Υπερμνήστρα: Ο,τι είναι γραφτό από τη μοίρα να γίνει, θα γίνει.
Κανένας δεν γλιτώνει από τη θέληση του Δία.
Οπως τόσες άλλες πριν από εμάς,
Ισως κι εμείς στον γάμο να οδηγηθούμε».
«Ικέτιδες» (490 π.Χ.)
Πενήντα κοπέλες εξωτικής ομορφιάς, αφρικανικής καταγωγής, με Ελληνίδα προγιαγιά, μοναχοκόρες όλες του Δαναού, είναι τα μέλη του Χορού των «Ικέτιδων», ενός Χορού που πρωταγωνιστεί ως «υποκριτής» σε αυτήν την τραγωδία του Αισχύλου, ως ένα σώμα, που ενώ «πάσχει» από τα δεινά της μοίρας, εντούτοις αρνείται σθεναρά τον εξαναγκασμό σε πράξη ανίερη και ανόσια, σε γάμο επιβεβλημένο κι αιμομεικτικό.
Πενήντα παρθένες «ελληνοβάρβαρες» καταφθάνουν στο Αργος ζητώντας από τον δίκαιο βασιλιά Πελασγό «ιερή προστασία» και άσυλο, παθιασμένες από την επιθυμία τους να αντισταθούν στον γάμο με τα ξαδέλφια τους, τους «απεχθείς» γιους του βασιλιά Αιγύπτου, του θείου τους και αδελφού του πατέρα τους.
«Μην μας παραδώσεις στους γιους του Αιγύπτου», ικετεύουν τον Δία, και η ιερότητα του θεσμού της ικεσίας οδηγεί τον Πελασγό στο ηθικό δίλημμα να τις βοηθήσει εκθέτοντας την πόλη του στην απειλή του πολέμου ή να διασφαλίσει τα συμφέροντα του λαού του με κίνδυνο το «μίασμα» που θα προκαλέσει η αυτοκτονία των κοριτσιών. Ο Δίας, πάλι άπιστος, ερωτεύτηκε την Ιώ, την προγιαγιά των Δαναΐδων και σε αυτήν τη δύσκολη ώρα θα γίνει ο προστάτης τους.
Εκτός όμως από τη θεϊκή βούληση, είναι και ο θεσμός της εσωγαμίας που επιδρά στη σύλληψη του θέματος αυτής της τραγωδίας. Ο Αισχύλος υφαίνει την υπόθεση πάνω στον καμβά του νόμου του αττικού δικαίου, με βάση τον οποίο η μοναχοκόρη που κληρονομούσε την περιουσία του πατέρα έπρεπε να παντρευτεί συγγενικό της πρόσωπο, ώστε αυτή η περιουσία να παραμείνει στην οικογένεια. Την υποχρέωνε σε γάμο αιμομεικτικό και της στερούσε οποιοδήποτε δικαίωμα επιλογής.
Ο Χορός δεν απέδωσε κινησιολογικά τον πανικό των 50 κοριτσιών που ζητούν προστασία στο Αργος.
Η Μαριάννα Κάλμπαρη επέλεξε σωστά την ποιητική μετάφραση του Ιωάννη Γρυπάρη για να σκηνοθετήσει αυτήν τη «λυρική» τραγωδία, ένα δύσκολο έργο με ελάχιστες δραματικές συγκρούσεις, κλιμακώσεις και κορυφώσεις. Εδωσε όμως λανθασμένα έμφαση στην ανάμειξη του στυλιζαρίσματος και των γυμναστικών κινήσεων των μελών του Χορού, με αποτέλεσμα την παρουσία ενός υποτονικού Χορού θηλέων, σε ένα έργο όπου ο Χορός (όπως και των «Ευμενίδων» αλλά και των «Βακχών») ως γυναικείο υποκείμενο είναι και ο κυρίαρχος φορέας δράσης. Υποτονικά σκηνοθετημένος, ο Χορός των «Ικέτιδων» δεν απέδωσε κινησιολογικά την πανικόβλητη είσοδο των κοριτσιών, καθώς η πάροδος ήταν αργή και η αίσθηση της σχολικής μαθητικής γιορτής υπήρξε ιδιαίτερα έντονη σε πολλά σημεία της παράστασης.
