τα ταξιδιωτικά έργα έδωσαν τη θέση τους στη ζωγραφική, μία συνέχεια της «τριβής» του με το μέσο τα πρώτα χρόνια της καλλιτεχνικής πορείας του. Στο κλίμα των ταξιδιών και της ελευθερίας που προσφέρουν ήταν επίσης η έκθεση «Τρεις ήπειροι, τρεις φίλοι. Σχέδια 1993-2023» που μόλις ολοκληρώθηκε στην Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων, και περιελάμβανε περισσότερα από πεντακόσια έργα σε χαρτί. Εκεί άλλωστε άρχισε να υλοποιείται η ιδέα του μικρού εργαστηρίου πορτρέτων που τώρα συνεχίζεται στην γκαλερί.
Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 16 Δεκεμβρίου.