Μπορεί να μη συναντηθήκαμε τον Μάιο, όταν ο συγγραφέας Κάρλο Λουκαρέλι επισκέφθηκε την Ελλάδα για την προώθηση της «Τριλογίας του φασισμού» (μτφρ.: Δήμητρα Δότση, εκδ.: Διόπτρα), ένα από τα γνωστότερα και περισσότερο μεταφρασμένα βιβλία του, αλλά τον βρήκαμε στην Ιταλία, τέλος Αυγούστου. Είχε επιστρέψει από τις καλοκαιρινές του διακοπές και ως καλός δημοσιογράφος που είναι παράλληλα, δεν βρήκε κανέναν λόγο για να μη δουλέψουμε κατά τον μήνα της μεσογειακής ραστώνης.
«Δεν είμαι πραγματικός δημοσιογράφος, αλλά μάλλον ένας αφηγητής της πραγματικότητας. Ομως, δεν επινοώ τίποτα, με μοναδική εξαίρεση τη σειρά με την οποία παρουσιάζω τα γεγονότα και το σασπένς με το οποίο τα αποκαλύπτω», είπε ο ίδιος όταν τον ρώτησα αν επηρέασε η δημοσιογραφική εμπειρία τη συγγραφή των αστυνομικών μυθιστορημάτων του, που είναι δεμένα άρρηκτα με την Ιστορία της Ιταλίας.
Η ενδελεχής έρευνα, όμως, ταιριάζει και στις δύο του ιδιότητες. Πριν ξεκινήσει να γράφει μια καινούργια αστυνομική υπόθεση, η οποία θα βασανίσει τον ήρωά του επιθεωρητή Ντε Λούκα, που θα τον οδηγήσει και πάλι στην αϋπνία και θα ανακατέψει το στομάχι του από μια διαρκή αηδία, ο Κάρλο Λουκαρέλι διαβάζει πολλά ιστορικά βιβλία, πολλά ημερολόγια και όποτε είναι εφικτό, μιλάει με όσους έζησαν εκείνη την εποχή.
«Αν ο επιθεωρητής Ντε Λούκα μπει σε μια καφετέρια, ξέρει ότι υπάρχει πόλεμος, ότι υπάρχουν οι σύμμαχοι και ότι υπάρχει επίσης ο Μουσολίνι. Αλλά όταν παραγγέλνει έναν καφέ, εγώ πρέπει να ξέρω πόσο κοστίζει. Χώρια που μαθαίνεις ότι καφές δεν υπάρχει, παρά μόνον με δελτίο», λέει.
«Πώς εργάζεστε;», τον ρωτώ. «Κοιτάζω φωτογραφίες, οι οποίες λένε πολλά μέσα από μικρές λεπτομέρειες που διαφεύγουν με την πρώτη ματιά. Και διαβάζω επίσης εφημερίδες και περιοδικά. Οχι όμως τα πρωτοσέλιδα, όπου βλέπεις τις πιο γνωστές ειδήσεις, συχνά διαστρεβλωμένες από την εξουσία. Μελετώ εκείνες που λένε για τις ταινίες που παίζονταν στον κινηματογράφο, για το τι άκουγε ο κόσμος στο ραδιόφωνο και κυρίως για την καθημερινή ζωή – τι έτρωγαν, πώς ντύνονταν, ποια ήταν τα καθημερινά τους προβλήματα», απαντά.
– Πιστεύετε ότι η αστυνομική πλοκή βοηθάει να καταλάβουμε καλύτερα την Ιστορία;
– Το να γράφεις ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που πραγματεύεται τις αντιφάσεις της κοινωνίας –σήμερα ή στο παρελθόν– σημαίνει ότι σκηνοθετείς τους μηχανισμούς της σκοτεινής πλευράς του κόσμου, καταγγέλλοντας ό,τι δεν λειτουργεί και το κάνεις αυτό δημιουργώντας συναισθήματα που δεν θα μας αφήσουν να ξεχάσουμε ό,τι αφηγούμαστε. Πρόκειται πάντα για μια πολιτική πράξη καταγγελίας, ακόμη και όταν φαντάζει σαν εμπορικό εγχείρημα και δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα καθεστώτα έφτασαν στο σημείο να απαγορεύσουν τα αστυνομικά μυθιστορήματα, όπως έκανε το φασιστικό καθεστώς από το 1940 κι έπειτα.
