Ο Τζορτζ Σόντερς (γενν. το 1958) θεωρείται από τους σημαντικότερους εν ζωή Αμερικανούς διηγηματογράφους, συνεχίζοντας τη μεγάλη παράδοση του αμερικανικού διηγήματος.
Στην Ελλάδα κυκλοφορούν οι συλλογές διηγημάτων «Δεκάτη Δεκεμβρίου», «Με τα συγχαρητήριά μου» και το μυθιστόρημα «Λήθη και Λίνκολν» (όλα από τις εκδόσεις Ικαρος). Τώρα, από τις εκδόσεις Πατάκη θα κυκλοφορήσει το «Κολυμπώντας στη λιμνούλα υπό βροχήν. Οπου τέσσερις Ρώσοι κλασικοί δίνουν μαθήματα δημιουργικής γραφής, ανάγνωσης και ζωής». Το βιβλίο, μεταφρασμένο από τον Ανδρέα Παππά (τα ρωσικά κείμενα από την Αλεξάνδρα Ιωαννίδου και τον Βασίλη Ντινόπουλο), είναι απόρροια των πολλών χρόνων μαθημάτων δημιουργικής γραφής που ο Σόντερς διδάσκει με πολύ μεγάλο ενθουσιασμό. Αυτό το δημιουργικό πνεύμα μεταφέρει στο νέο βιβλίο κάτι ανάμεσα σε αφήγηση και δοκίμια πάνω σε κλασικά ρωσικά διηγήματα. Σήμερα η «Κ» προδημοσιεύει απόσπασμα από την εισαγωγή:
Προδημοσίευση
« Εμπρός, λοιπόν!
Τα τελευταία είκοσι χρόνια, στο Πανεπιστήμιο Σίρακιουζ (Syrucuse University), φοιτητές μου είναι μερικοί από τους πιο πολλά υποσχόμενους νεαρούς Αμερικανούς συγγραφείς (κάθε χρόνο επιλέγονται μόνον έξι από τους περίπου εξακόσιους ή επτακόσιους που κάνουν αίτηση). Το επίπεδό τους είναι ήδη υψηλό όταν εγγράφονται στο μάθημά μου. Τα τρία χρόνια που διαρκούν οι σπουδές τους προσπαθώ να τους βοηθήσω να αποκτήσουν τη δική τους ιδιαίτερη, προσωπική οπτική γωνία, με ό,τι αυτή συνεπάγεται (δυνατά σημεία, αδυναμίες, εμμονές, ιδιομορφίες κ.λπ.). Στόχος είναι να βοηθηθούν ώστε να αποκτήσουν την απαραίτητη τεχνική προκειμένου να μπορούν να εκφραστούν, αυθεντικά αλλά και με τρόπο που να τους επιτρέπει να απολαμβάνουν ό,τι κάνουν.
Προσπαθώντας να εμβαθύνουμε στο ζήτημα της φόρμας, ανατρέχουμε σε κάποιους από τους μεγάλους Ρώσους συγγραφείς του 19ου αιώνα, για να δούμε πώς εκείνοι έχτιζαν τις ιστορίες τους. Οπως λέω μερικές φορές αστειευόμενος (ή μήπως όχι και τόσο αστειευόμενος;), τους διαβάζουμε προσεκτικά με σκοπό να δούμε τι μπορούμε να κλέψουμε από αυτούς.
Πριν από μερικά χρόνια, έχοντας μόλις τελειώσει μια παράδοση, συνειδητοποίησα πως κάποιες από τις καλύτερες στιγμές της ζωής μου, στιγμές όπου πράγματι ένιωθα ότι προσφέρω κάτι σε αυτόν τον κόσμο όπου ζούμε, ήταν εκείνες των μαθημάτων μου με θέμα τους Ρώσους κλασικούς. Τα διηγήματα που διδάσκω στους φοιτητές μου βρίσκονται πάντα στο μυαλό μου όταν γράφω, ως σημείο αναφοράς και ως πρότυπα με τα οποία καλούμαι να αναμετρηθώ. Θέλω ό,τι γράφω να συγκινεί και να επηρεάζει τον αναγνώστη όπως αυτά τα ρωσικά διηγήματα έχουν συγκινήσει και επηρεάσει εμένα. Επειτα από τόσα χρόνια, αυτά τα κείμενα τα νιώθω σαν παλιούς φίλους, τους οποίους αναλαμβάνω να συστήσω, κάθε φορά και σε μια καινούργια ομάδα επίδοξων συγγραφέων που παρακολουθεί τα μαθήματά μου.
