Κάθε Σεπτέμβριο «Ολα Είναι Δράμα» για τους δημιουργούς και τους λάτρεις του «μικρού – μεγάλου» σινεμά, για να δανειστούμε και το ορμώμενο εκ του Παντελή Βούλγαρη μότο του 47ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας (DISFF).
Και φέτος, η μικρή μακεδονική πόλη γέμισε από τις 2 έως τις 8 Σεπτεμβρίου σκηνοθέτες, δημιουργούς και σινεφίλ που έβρισκες παντού: στις υπαίθριες προβολές του Σινέ Αλέξανδρος (όταν δεν έβρεχε), αλλά και πίσω από τα κόκκινα γράμματα του πάντα πολύβουου Ολύμπια.
Μα και στα ταβερνάκια γύρω από τη λίμνη της Αγίας Βαρβάρας (που από νερό, είχε σχεδόν στερέψει) και τις «μικρές ώρες» στα μπαρ όπου οδηγούσαν τα χαοτικά στενάκια της δραμινής πρωτεύουσας.
Οι πιο ανήσυχοι είχαν την ευκαιρία για μια εκ βαθέων συνάντηση με ανθρώπους του κινηματογράφου: ανάμεσα στις παράλληλες δράσεις του DISFF ξεχώρισαν το masterclass του Γιώργου Μαυροψαρίδη, που έφτασε μέχρι τις υποψηφιότητες των Οσκαρ ως μοντέρ του Γιώργου Λάνθιμου, αλλά και ένα «ΨTalk» με τον Κωνσταντίνο Γιάνναρη γύρω από το εξαιρετικό γκέι ψυχογράφημα «Μια θέση στον ήλιο» (1994).
Στις ταινίες του φετινού προγράμματος τα ΛΟΑΤΚΙΑ+ ζητήματα, η προβληματική γονεϊκότητα και οι δυσκολίες της ενηλικίωσης πρωτοστάτησαν ως θεματικές και δεν έλειψαν σε γενικές γραμμές ούτε και από τις ταινίες που ξεχώρισαν στα μεγάλα βραβεία της διοργάνωσης.
Το βραβείο που συγκεντρώνει όλα τα βλέμματα, ο Χρυσός Διόνυσος, δόθηκε το βράδυ της Κυριακής (8/9) στο «Γκέκας» του Δημήτρη Μουτσιάκα.
Εμπνευσμένος από… ένα αγριογούρουνο ζωγραφισμένο στη ρεζέρβα ενός τζιπ, ο σκηνοθέτης γύρισε την τρίτη μικρού μήκους ταινία του στην ευβοϊκή φύση, γράφοντας μια ιστορία για έναν κυνηγό και τον γιο του.
Ο μεν αρχετυπικά μπρουτάλ, ο δε αμήχανος απέναντι στην ωμότητα του πατέρα του, μια καραμπίνα δίνει τη λύση σε ένα λιτό δράμα που καταφέρνει να νοηματοδοτήσει εξίσου τις σιωπές του και όσα δεν δείχνει.
Στο διεθνές πρόγραμμα η κριτική επιτροπή (με πρόεδρο τον Γιώργο Μαυροψαρίδη) αποφάσισε ομόφωνα να δώσει το Grand Prix Drama 2024 στη δεύτερη ταινία της νεαρής Σαλομέ Ντα Σούζα.
Το «Clamor» εκτυλίσσεται στη Νότια Γαλλία, όπου και μεγάλωσε η σκηνοθέτις. Εκεί μια 15χρονη έφηβη ζει ένα «απαγορευμένο» πλατωνικό (κυρίως) ειδύλλιο με τον ξάδερφό της.
Η ακατέργαστη εικόνα, η απλότητα της αφήγησης, η καταγραφή του έρωτα μέσα από ανομολόγητα βλέμματα και τελικά οι συναισθηματικές «ασκήσεις ισορροπίας» στις οποίες οδηγεί η έκβαση της ιστορίας φέρνουν άμεσα στο μυαλό επιρροές από το ύφος της ταινίας «How to Have Sex», την περυσινή επιτυχία της Μόλι Μάνινγκ Γουόκερ που διακρίθηκε στις Κάννες.
Το μέλλον ανήκει στους νέους, γι’ αυτό και η πιο ενδιαφέρουσα και φρέσκια πρόταση του φετινού φεστιβάλ προήλθε από το Εθνικό Σπουδαστικό.
Στο «Ποπ» της Λίνας Κουντουρά που πήρε και το βραβείο «Φρίντα Λιάππα», ο Γουές Αντερσον «τρύπωσε» στη ματιά της σκηνοθέτιδος και στην Αθήνα στα χρόνια του Airbnb.
Τρεις φίλες που είχαν να συναντηθούν καιρό ξορκίζουν τα (οικονομικά, στο τέλος της ημέρας) προβλήματά τους με μια έκρηξη πολυχρωμίας, περίσσιο σκέρτσο και χιούμορ, που έκαναν τελικά το «Ποπ» πολύ πιο απολαυστικό και ψυχωμένο από πολλές «αρτιότερες» τυπικά ταινίες που παρακολουθήσαμε.
Η άλλη όψη των δυσκολιών της ενηλικίωσης της Gen Z αναγνωρίστηκε από την κριτική επιτροπή του Διεθνούς Σπουδαστικού Προγράμματος στις αρετές του «No Future Kids», το κινηματογραφικό ντεμπούτο της Ελενας Πουλοπούλου.
Τρεις φίλες και πάλι, που το μόνο φωτεινό στη ζωή τους είναι το γκλίτερ στο πρόσωπό τους και η ιδέα της φυγής, τα παρατούν όλα για μια εκδρομή – αν και τελικά, τίποτα από όσα άφησαν πίσω τους δεν τις παρατάει. Η ταινία άρθρωσε ένα σαφές, ζοφερό ύφος, που κάλυψε τα όποια κενά του ελλειπτικού σεναρίου.