Η παλαιότητα που επιβιώνει στα τετράγωνα ανάμεσα στις οδούς Σκιάθου, Αιλιανού, Ευγενίου Καραβία και Πάτμου, ανάμεσα στην Αχαρνών και στην Πατησίων, αποκαλύπτεται σταδιακά και ξαφνιάζει. Είναι σκόρπια τα κομμάτια μέσα στον πυκνό ιστό της πόλης που έχουν αυτήν την αφηγηματική ικανότητα. Να προκαλούν τις αισθήσεις και να αιχμαλωτίζουν το βλέμμα. Ολες αυτές οι παλιές γειτονιές, ατελείωτα τετράγωνα χτισμένα με σχεδόν ενιαίο τρόπο μετά το 1955, έχουν ένα παρελθόν ημιαστικό, ημιεπίσημο και σε κάθε περίπτωση ακραιφνώς αθηναϊκό. Γι’ αυτό στάθηκα ώρα πολλή σε όσα ερειπωμένα θραύσματα ζουν σε κατάσταση νεκροφάνειας μέσα στη σύγχρονη πραγματικότητα. Μα και αυτά πραγματικότητα δεν είναι; Απλώς απέχουν…
Ανεβαίνοντας από την Αχαρνών διάλεξα την οδό Σκιάθου γιατί ήθελα να βγω σε αυτό το παλαιότατο ξέφωτο, μια πολύ χαριτωμένη μικρή πλατεία, που σχηματίζεται στη γωνία με την οδό Αιλιανού. Εκεί, σε αυτήν τη σχεδόν εξοχική ατμόσφαιρα, με τραβούσε η πίσω όψη ενός οθωνικού χαμηλού κτιρίου, που βρίσκεται στην άλλη γωνία, Ευγενίου Καραβία και Αιλιανού. Από την πλευρά της μικρής πλατείας μπορεί να δει κανείς τις σάρκες αυτού του παλαιότατου κτίσματος που μοιάζει με κυνηγετικό περίπτερο του 19ου αιώνα.
Ενα θαυμάσιο παράθυρο με πράσινα γερμανικά παντζούρια, μια εξαιρετική υδρορροή, οι πέτρες που έχουν σκάσει από τον σοβά, το θερμό αίσθημα της ώχρας στην επιδερμίδα, τα περιστέρια που φτεροκοπούν στα μισάνοιχτα παράθυρα του ορόφου, όλα, μα όλα, μιλούν για ένα θραύσμα του 19ου αιώνα ανάμεσα στις μεταπολεμικές πολυκατοικίες. Πιο κάτω, το άλλο θαυμάσιο οίκημα με κήπο στη γωνία Ευγενίου Καραβία με Πάτμου, ανοιχτό θέμα επί μισόν αιώνα. Περπατώντας στους δρόμους αυτούς χρειάζεσαι χρόνο. Είναι εύκολο να υποκύψεις στην επιθυμία να τα προσπεράσεις όλα, να χαθείς σε μια άλλη χοάνη της πόλης.
Επιμένω εκεί γύρω στην οδό Σκιάθου. Θυμάμαι τη συμμαθήτρια που έμενε σε μια πολυκατοικία του 1956, την ήρεμη ατμόσφαιρα εκείνων των δρόμων που ήταν δρόμοι «οικογενειακοί». Παρατηρώ τη διπλομανταλωμένη μονοκατοικία, Σκιάθου 38. Είναι ένα μικρό σπίτι με μικρή προσθήκη στον όροφο, που φέρει όλα εκείνα τα γνωρίσματα ενός τόσο οικείου αθηναϊκού μέσου όρου. Σε εκείνη την καφετιά, νεοκλασική εξώπορτα και σε εκείνα τα μοναδικά μωσαϊκά στα σκαλοπάτια, βλέπω εκατοντάδες σπίτια, εκατοντάδες σπιτονοικοκυρές, εκατοντάδες παιδιά στο κεφαλόσκαλο και στον χωματόδρομο. Είναι ένα σπίτι-φύλακας.
Είναι όμως πιο κάτω που στάθηκα ώρα πολλή ώστε να αναπνεύσω την αύρα ενός ερειπίου. Είναι ένα σπίτι μεγάλο. Διπλοκατοικία. Θαυμάσιες οι είσοδοι, στιβαρές, αρχοντικές. Στον αριθμό 41 της οδού Σκιάθου, το μεγάλο αυτό σπίτι, φασκιωμέ-νο με ικριώματα, είναι πλέον πάνω στη μικρή πλατεία με το θεόρατο κυπαρίσσι. Ο διάλογος ανάμεσα στο ύψος του δέντρου και στην παλαιότητα του κτίσματος είναι σχεδόν ιερός. Υπάρχει μια μέθεξη.
Ας σταθεί κάποιος να συνομιλήσει με το σπίτι της οδού Σκιάθου 41. Μου θύμισε ένα άλλο ευγενές ερείπιο, Στεφάνου Βυζαντίου και Τσίλλερ 2, με τις βαθιές ώχρες, τους γύψινους βοστρύχους, την τόσο φυσική αρμονία. Τι μέλλον μπορεί να έχει αυτό το σπίτι; Με τη δύναμη της φαντασίας βλέπεις τα δωμάτια, τα ταβάνια, τις σκάλες, τα ξύλινα πατώματα. Είναι φανερό πως ήταν ένα σπίτι της ανώτερης μεσαίας τάξης, ένα σπίτι που συνυπήρχε με άλλα της ίδιας στάθμης και με άλλα πιο λαϊκά. Στη γωνία, το μικρό αδιέξοδο της οδού Σκιάθου με ανακαινισμένες μονοκατοικίες δίνει κάποιες απαντήσεις για τι θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει στις γειτονιές.
Οι εξώθυρες στη Σκιάθου 41 είναι λεηλατημένες. Οι μαρμάρινοι πεσσοί με τρεις μαρμάρινους ήλους εκατέρωθεν των εισόδων μαρτυρούν εκείνη την τέχνη που χάθηκε στον χρόνο. Πώς θα ήταν όταν βήματα ακούγονταν μέσα στο σπίτι αυτό;