Αποφάσισα, λοιπόν, να γράψω αυτό το βιβλίο, με σκοπό να μοιραστώ και με το ευρύτερο κοινό κάποιες από τις συζητήσεις μου με τους φοιτητές μου όλα αυτά τα χρόνια.
Αγαπημένα διηγήματα
Κατά τη διάρκεια ενός εξαμήνου τα διηγήματα που προσεγγίζω μπορεί να φτάσουν και τα τριάντα (δύο τρία με κάθε τάξη). Ωστόσο, για τις ανάγκες του ανά χείρας βιβλίου, θα περιοριστώ σε επτά από αυτά. Τα διηγήματα που έχω επιλέξει δεν εκπροσωπούν, προφανώς, το σύνολο της σχετικής λογοτεχνικής παραγωγής στη Ρωσία του 19ου αιώνα. Είναι γραμμένα από τέσσερις μόνο συγγραφείς (Τσέχοφ, Τουργκένιεφ, Τολστόι, Γκόγκολ) και δεν ισχυρίζομαι καν ότι πρόκειται για τα κορυφαία τους. Πρόκειται απλώς για επτά αγαπημένα μου διηγήματα, τα οποία όλα αυτά τα χρόνια απολαμβάνω να τα διδάσκω. Με άλλα λόγια, αν στόχος μου ήταν να κάνω έναν «παρθένο» αναγνώστη να αγαπήσει το διήγημα και τη νουβέλα ως λογοτεχνικά είδη, αυτά θα ήταν οπωσδήποτε μερικά από τα έργα που θα του πρότεινα. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για εξαιρετικά δείγματα του είδους, «προϊόντα» όλα ενός αιώνα κατά τον οποίο το διήγημα γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση. Δεν είναι, ασφαλώς, και τα επτά εξίσου εμπνευσμένα και σημαντικά. Κάποια από αυτά είναι αξιόλογα παρά τα ελαττώματά τους. Κάποια είναι αξιόλογα λόγω ακριβώς των ελαττωμάτων τους. Κάποια ίσως απαιτούν εκ μέρους μου να πείσω τον αναγνώστη για την αξία τους – κάτι που με χαρά μου θα επιχειρήσω. Στο μέτρο που αυτό το οποίο θέλω να αναδείξω είναι πρωτίστως αυτή καθεαυτήν η αξία του διηγήματος ως λογοτεχνικού είδους, τα επτά αυτά έργα θεωρώ ότι μπορούν να υπηρετήσουν με τον καλύτερο τρόπο τον στόχο μου· είναι απλά, είναι σαφή, είναι χαρακτηριστικά δείγματα του είδους.
Για έναν νέο συγγραφέα, το να εντρυφήσει στη ρωσική λογοτεχνία είναι αντίστοιχο με το να εντρυφήσει ένας νέος συνθέτης στη μουσική του Μπαχ.
Για έναν νεαρό, επίδοξο συγγραφέα, το να εντρυφήσει στη ρωσική λογοτεχνία του 19ου αιώνα είναι αντίστοιχο με το να εντρυφήσει ένας νέος συνθέτης στη μουσική του Μπαχ. Πρόκειται για έργα που αποτελούν σημεία αναφοράς, για επιτομή βασικών αρχών της λογοτεχνικής γραφής. Οι ιστορίες που αφηγούνται είναι απλές αλλά συγκινητικές· νοιαζόμαστε για ό,τι συμβαίνει στους ήρωές τους. Είναι έργα γραμμένα για να ταρακουνήσουν, να ξενίσουν, ακόμα και να εξοργίσουν τον αναγνώστη. Και όμως, συγχρόνως, έστω και με ανορθόδοξο τρόπο, τον παρηγορούν.