Εμείς οι Ιταλοί έχουμε ένα φασιστικό παρελθόν που δεν λέει να φύγει, έχουμε ακόμη τη θέση μας στο μέτωπο του Ψυχρού Πολέμου, την περίοδο της τρομοκρατίας και των αιματοχυσιών, την ιδιαίτερα έντονη παρουσία του οργανωμένου εγκλήματος, τη διαφθορά του οικονομικού και πολιτικού συστήματος και πολλά άλλα. Στην Ιταλία (και όχι μόνον) το να γράφεις για ίντριγκες και φόνους σημαίνει εκ των πραγμάτων ότι γράφεις για πολιτική, εκτός αν θέλεις να παραμείνεις σε ένα αφηρημένο πεδίο.
Ολα τα καθεστώτα έφτασαν στο σημείο να απαγορεύσουν τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Το να γράφεις για ίντριγκες και φόνους σημαίνει εκ των πραγμάτων ότι γράφεις για πολιτική.
– Η «Τριλογία του φασισμού» διαδραματίζεται στη βόρεια Ιταλία, Απρίλιο και Μάιο του 1945, και στην Μπολόνια τον Απρίλιο του 1948. Γιατί τοποθετήσατε την αστυνομική δράση στη συγκεκριμένη περίοδο;
– Δεν ήταν πραγματική επιλογή. Εκείνη την εποχή μελετούσα την ιστορία της φασιστικής πολιτικής αστυνομίας με αφορμή τη διπλωματική μου εργασία στη σύγχρονη Ιστορία. Πήρα συνεντεύξεις από αρκετό κόσμο, ώσπου συνάντησα έναν παλιό αστυνομικό, συνταξιούχο από καιρό, ο οποίος είχε περάσει όλη του την καριέρα στην πολιτική αστυνομία. Είχε ξεκινήσει από την Ovra, τη μυστική αστυνομία του Μουσολίνι, συλλαμβάνοντας αντιφασίστες, αμέσως μετά τον πόλεμο μπήκε στην αστυνομία των παρτιζάνων συλλαμβάνοντας πρώην φασίστες, στη συνέχεια στην αστυνομία της δημοκρατίας συλλαμβάνοντας πρώην παρτιζάνους κ.ο.κ. Κάθε φορά που άλλαζε η πολιτική κατάσταση, εκείνος βρισκόταν αντιμέτωπος με όσους προηγουμένως ήταν συνάδελφοι ή εργοδότες του, οπότε εντελώς αυθόρμητα τον ρώτησα πού ένιωθε ενταγμένος πολιτικά, εν ολίγοις ποιον ψήφιζε. Εκείνος, όμως, εκνευρίστηκε και μου απάντησε: «Τι σχέση έχει αυτό, εγώ είμαι αστυνομικός». Πάει η συνέντευξη, πάει και η διπλωματική, που ποτέ δεν κατάφερα να ολοκληρώσω. Μέσα μου όμως με έτρωγε αυτή η απάντηση –είμαι αστυνομικός, δεν έχω καμία σχέση με την πολιτική, εμένα άλλες ήταν οι προτεραιότητές μου– και το κατά πόσο ήταν επαρκής τότε όπως και τώρα. Πήρα λοιπόν αυτή την ιστορική περίοδο, τόσο σημαντική για τη χώρα μου και τόσο γεμάτη αντιφάσεις και συμβιβασμούς, προδομένες υποσχέσεις και σάπιες ρίζες που δεν κόπηκαν ποτέ, και την ανέθεσα σε έναν αστυνομικό ώστε να μου μιλήσει ο ίδιος γι’ αυτήν. Για να καταλάβω την Ιταλία τού χθες και ταυτόχρονα την Ιταλία τού σήμερα.
