Σε λίγους μήνες ολοκληρώνεται η τριετής θητεία του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Γιάννη Μόσχου. Δεν αποκλείεται να ανανεωθεί η θητεία του. Ωστόσο, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, οι συζητήσεις για την επόμενη ημέρα έχουν ξεκινήσει, με τα πρώτα ονόματα να κυκλοφορούν στους θεατρικούς διαδρόμους. Μεταξύ αυτών είναι δύο σκηνοθέτες που υπηρετούν σε ιστορικούς θεατρικούς οργανισμούς, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια επιχειρούν να ενισχύσουν το στίγμα τους στα καλλιτεχνικά δρώμενα. Επίσης, καθώς όρος για την ανάληψη της θέσης του καλλιτεχνικού διευθυντή της πρώτης κρατικής σκηνής της χώρας είναι η ύπαρξη διοικητικής εμπειρίας σε ευμεγέθεις καλλιτεχνικούς οργανισμούς, στη λίστα των πιθανών διεκδικητών προστίθενται ονόματα που έχουν εγγράψει στο βιογραφικό τους τέτοια εμπειρία στο πρόσφατο παρελθόν. Ουδείς εξ αυτών έχει έως τώρα κάποια καλλιτεχνική σχέση με το Εθνικό Θέατρο, πλην κάποιων συνεργασιών σε επίπεδο καλλιτεχνικών οργανισμών.
Οι πληροφορίες βάζουν στο κάδρο τρεις ακόμη σκηνοθέτες, με σημαντικό έργο. Ωστόσο, ο ένας μάλλον είναι εστιασμένος στα καθήκοντα της τρέχουσας, ισχυρής θέσης του, ο δεύτερος έχει οργανώσει πρόσφατα τη δική του σκηνή. Πάντως, και οι δύο είναι νέοι, έχουν χρόνια μπροστά τους. Ο τρίτος, όμως, εμφανίζεται –από τους παροικούντες την Αγίου Κωνσταντίνου και την Μπουμπουλίνας– ως ο επικρατέστερος. Πλεονεκτήματά του η μακρά καλλιτεχνική διαδρομή, το εγνωσμένης αξίας έργο του, το διεθνές του αποτύπωμα, η αποδοχή από το σινάφι.
Αυτό που αγνοείται είναι η κατεύθυνση που επιθυμεί να δώσει σε έναν καλλιτεχνικό οργανισμό η εκάστοτε ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού. Αγνοείται, γιατί τις περισσότερες φορές οι υπουργοί Πολιτισμού ή αδιαφορούν εμφανώς ή για τα μάτια του κόσμου απλώς περιγράφουν με γενικότητες το πώς σκέφτονται και επιθυμούν το Εθνικό Θέατρο (και ευρύτερα, τους κρατικούς καλλιτεχνικούς οργανισμούς). Eτσι συνήθως επιλέγουν έναν καλλιτέχνη με τον οποίο μπορούν να συνεννοηθούν –εάν υπάρχει και ιδεολογικοπολιτική συγγένεια, τόσο το καλύτερο–, και τον αφήνουν να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά.
Η «φωτιά» εν προκειμένω είναι οι 400 διοικητικοί υπάλληλοι του Εθνικού Θεάτρου με τα αιτήματά τους, τις φατρίες τους και τη δημοσιοϋπαλληλική τους νοοτροπία. Η διαχείριση του προσωπικού είναι κρίσιμη παράμετρος. Για τον λόγο αυτό θεωρείται προτέρημα ο καλλιτεχνικός διευθυντής να είναι «παιδί του Εθνικού», για να διατηρεί τις ισορροπίες, τόσο με τους διοικητικούς όσο και με τους καλλιτέχνες.
Eτσι, ο καλλιτεχνικός του Εθνικού καταλήγει να αναλώνεται σε διαχείριση προσωπικών φιλοδοξιών των καλλιτεχνών και συντεχνιακών πιέσεων. Εντέλει ο ρόλος του είναι η προσφορά δουλειάς στους Eλληνες καλλιτέχνες με… rotation; Μήπως το Εθνικό Θέατρο χρειάζεται διοικητικό διευθυντή, ώστε να λυθούν τα χέρια του καλλιτεχνικού. Ουδέποτε έως τώρα δεν επελέγη καλλιτεχνικός διευθυντής από το εξωτερικό. Γιατί όχι μια ξένη ματιά, σε έναν κρατικό ελληνικό οργανισμό; Φοβόμαστε την αποτυχία του Γιαν Φαμπρ και δεν θυμόμαστε την επιτυχία του Γιώργου Λούκου; Ερωτήματα που μάλλον η ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού αδιαφορεί να συζητήσει.