Πριν ασχοληθώ με τη λογοτεχνία, είχα σπουδάσει μεταλλειολόγος στο Κολοράντο. Η μεταστροφή μου χρονολογείται από ένα καλοκαίρι, όταν διάβασα τα «Σταφύλια της οργής» του Στάινμπεκ, σε ένα παλιό τροχόσπιτο των γονιών μου, στο Αμαρίλο του Τέξας, αφού είχα προηγουμένως δουλέψει για αρκετόν καιρό ως εδαφολόγος στις πετρελαιοπηγές, και ειδικότερα στην αντισεισμική προστασία τους. Στους εκεί συναδέλφους μου περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, ένας βετεράνος του Βιετνάμ, ο οποίος κάθε τόσο έβγαζε μια φωνή που μιμούνταν τον εκφωνητή ενός τοπικού ραδιοφωνικού σταθμού, καθώς και ένας πρώην κατάδικος, πρόσφατα αποφυλακισμένος, ο οποίος κάθε πρωί, στο πουλμανάκι που μας μετέφερε στον τόπο δουλειάς, με ενημέρωνε ανελλιπώς για τις σεξουαλικές επιδόσεις του, και ειδικότερα για τις «ανωμαλίες» στις οποίες είχε επιδοθεί με τη γυναίκα του το προηγούμενο βράδυ. Θλιβερές οπωσδήποτε αναμνήσεις, τις οποίες ωστόσο διατηρώ ανεξίτηλες έκτοτε.
Καθώς διάβαζα τον Στάινμπεκ, έπειτα από μια ακόμα τέτοια μέρα, ένιωθα να ζωντανεύουν μπροστά μου οι ήρωές του. Ο κόσμος τους δεν απείχε από τον δικόν μου και τόσο πολύ. Ηταν πάντα η ίδια Αμερική, μερικές δεκαετίες αργότερα. Ημουν κι εγώ ήδη κουρασμένος από τη ζωή, όπως και ο Tom Joad. Ενιωθα μια απρόσωπη μηχανή να με συνθλίβει, όπως συνέθλιβε και τον αιδεσιμότατο Casy. Το καπιταλιστικό τέρας απειλούσε να με καταπιεί, όπως και τους συναδέλφους μου, με τον ίδιον λίγο πολύ τρόπο που απειλούσε να καταπιεί κατά τη δεκαετία του 1930 όσους είχαν ξεκινήσει από την Οκλαχόμα αναζητώντας καλύτερη τύχη στην Καλιφόρνια. Ημασταν και εμείς «κομμάτια και θρύψαλα» του καπιταλισμού, ήμασταν το απαραίτητο κόστος που είχε η «άνθηση» των επιχειρήσεων. Με λίγα λόγια, ο Στάινμπεκ έγραφε για τη ζωή των ανθρώπων, έθετε τα ίδια ερωτήματα που έθετα και εγώ, στα οποία μάλιστα θεωρούσε –όπως και εγώ– πως έπρεπε να δοθεί επειγόντως απάντηση.
Οταν μερικά χρόνια αργότερα ανακάλυψα τους Ρώσους συγγραφείς του 19ου αιώνα, άσκησαν πάνω μου την ίδια λίγο πολύ επίδραση. Για αυτούς, η μυθοπλασία δεν είχε απλώς διακοσμητικό χαρακτήρα – ήταν ζωτικής σημασίας εργαλείο για την ηθική ανάπλαση της κοινωνίας. Διαβάζοντάς τους, ένιωθες να αλλάζεις· ο κόσμος που περιέγραφαν έδειχνε όχι μόνο να είναι εξαιρετικά ενδιαφέρων, αλλά και να σε αφορά κατά κάποιον τρόπο, να σε θέτει ενώπιον των ευθυνών σου.