– Ποιες συγγραφικές προκλήσεις αντιμετωπίσατε μιλώντας για την περίοδο του φασισμού στη χώρα σας;
– Η πρώτη πρόκληση που αντιμετωπίζω είναι η έλλειψη μνήμης του Ιταλού αναγνώστη. Είμαστε ένας από τους πλουσιότερους σε Ιστορία λαούς, αλλά και ένας από τους φτωχότερους σε μνήμη. Δεν μπορώ να θεωρώ δεδομένο ότι όσοι με διαβάζουν γνωρίζουν την Ιστορία της εποχής που αφηγούμαι, ιδίως αν μιλάμε για νέους ανθρώπους. Πρέπει συνεχώς να σκηνοθετώ τα γεγονότα και τις αποχρώσεις τους, να τα αναδεικνύω ώστε να γίνονται αισθητά, γιατί ξέρω ότι δεν μπορώ να βασιστώ σε μια ισχυρή κοινή φαντασία.
Κατά συνέπεια, επειδή δεν υπάρχει βαθιά γνώση των γεγονότων, γίνονται έρμαιο πολιτικών ερμηνειών, που βασίζονται ενίοτε σε ιστορικά ψέματα. Η βασική πρόκληση, λοιπόν, είναι το ότι απευθύνομαι σε έναν αναγνώστη που δεν είναι εξοικειωμένος με γεγονότα, για τα οποία ωστόσο είναι ήδη πολιτικά προκατειλημμένος. Και το κάνω με όλες τις αποχρώσεις και τις αντιφάσεις της αφήγησης. Οπως λένε: είναι μια «βρώμικη» δουλειά, αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει.
– Η Τζόρτζια Μελόνι έχει πολιτικούς συμμάχους με νεοφασιστικό υπόβαθρο, όπως ο Ινιάτσιο Λα Ρούσα. Πιστεύετε ότι η Ιταλία έχει γίνει πιο ανεκτική απέναντι στην ακροδεξιά και τις φασιστικές ιδεολογίες του παρελθόντος;
– Με όλα όσα υπήρξε ο φασισμός από ιδεολογικής, πολιτικής, κοινωνικής, ρατσιστικής και εγκληματικής άποψης, η αναφορά και μόνο της λέξης θα έπρεπε να είναι το πολιτικό ισοδύναμο της βλαστήμιας. Το γεγονός ότι δεν λογαριαστήκαμε ευθύς εξαρχής με αυτό το φρικτό και, επαναλαμβάνω, εγκληματικό παρελθόν, συντέλεσε στο να παραμείνει ζωντανός στα κενά της μνήμης, να καλλιεργηθεί από εκείνους που ήθελαν την επιστροφή του, με αποτέλεσμα σιγά σιγά να μεγεθυνθεί. Ως εκ τούτου, ναι, υπάρχει μεγαλύτερη ανοχή απέναντι στον φασισμό στην ιταλική κοινωνία, σε σημείο μάλιστα να βλέπουμε στην κορυφή των θεσμών ανθρώπους που κατά κάποιον τρόπο ανατρέχουν σε αυτό το παρελθόν ή που το εκθειάζουν. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο αντιφασισμός παραμένει κάτι επίκαιρο και αναγκαίο για εμάς. Η Ιταλία δεν είναι φασιστική χώρα, υπάρχουν όμως πολλοί, πάρα πολλοί φασίστες ακόμη.
Κεντρική φωτ. Παιδιά 6 έως 8 ετών, οι «Γιοι της Λύκαινας», παρελαύνουν στη Ρώμη το καλοκαίρι του 1935. «Το γεγονός ότι δεν λογαριαστήκαμε με αυτό το φρικτό παρελθόν συντέλεσε στο να παραμείνει ο φασισμός ζωντανός στα κενά της μνήμης και να καλλιεργηθεί από όσους ήθελαν την επιστροφή του», λέει ο Κάρλο Λουκαρέλι και προσθέτει πως «γι’ αυτόν τον λόγο ο αντιφασισμός παραμένει κάτι επίκαιρο και αναγκαίο». [AP Photo]