Η οπτική ισορροπία διαταράσσεται με τη μεταλλική κατασκευή του σκηνικού που επιμελήθηκε η Χριστίνα Κάλμπαρη, καθώς υφολογικά παραμένει ασύνδετη με τη σκηνογραφική αισθητική του συνόλου.
Η χορογραφία της Χριστίνας Σουγιουλτζή δεν κάλυψε το κενό της σκηνοθετικής άποψης για τον ρόλο του Χορού, παρά την εύστοχη ιδέα της Κάλμπαρη να αναδείξει τους δύο ρόλους της Υπερμνήστρας και της Αμυμώνης ως αυτόνομους και ανεξάρτητους ρόλους, διαχωρισμένους από το σύνολο των πενήντα Ικέτιδων-μελών του Χορού. Η Λένα Παπαληγούρα και η Λουκία Μιχαλοπούλου προσέγγισαν τις δύο γυναικείες μορφές με πολλές συναισθηματικές διακυμάνσεις, με εξαιρετική ευαισθησία και ιδιαίτερο εκφραστικό πλούτο, δημιουργώντας το συγκινησιακό φορτίο που απαιτεί η τραγική μορφή των μοιραίων θηλυκών υπάρξεων, απόλυτα εκτεθειμένων στους κινδύνους της ατίμωσης και της στέρησης της ελευθερίας στην πατριαρχική κοινωνική δομή.
Η Λυδία Κονιόρδου στον ανδρικό ρόλο του Πελασγού υπερτόνισε σε καίρια σημεία το κλασικό στομφώδες ύφος, εναρμονισμένο με την υποκριτική γραμμή της σχολής Συνοδινού, ένας υψηλός τόνος μεγάλης τραγωδού που δημιούργησε την απορία αν ήταν σχολιαστικός αυτής της ηχηρότητας ή αν πραγματικά απηχεί μια αυθεντική άποψη για τον τρόπο ερμηνείας του αρχαίου δράματος.
Ο Ακης Σακελλαρίου ως βασιλιάς Δαναός και πατέρας των Ικέτιδων δημιούργησε μια σχέση πατρικής προστασίας, διατηρώντας παράλληλα έναν τόνο αυταρχικό, σωστά οριοθετημένο ως προς τη σημασιοδότηση του παιξίματος που επιτρέπει την εναλλαγή της φυσιογνωμικής σκληρότητας αλλά και της χαλαρότητας μέσω των μορφασμών. Απέδωσε με καθαρότητα το μήνυμα προς τις κόρες, «Μην ξεχνάτε ότι η τιμή σας αξίζει περισσότερο από τη ζωή σας», και τις οδήγησε με αυτοπεποίθηση στον δρόμο της εκδίκησης. Οι Ικέτιδες υποτάσσονται στον άνδρα πατέρα τους και αυτός με τη σειρά του διασφάλισε την εξουσία του.
Ο Αιγύπτιος Κήρυκας του Γιάννη Τσορτέκη ερμηνεύτηκε στη βάση ενός υπερβολικού παιξίματος που απηχεί καθαρά την ευκολία της μανιέρας του βίαιου, του φωνακλά, του άγριου και πρωτόγονου ανθρωπόμορφου όντος. Ο ηθοποιός είχε έτοιμα τα αντανακλαστικά από τον τηλεοπτικό ρόλο του «κακού» και δεν έκανε μια προσπάθεια να τα προσαρμόσει στον θεατρικό ρόλο, σε αυτήν την τόσο κρίσιμη και εμβόλιμη σκηνή του μισογυνικού παραληρήματος.
Ανίσχυρες οι «Ικέτιδες» του Θεάτρου Τέχνης, δεν απέδωσαν τη δυναμική του συλλογικού υποκειμένου.
Δυστυχώς δεν είδα την παράσταση με τη Μαρίνα Σάττι και θα μείνω με την απορία αν πρόσθεσε ή αφαίρεσε κάτι από την αίγλη του αρχαίου δράματος.
Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας ΑΠΘ.