«Εποχή παρακμής»
Οπως πιθανόν θα έχετε διαπιστώσει, ζούμε σε μια εποχή παρακμής. Βομβαρδιζόμαστε από ρηχές, εφήμερες, διάσπαρτες πληροφορίες. Εχουμε ανάγκη, λοιπόν, να μεταφερθούμε –έστω και πρόσκαιρα– σε ένα πεδίο όπου, όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο Ισαάκ Μπάμπελ, αυτός ο μείζων Ρώσος διηγηματογράφος του 20ού αιώνα, «κανένα καρφί δεν μπορεί να τρυπήσει μια ανθρώπινη καρδιά όσο μια σωστά βαλμένη τελεία». Θα εμβαθύνουμε σε επτά μικρογραφίες του κόσμου, με μεγάλη φροντίδα χτισμένες, που οι συγγραφείς τους ήθελαν να απαντούν, έστω και έμμεσα, σε κάποια από τα μεγάλα ερωτήματα τα οποία, ακόμα και αν η εποχή μας δεν τα θεωρεί εξίσου σημαντικά, δεν παύουν ωστόσο να αποτελούν τον σκοπό της τέχνης. Πώς πρέπει να ζούμε; Ποιος είναι ο προορισμός μας επί της γης; Τι είναι σημαντικό και τι όχι; Τι είναι αλήθεια και πώς μπορούμε να ξεχωρίζουμε την αλήθεια από το ψέμα; Πώς μπορούμε να μένουμε αδιάφοροι όταν κάποιοι τα έχουν όλα και κάποιοι άλλοι δεν έχουν τίποτα; Πώς μπορούμε να ζούμε ανέμελοι σε έναν κόσμο που, αν και υποτίθεται ότι απαιτεί από εμάς να αγαπάμε τους άλλους, μας απομακρύνει τελικά από αυτούς; Μιλάμε, λοιπόν, για αυτά τα, όχι πολύ ευχάριστα, ερωτήματα, που απασχολούσαν τους μεγάλους Ρώσους συγγραφείς του 19ου αιώνα.
Ο «διασκεδαστής»
Πριν μας προβληματίσουν τα ερωτήματα που θέτει μια ιστορία, πρέπει προφανώς να τη διαβάσουμε. Πρέπει, με άλλα λόγια, να είναι ελκυστική, να μας πείθει ότι αξίζει τον κόπο να φτάσουμε μέχρι το τέλος της. Εξ ου και το ανά χείρας βιβλίο έχει κυρίως «διαγνωστικό» χαρακτήρα. Αν μια ιστορία μάς κίνησε το ενδιαφέρον και το κράτησε αμείωτο, αν νιώσαμε ότι ο συγγραφέας μάς σέβεται, σε τι οφειλόταν αυτό; Δεν είμαι κριτικός ούτε ιστορικός της λογοτεχνίας, ούτε ειδικός στη ρωσική λογοτεχνία. Κύριο μέλημά μου και κύρια ενασχόλησή μου είναι να προσπαθώ να γράφω κι εγώ συγκινητικές ιστορίες, οι οποίες να γεννούν στον αναγνώστη τη διάθεση να φτάσει μέχρι το τέλος τους. Θεωρώ τον εαυτό μου περισσότερο ένα είδος «διασκεδαστή» παρά λόγιο. Αντίστοιχα και ως δάσκαλος, τα ερωτήματα στα οποία προσπαθώ να απαντήσω είναι λιγότερο ακαδημαϊκού χαρακτήρα («Είναι η Ανάσταση του Τολστόι μια αλληγορία για την πολιτική επανάσταση, που πάντα στοίχειωνε ως προοπτική το πνεύμα των Ρώσων του 19ου αιώνα;») και περισσότερο έχουν να κάνουν με το ξετύλιγμα της αφήγησης και της πλοκής («Γιατί ο ήρωας έπρεπε να περάσει και δεύτερη φορά από το χωριό;»). (…)
Πρόκειται, λοιπόν, για βιβλίο που αφορά επίδοξους συγγραφείς, αλλά –θέλω να ελπίζω– και τον απλό αναγνώστη. (…) »