Η Ρένη Πιττακή εισέρχεται με αργές, προσεκτικές κινήσεις στον επιβλητικό ιστορικό χώρο του Μεγάρου της Παλαιάς Βουλής, μας καλωσορίζει στην Α΄ ημερίδα του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου και ανακοινώνει με σαφείς τους τόνους ειρωνείας ότι στο συνέδριο θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά «πανελλαδικώς, πανευρωπαϊκώς, αλλά και παγκοσμίως» ό,τι προέκυψε από την «εξαντλητική» έρευνα πάνω στην ελληνική γλώσσα και στην αναζήτηση της ετυμολογικής προέλευσης 40.000 λέξεων, οι οποίες χρησιμοποιούνται καθημερινά αλλά κανείς δεν γνωρίζει την ακριβή τους ρίζα. Οι θεατές, ως ακροατές και σύνεδροι της επιστημονικής ημερίδας, είναι καθισμένοι στα έδρανα της Παλαιάς Βουλής και εντάσσονται αρμονικά στο σκηνικό περιβάλλον του γλωσσολογικού συνεδρίου. Παράλληλα, σε powerpoint προβάλλεται το iban του λογαριασμού για την κατάθεση της οικονομικής υποστήριξης της ερευνητικής εργασίας των επιστημόνων-ερευνητών του ιδρύματος.
Οι «επινοημένες ετυμολογίες» των ελληνικών λέξεων τίθενται στο επίκεντρο του δραματουργικού ενδιαφέροντος του δημιουργού.
Οι «επινοημένες ετυμολογίες» των ελληνικών λέξεων τίθενται στο επίκεντρο του δραματουργικού ενδιαφέροντος του Ευθύμη Φιλίππου, γνωστού σεναριογράφου των ταινιών του Γιώργου Λάνθιμου. Φυσικά, η τεχνική του σεναρίου δεν απαιτεί την ίδια επεξεργασία του θέματος όπως η συγγραφή ενός θεατρικού έργου, η δραματουργία του οποίου και στο σουρεαλιστικό είδος πρέπει να έχει ένα έρεισμα. Ακόμη και σε μια ειδική παραστασιακή συνθήκη, όπως αυτή ενός συνεδρίου γλωσσολογίας στην Παλαιά Βουλή, το θέμα της αλληγορίας θα υπονομευτεί μέσα από την κωμική επεξεργασία προσώπων και καταστάσεων. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν μπορεί να απουσιάζει και δεν εξαντλείται στον τεμαχισμό, στην αποσπασματικότητα και στην έλλειψη οποιασδήποτε σύνδεσης με ένα δραματουργικό ιστό.
Στο δελτίο Τύπου των «Ετυμολογιών» διαβάζουμε ηχηρές συνδέσεις εννοιών, μεγαλεπήβολες προθέσεις περί διερεύνησης «ιστορίας και Ιστορίας», περί παρατήρησης του «χάσματος αλήθειας και ψέματος» και της «λεπτής γραμμής» που «χωρίζει το υποκειμενικό από το αντικειμενικό». Η διακωμώδηση έως και παρώδηση της ειδίκευσης της Γλωσσολογίας υλοποιήθηκε διά της μεθόδου μιας χαλαρής και αποσπασματικής συρραφής ιστοριών λαογραφικού ενδιαφέροντος χωρίς σαφή δραματουργικό στόχο, χωρίς αφηγηματική ροή, μέσω της εξιστόρησης υποθέσεων διανθισμένων με απιθανότητες και υπερβολές. Iσως διεγείρουν την περιέργεια να τις ακούσουμε ως ανέκδοτα, τα οποία όμως αποδεικνύονται εντελώς εξυπνακίστικα ευφυολογήματα, αδιάφορες κωμικές αναζητήσεις της ρίζας των λέξεων και αυθαίρετες συνδέσεις της ετυμολογίας τους με φανταστικά πρόσωπα και σουρεαλιστικές καταστάσεις.
