Μαυροντυμένος, γενειοφόρος, με περήφανο παράστημα και βλέμμα που δεν σηκώνει πολλές… παρερμηνείες και αντιρρήσεις. «Ο Καπετάν Μιχάλης» του Αιμίλιου Χειλάκη είναι σίγουρα κοντά στην εικόνα που ξεπηδά μέσα από τις σελίδες του ομώνυμου πολυδιαβασμένου μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη. Ο Κώστας Χαραλάμπους, σκηνοθέτης της κινηματογραφικής μεταφοράς, που κυκλοφορεί εδώ και λίγες μέρες στις αίθουσες, μάλλον δεν φανταζόταν την «καρμική» σχέση του πρωταγωνιστή με τον ήρωα όταν του πρότεινε τον ρόλο.
«Διάβασα πρώτη φορά το βιβλίο στα 16 μου, όταν κάποιος θέλησε να μου εξηγήσει τη διαφορά μεταξύ “εθνικού” και “εθνικιστικού”. Θυμάμαι ότι τότε με συγκλόνισε η θέση ενός ανθρώπου σε σχέση με την έννοια του καθήκοντος. Αργότερα, γύρω στα 30 κι ενώ ήμουν ήδη 10 χρόνια ηθοποιός, συνειδητοποίησα το μεγαλείο του Καζαντζάκη ως προς τη δομή των χαρακτήρων. Ξανά στα 50 μου, διάβασα φωναχτά το βιβλίο ώστε να ηχογραφηθεί σε audiobook. Εκεί, παίζοντας και λίγο, κατάλαβα πόσο πολύ θα ήθελα να ερμηνεύσω τον ρόλο του Καπετάν Μιχάλη. Τη μέρα που τελείωσα την ηχογράφηση με πήρε τηλέφωνο ο Κώστας Χαραλάμπους για να μου το προτείνει».
Τι είναι όμως αυτό που τον συναρπάζει περισσότερο σε αυτόν τον χαρακτήρα του ανυπότακτου Κρητικού και του βιβλίου γενικότερα; «Μιλάμε για έναν υπέροχο χαρακτήρα που είναι μέσα σε όλα κι όμως, σαν μικρό παιδί, δεν ξέρει αν κάτι του ανήκει στα αλήθεια. Σαν όλα τα βιβλία του Καζαντζάκη, έτσι και αυτό, αναδεικνύει το μεγαλείο του ανθρώπου τη στιγμή της ήττας του. Οπως ο Ντοστογιέφσκι έχει μιλήσει για τη ρώσικη ψυχή, το ίδιο έχει κάνει ο Καζαντζάκης για την ψυχή του Ελληνα – με την έννοια εκείνου που μετέχει της ελληνικής παιδείας», λέει ο Αιμίλιος Χειλάκης.
«Σαν όλα τα βιβλία του Καζαντζάκη, έτσι και αυτό, αναδεικνύει το μεγαλείο του ανθρώπου τη στιγμή της ήττας του».
Ο ίδιος υπερασπίζεται τις επιλογές του σκηνοθέτη του, ως προς τα στοιχεία που συμπεριλαμβάνονται ή παραλείπονται στην κινηματογραφική αφήγηση. «Δεν υπήρξα παρεμβατικός στο σενάριο. Η επιλογή του Κώστα είναι να αναδείξει την εθνικοαπελευθερωτική πτυχή του βιβλίου – επ’ ουδενί τον εθνικισμό. Μιλάμε για μια στιγμή επανάστασης, η οποία καταπνίγεται βασικά από την απροθυμία των προυχόντων. Προφανώς και είναι αδύνατο να κινηματογραφηθεί ολόκληρο το βιβλίο, έχει χιλιάδες διαστάσεις, οπότε σοφά διάλεξε αυτή τη μανία για ελευθερία».
Αναφορικά με τη δική του προσέγγιση στον χαρακτήρα, ο Χειλάκης μοιάζει να έπαιξε τόσο με τη σκέψη όσο και με το ένστικτο: «Εγώ καλούμαι να παίξω έναν χαρακτήρα που στο σενάριο (και στο βιβλίο) μοιάζει μονόχνοτος, μονομανής και τελικά… μόνος. Προσωπικά διάλεξα να παίξω έναν άνθρωπο σε μια στιγμή της ζωής του που του παρουσιάζεται ένα “εάν”, τι θα γινόταν αν ήταν αλλιώς τα πράγματα. Σε αυτό το “Ελευθερία ή Θάνατος” του υπότιτλου, εγώ επιλέγω να παίξω το διαζευκτικό “ή”, που δημιουργεί και τα μεγάλα ερωτηματικά. Για να πω την αλήθεια η επιλογή αυτή έχει να κάνει και με την τωρινή φάση της ζωής μου. Καμιά φορά ακολουθούμε την πορεία καλλιτεχνών, ακόμα και σε στιγμές της ζωής τους που είναι πολύ ευτυχείς ή δυστυχείς και αυτό φαίνεται. Εγώ επί του παρόντος νιώθω κάπως κουρασμένος και έχω αρχίσει να αναρωτιέμαι γιατί. Ο Καπετάν Μιχάλης είναι και αυτός κάπως βαρύς από πολλά πράγματα – τις σχέσεις με τους ανθρώπους, την τουρκοκρατία. Εκεί του έρχεται και το βάρος του έρωτα που δεν το σηκώνει με τίποτα. Αυτό το “κτήνος”, το φυσικό φαινόμενο, μπροστά στον έρωτα είναι ένα μικρό ποντικάκι».
Σκληρή φύση
Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν εξ ολοκλήρου στην Κρήτη. Ο τόπος ενέπνευσε τον Χειλάκη: «Φθινόπωρο προς αρχές χειμώνα επικοινωνείς με κάτι πολύ σκληρό και βαθύ που υπάρχει στη φύση γύρω σου, όπως ξυπνάς στις 6 το πρωί για το γύρισμα. Καταλαβαίνεις ότι αυτός ο τόπος δεν μπορεί να μη γεννήσει ανθρώπους σκληρούς. Αυτή η γεωγραφία σου ορίζει πως “έχω να προστατέψω ένα βουνό, κάτι, γιατί βρίσκομαι μόνος στη μέση του πελάγου και κανείς δεν θα προλάβει να με σώσει”. Ολο αυτό είναι βέβαια γοητευτικό, όμως καμιά φορά γεννά και τέρατα».