Ο Μίκης Θεοδωράκης συνήθως ξεχώριζε δύο συγκινητικές συναυλιακές στιγμές μετά την πτώση της χούντας. Στην πρώτη συναυλία της Μεταπολίτευσης, το 1974, τραγουδούσε τη «Ρωμιοσύνη» του Ρίτσου, καθώς οι θεατές παραληρούσαν στο Στάδιο Καραϊσκάκη. Και στη δεύτερη, το 1975, διηύθυνε με οίστρο το «Canto General». «Μου λείπει η πνοή του λαού», είχε πει πολλά χρόνια αργότερα σε συνέντευξή μας, στην «Κ», ο μεγάλος συνθέτης.
«Ηταν μια συγκλονιστική και ιστορική βραδιά», λέει στην «Κ» σήμερα ο Γιάννης Σμυρναίος – ένας από τους κορυφαίους Ελληνες ηχολήπτες. «Εξήντα χιλιάδες άτομα ενωμένα. Στα χρόνια της δικτατορίας οι πολίτες δεν μπορούσαν να συναθροίζονται και γι’ αυτό εκείνο το βράδυ κοίταζαν μαγεμένοι ο ένας τον άλλον».
Η παραγωγή ήταν πολύ απαιτητική για τα δεδομένα της εποχής: Μαρία Φαραντούρη, Πέτρος Πανδής, Μάνος Κατράκης, λαϊκοί και κλασικοί σολίστ, η Χορωδία της Γαλλίας και τα Κρουστά του Στρασβούργου. Η περίσταση απαιτούσε οπωσδήποτε 50-60 μικρόφωνα. «Ετρεχα σε στούντιο και κέντρα της εποχής, ακόμη και σε ταβέρνες στην Πλάκα για να τα συγκεντρώσω», λέει ο Γ. Σμυρναίος.
Τη μεταδικτατορική ευφορία αποτύπωσε εξαιρετικά ο Νίκος Κούνδουρος στο πολιτικό ντοκιμαντέρ «Τραγούδια της φωτιάς». «Μια ταινία-ωδή στη λευτεριά», με πλάνα από τις συναυλίες των Θεοδωράκη, Μαρκόπουλου, Ξαρχάκου, με τους Λοΐζο, Ξυλούρη, Φαραντούρη, Μερκούρη, κ.ά.
Βέβαια ο Γιάννης Μαρκόπουλος ήδη από το 1972, χούντα ακόμη, είχε δώσει στο Σπόρτινγκ μια αντιδικτατορική συναυλία, εκδήλωση της Φοιτητικής Ενωσης Κρητών, για την οποία ο Guardian έγραψε: «Οι Κρήτες φοιτητές έστησαν στον τοίχο τους συνταγματάρχες, ζητώντας εκλογές στα πανεπιστήμια (…)».
Αν στη δεκαετία του ’70 όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στις αντιδικτατορικές συναυλίες, στην αρχή της δεκαετίας του ’80 οδηγούσαν στο Ολυμπιακό Στάδιο. Το ΠΑΣΟΚ είναι κυβέρνηση από το 1981, ξεκινούν κοινωνικές μεταβολές και στο συλλογικό υποσυνείδητο υπάρχει η βεβαιότητα ότι έρχεται ένα καλύτερο μέλλον. Τα τραγούδια του αγώνα έχουν αρχίσει να κουράζουν…
Πάρτι στη Βουλιαγμένη
Τον Ιούλιο του 1983 ο Λουκιανός Κηλαηδόνης καλεί τον κόσμο στην πλαζ της Βουλιαγμένης σε ένα πάρτι που δεν είχε τίποτα από το ύφος των συναυλιών της Μεταπολίτευσης. Εκατό χιλιάδες άτομα σηματοδότησαν μια απελευθέρωση από τα κομματικά στερεότυπα. Κι ας έμοιαζε για κάποιους ύποπτη η ανεμελιά.
«Τρόμαξε το ΚΚΕ, με κατηγόρησαν ότι εισάγω αμερικανικά πρότυπα ζωής, ότι ήταν ένα πάρτι μέσα στις αναθυμιάσεις του χασίς, ότι είχε πορνικά συμπλέγματα. Το ΚΚΕ Εσ. και άλλοι το αντιμετώπισαν διαφορετικά: “Eκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει και η μοναξιά”, είπαν», είχε τονίσει ο Λ. Κηλαηδόνης στη συνέντευξή μας στην «Κ», το 2013.