Ο Ευθύμης Φιλίππου θεωρεί ότι με την παράσταση αυτή ειρωνεύεται την επιστημονική κοινότητα, την προσποίηση και την υποκρισία των μελών της, τη μυωπική αντίληψη της ειδίκευσης, τη ματαιόδοξη και υπερφίαλη προσωπικότητα, το περισπούδαστο ύφος ορισμένων επιστημόνων που τρέφονται από την προβολή του ονόματός τους ακόμη και αν το έργο τους είναι ήσσονος αξίας. Στην πραγματικότητα, η επιτυχία του σκηνικού του εγχειρήματος έγκειται στο γεγονός ότι πέτυχε σκηνοθετικά, χάρη στις δύο ταλαντούχους ηθοποιούς, τη Ρένη Πιττακή και την Αγγελική Παπούλια (η οποία συνυπογράφει τη σκηνοθεσία), να μεταδώσει στο κοινό ένα αίσθημα αφόρητης πλήξης, κούρασης και ανίας, το οποίο ομολογουμένως αισθανόμαστε ως ακροατές σε βαρετές ανακοινώσεις μη χαρισματικών ομιλητών σε επιστημονικά συνέδρια.
Η πρώτη ετυμολογική ανάλυση είναι της λέξης «σουγιάς» («μικρό μαχαίρι»), όπου το γέλιο του θεατή προκαλείται ως αμήχανο μειδίαμα ιδίως λόγω της αναδρομολόγησης του νοήματος: «πατέρα σου γεια» αντί για το «γεια σου πατέρα». Πριν από κάθε ετυμολογία («δημοκρατία», «μήτρα», «Παρασκευή», «αίμα») διατυπώνεται μια απίστευτη ιστορία συνδυασμένη με ανέμπνευστα αστεία.
Μακροσκελέστατο το μέρος με τις λαϊκές «κατάρες» που εκφώνησε η Ρένη Πιττακή, όπου με τη μορφή κειμένου «οδηγιών» ακούσαμε κοινότοπες αρνητικές ευχές, ασύνδετες δραματουργικά, αλλά και υφολογικά με το βασικό εύρημα και τη συνολική αισθητική της περφόρμανς:
«Τα δόντια σου να μην κόβουν κρέας./ Τα νεφρά σου να αποκτήσουν πέτρα./ Το ξενοδοχείο να μην έχει δωμάτιο./ Να πίνεις νερό και να διψάς».
Η πιο χαλαρωτική σκηνή αυτής της ανούσιας περιδιάβασης στον κόσμο της ετυμολογίας είναι το μουσικό διάλειμμα με τον PR man Γιώργο Ντάβλα, που λειτούργησε αιφνιδιαστικά ως ιντερμέδιο ανακούφισης, αλλά και ευχάριστης έκπληξης. Ο ταλαντούχος Ντάβλας τραγούδησε με πάθος το «Ερωτά μου ανεπανάληπτε κι απίθανε», το «Ενα βράδυ που βρεχε», αλλά και άλλα «σουξέ» όπως το «Ενα ρολόι σταματημένο» του Τόλη Βοσκόπουλου. Η μουσική παρένθεση εντελώς άσχετη με τον χώρο της Παλαιάς Βουλής, αλλά τουλάχιστον πήραμε μια ανάσα.
Δεν συνομιλήσαμε με την περφόρμανς του Φιλίππου. Δοκιμάστηκε αρκετά το φιλολογικό μας ένστικτο και τέθηκε το σημαντικό ερώτημα: Εφόσον η παράσταση προορίζεται για το εξωτερικό, πώς θα συνομιλήσουν με τις «ετυμολογίες» οι θεατές άλλων εθνοτήτων, πώς θα συλλάβουν τις ιδιαίτερες αποχρώσεις αυτής της ιδιότυπης ετυμολογικής προέλευσης των ελληνικών λέξεων;
Υποθέτω ότι η απάντηση στο ερώτημα είναι μονολεκτική: «Σουρεαλισμός».
Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας ΑΠΘ.