Εναν μήνα νωρίτερα, το ίδιο καλοκαίρι, μια άλλη συναυλία που γινόταν για πρώτη φορά, αυτή του Μανώλη Αγγελόπουλου στον Λυκαβηττό, προκάλεσε την οργή ορισμένων και ρατσιστικό μένος κρυμμένο σε έναν νεφελώδη προοδευτισμό: «Μας στέψανε τον αρχιγύφτο Μανώλη Αγγελόπουλο σαν βασιλιά της τωρινής πρωτοπορίας στο τραγούδι…».
Τον Σεπτέμβριο του ’83 ο Διονύσης Σαββόπουλος γέμισε με 80.000 άτομα τις εξέδρες του ΟΑΚΑ, με πυροτεχνήματα, γιγαντοοθόνες κι ένα αερόστατο στο κέντρο του σταδίου, σε μια μεγάλη γιορτή με «χορούς κυκλωτικούς/ κι άλλο τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς». Καλεσμένοι του οι Θανάσης Βέγγος, Σωτηρία Μπέλλου, Νίκος Παπάζογλου, Δήμητρα Γαλάνη, Βαγγέλης Γερμανός, Οπισθοδρομική κομπανία, Μιχάλης Μενιδιάτης κ.ά.
Ηταν η εποχή που το κοινό αποζητούσε το ενωτικό ξεφάντωμα. Σε μόλις έντεκα ημέρες ξαναγεμίζει το στάδιο από τον Γιώργο Νταλάρα, αυτή τη φορά με τους Γρηγόρη Μπιθικώτση, Λουκιανό Κηλαηδόνη, Γιάννη Πάριο, Χαρούλα Αλεξίου κ.ά. Και στις 3 Οκτωβρίου για δεύτερη φορά. Οι 160.000 θεατές σε δυο βράδια ήταν ασύλληπτο ρεκόρ!
Την ίδια χρονιά ο κόσμος γοητεύεται από το «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη και ακόμη περισσότερο από τα τραγούδια του Σταύρου Ξαρχάκου, τα οποία δίνουν νέα ώθηση στο είδος και τις κομπανίες.
Είμαστε στο 1985 πια και ο θεσμός της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης ξεκινάει από την Αθήνα. Στο Παναθηναϊκό Στάδιο πραγματοποιείται το φεστιβάλ Rock in Athens με τους Stranglers, Depeche Μode, Culture Club, Nina Hagen, Clash κ.ά. Ηταν αυτό το φεστιβάλ που άνοιξε την αγορά για διεθνείς μετακλήσεις.
Το ίδιο καλοκαίρι ο Μάνος Χατζιδάκις ξαφνιάζει το κοινό και τη θορυβώδη, ξενύχτησα Αθήνα, στη Ρωμαϊκή Αγορά. Ενοχλημένος από την αγένεια ορισμένων θεατών οι οποίοι αρνούνταν να σεβαστούν τον τρόπο ακρόασης που εκείνος ήθελε, ορίζει πανάκριβο εισιτήριο πιστεύοντας ότι θα αποθαρρύνει το κοινό των σουξέ.
Τη μεταδικτατορική ευφορία, την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο, αποτύπωσε εξαιρετικά ο Νίκος Κούνδουρος στο πολιτικό ντοκιμαντέρ «Τραγούδια της φωτιάς».
Η παρακμή της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ, στη δεύτερη πια θητεία του, έδειχνε τα σημάδια της: δημαγωγία και επιθετικός λαϊκισμός. Η σοσιαλιστική ευφορία έδωσε τη θέση της στη φοβέρα της «Αυριανής». Ηταν το 1987, όταν ο Μ. Χατζιδάκις αξιοποίησε το γεμάτο από κόσμο Παναθηναϊκό στάδιο για να καταγγείλει «την ανενδοίαστη ύπαρξη και κυκλοφορία της πιο βρωμερής, φασιστικής φυλλάδας που γνώρισε ο τόπος: της “Αυριανής”. Της φυλλάδας που μολύνει τον ελλαδικό χώρο με αναίδεια, χυδαιότητα, τραμπουκισμό και κολακεία συμπολιτών μας». Την επομένη η «Αυριανή» έγινε ακόμη πιο χυδαία: «Να προστατεύσουμε τα παιδιά μας από το ηθικό AIDS αυτού του βρωμερού υποκειμένου».
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 ο Νίκος Παπάζογλου αλωνίζει όλη την Ελλάδα. Παράλληλα ο Τζίμης Πανούσης, με ένα μείγμα ροκ μουσικής παράστασης και αδυσώπητης πολιτικής σάτιρας, αποκτά σταθερό ακροατήριο. Ο Θάνος Μικρούτσικος, γεμάτος αντιθέσεις και εκπλήξεις, έχει τα πολιτικά τραγούδια των προηγούμενων χρόνων και τον «Σταυρό του Νότου», αλλά και νέο υλικό με τον Δ. Μητροπάνο και τη Χ. Αλεξίου.
Διεθνείς σταρ
Από τη δεκαετία του ’80 καλομάθαμε σε διοργανώσεις μεγάλων συναυλιών, όπως το 1988 στο γήπεδο του Παναθηναϊκού με τον Μπομπ Ντίλαν, στο ΟΑΚΑ με διοργανώτρια τη Διεθνή Αμνηστία και τους Σπρίνγκστιν, Τρέισι Τσάπμαν, Πίτερ Γκάμπριελ, Γιουσού Ντουρ, Στινγκ, έναν χρόνο αργότερα τους Πινκ Φλόιντ χωρίς τον Ρότζερ Γουότερς, τους Guns N’ Roses το 1993, τον Ντέιβιντ Μπόουι το 1996 στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, δυο χρόνια αργότερα έλαμψαν στο Ολυμπιακό Στάδιο οι Ρόλινγκ Στόουνς, κατόπιν η Σακίρα το 2006, η Μαντόνα το 2008 κ.ά. Ακόμη και μέσα στην οικονομική κρίση, το 2011 η επανένωση, έστω για λίγο, των Πυξ Λαξ έφερε περίπου 70.000 θεατές στο Ολυμπιακό Στάδιο, περισσότερο κόσμο από τον Bon Jovi και τους Red Hot Chili Peppers.
Τη δεκαετία του ’80 οι Φατμέ αλλά και οι Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας είχαν τη δική τους ισχυρή φωνή. Οι Φατμέ τραγουδούν το «Υπάρχει λόγος σοβαρός» (χούντα δεν θυμάμαι μα ούτε ελευθερία/της μεταπολίτευσης καημένη γενιά). Από την πλευρά τους οι αδελφοί Κατσιμίχα, πολύ πριν η κοινωνία αντιμετωπίσει, επιτέλους, τους εξαρτημένους σαν αρρώστους, διεκτραγώδησαν την ιστορία του «Φάνη» και με το «Για ένα κομμάτι ψωμί», το 1985, έμοιαζαν να προβλέπουν την οικονομική κρίση.
Από τα πιο γερά γκρουπ της δεκαετίας ήταν οι Τρύπες, με ξεκάθαρες απόψεις, ήχο και ισχυρό πυρήνα ακροατών, όπως άλλωστε και τα Ξύλινα Σπαθιά, που ξεχώρισαν τη δεκαετία του ’90, παράλληλα με τους Active Member, το πρώτο εξαιρετικά δημοφιλές ελληνικό hip-hop συγκρότημα.
Από εκείνη τη δεκαετία σχηματίζεται και ένας γερός πυρήνας ακροατών γύρω από τους Θανάση Παπακωνσταντίνου, Γιάννη Αγγελάκα, Σωκράτη Μάλαμα, Δημήτρη Μυστακίδη και το ενδιαφέρον στην περίπτωσή τους είναι ότι στα χρόνια που ακολούθησαν, έως σήμερα, βάδισαν χωρίς τα ΜΜΕ. Και ήταν αυτοί με τις πιο ξεκάθαρες θέσεις στα χρόνια του χρηματιστηριακού κομπασμού, των χρεών από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, της οικονομικής κρίσης, της ανόδου της Χρυσής Αυγής κ.λπ.
Το «Σιγά μην κλάψω» του Αγγελάκα έγινε ύμνος από το 2006, ενώ μια νεότερη γενιά σηκώνει ανάστημα στην άνυδρη περίοδο της οικονομικής κρίσης, όπως η Μαρία Παπαγεωργίου, που το 2010 τραγούδησε για τους «Ομορφους και ηττημένους» σε στίχους και μουσική του Αλέξανδρου Εμμανουηλίδη, ο οποίος έγραψε και το «700 ευρώ τον μήνα».
Ο Εισβολέας τραγούδησε για τη «Βιομηχανία ηλιθίων», αλλά και το «Με 400 βασικό». Ο Μυστακίδης το «Μίλα» (Mια μάνα μόνη στάθηκε απέναντι απ’ το φίδι, μια μάνα που θυσίασε μονάκριβο στολίδι, τα λόγια της δεν μάσησε τους κοίταξε στα ίσα, ο πόνος δεν τη λύγισε τη λένε Μάγδα Φύσσα). Στο ίδιο τραγούδι γράφει για τον Ζακ, αλλά και για τον Γιακουμάκη.
Από τα ωραιότερα τραγούδια είναι το «Πάντα ξημερώνει» του Αλκίνοου Ιωαννίδη το 2014, ενώ για την τραγωδία στα Τέμπη έγραψαν μεταξύ άλλων οι Κοινοί Θνητοί (Θ’ αργήσω απόψε / Φεύγω να πάρω τρένο, ίσα που προλαβαίνω), ενώ πιο οργισμένο το «Δεν ήταν ατύχημα», χιπ χοπ σε στίχους Ravious και Mas, που έγινε viral. Ο Φοίβος Δεληβοριάς στο «Anime» γράφει συγκινητικά για τη γυναικοκτονία της Ελένης Τοπαλούδη.
Η ελληνική ραπ σκηνή
Είναι όμως πολλοί άλλοι καλλιτέχνες, που χωρίς τηλεοπτική ή ραδιοφωνική παρουσία, με γλώσσα καυστική, συγκεντρώνουν χιλιάδες νέους στις συναυλίες τους. Ο ΛΕΞ ή αλλιώς Αλέξης Λαναράς, τον Ιούλιο του 2022 συγκέντρωσε 20.000 άτομα στο γήπεδο του Πανιωνίου, στη Νέα Σμύρνη, και τρεις μήνες μετά 30.000 θεατές στο Καυταντζόγλειο. Στίχοι του όπως «Τι ‘ναι ο θάνατος, αγόρι μου, μπροστά στην ντροπή / Ακούω το τάβλι των ανέργων, τη φωνή των παιδιών / Τα καταπιεσμένα βογγητά των νοικοκυριών» είχαν αγγίξει πολύ νωρίς το νεανικό κοινό. Στο βιβλίο «Ενα αστέρι από τσιμέντο» υπογραμμίζει: «Αυτό που κάνω δεν μπορεί να χαρακτηριστεί υψηλή τέχνη και το πιο πιθανό είναι ότι δεν φιλοδοξεί κιόλας να είναι. Είμαι ένας ράπερ στην Ελλάδα».
Ο ΛΕΞ 40άρισε, ο Εισβολέας έγινε 43 ετών, αλλά υπάρχει ένας πολύ δυνατός πυρήνας γύρω από το είδος, όπως οι Λόγος Τιμής, Κοινοί Θνητοί, Taburo Bota, Εθισμός, Σαντάμ και πολλοί ακόμη.
Αν το 1974 ο Μίκης Θεοδωράκης ξεσήκωνε κάθε φιμωμένο επί επτά χρόνια πολίτη, το χιπ χοπ σήμερα είναι το πολιτικό τραγούδι της γενιάς της οικονομικής κρίσης, μιλάει για τα αδιέξοδά της, την ανεργία, τους δαίμονές τους. Είναι η φωνή των νέων που εκφράζονται με καταγγελτικό στίχο απέναντι σε κάθε είδους εξουσία –πολιτική, αστυνομική αλλά και δημοσιογραφική–, εναντίον κάθε καθωσπρεπισμού και υποκρισίας.
Από την πρώτη μεταπολιτευτική συναυλία του Θεοδωράκη μέχρι τις σημερινές συναυλίες του ΛΕΞ και διάφορων άλλων δυναμικών εκφραστών του ραπ, διασχίσαμε μια μεγάλη διαδρομή που καθρεφτίζει διαφορετικές εποχές, διαφορετικές αξίες, καθώς και μια διαφορετική ιδιοσυστασία της ελληνικής κοινωνίας.
Τότε ήταν προσδοκία, τώρα διάψευση και απαξίωση. Κάτι κοινό; Οπως τραγουδούν οι Λόγος Τιμής, «Ολοι έχουν ανάγκη κάποιον να τους νιώσει».