Αυτό που είδαμε την Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου από κοντά ήταν ένα είδος ψυχαγωγίας, που στη χώρα μας τουλάχιστον σπανίζει. Γιατί πρωταγωνιστής δεν ήταν ούτε το αψεγάδιαστο μουσικό κουαρτέτο (πιάνο – μπάσο – τύμπανα – κρουστά) ούτε, όπως είπε η ίδια η ερμηνεύτρια, ο χώρος ή το κοινό, αλλά ούτε καν και η ίδια η, 84 ετών σε λίγους μήνες, Ντιόν Γουόργουικ: αυτά που έλαμψαν πιο πολύ εκείνο το βράδυ, πιο πολύ και από τις μπλε παγιέτες στο κοστούμι της, ήταν τα τραγούδια. Τραγούδια που έρχονταν από άλλες εποχές, αυτές που το μεγαλύτερο μέρος των θεατών δεν πρόλαβε, καθώς γεννήθηκε μεταγενέστερα και, μοιραία, αγκάλιασε επηρεασμένο από τον μύθο που τα συνοδεύει. Και αυτόν τον μύθο ήταν, αρχικά, δύσκολο να εντοπίσεις, όταν η Ντιόν Γουόργουικ ανέβηκε στο σανίδι με αποφασιστικό, αλλά όχι απόλυτα σταθερό βήμα και με διάθεση να μιλάει αρκετά ανάμεσα στα τραγούδια, προφανώς επειδή έτσι έπαιρνε τις απαραίτητες ανάσες και επειδή έτσι έχει μάθει να διασκεδάζει τα πλήθη από το 1962 που έκανε την πρώτη της εμφάνιση μέχρι και σήμερα – 62(!!!) χρόνια μετά.
Η φωνή της σε κάποια σημεία την πρόδιδε, αλλά οφείλουμε να της αναγνωρίσουμε ότι δεν κατέφυγε στην εύκολη λύση των backing singers, για να καλύψουν την όποια ανεπάρκεια. Κάλεσε μόνον στη σκηνή, για δύο ντουέτα, τον μεγαλύτερο γιο της Ντέιβιντ Ελιοτ, 55 ετών, που αντεπεξήλθε πλήρως στον ρόλο του και στάθηκε με τρυφερότητα δίπλα στη μητέρα του. Τελικά, όμως, καθώς οι διαχρονικές επιτυχίες («Walk On By», «Anyone Who Had a Heart», «This Girl’s in Love With You», «I Say a Little Prayer», «Alfie», «What the World Needs Now Is Love») διαδέχονταν η μία την άλλη και οι υπέροχες μελωδίες, με αυτούς τους ανεπανάληπτα ρομαντικούς στίχους είχαν εκτοπίσει πλήρως τον όποιο κυνισμό κουβαλούσε και ο πιο επιφυλακτικός θεατής, αυτά τα 60 (και λίγο παραπάνω) λεπτά αποδείχθηκαν αρκετά ώστε να μεταφερθούμε άπαντες δεκαετίες πίσω… Τότε που ένας χαρισματικός συνθέτης (Μπερτ Μπάκαρα) συναντούσε έναν προικισμένο στιχουργό (Χαλ Ντέιβιντ) και οι δυο τους ανακάλυπταν τη μούσα τους στο πρόσωπο μιας καλλίγραμμης 22χρονης από το Νιου Τζέρσεϊ και, πριν οι δύο πρώτοι τσακωθούν για οικονομικούς λόγους, έγραψαν μαζί ιστορία στην ποπ με δεκάδες επιτυχίες που κανείς ποτέ δεν πρόκειται να ερμηνεύσει καλύτερα από τη Γουόργουικ. Είχε μία μοναδική ικανότητα να απευθύνεται ταυτόχρονα σε λευκά και μαύρα ακροατήρια, να δαμάζει όλα τα όργανα της ορχήστρας χωρίς κορώνες και να σε βοηθάει να καταλαβαίνεις το νόημα των στίχων, ακόμη κι αν δεν τους διέκρινες λεκτικά.
Το ίδιο ακριβώς έκανε και τώρα –όταν πια οι περισσότεροι συνεργάτες και συνοδοιπόροι της έχουν φύγει από το προσκήνιο ή και από τη ζωή– ακριβώς επειδή κουβαλάει ακόμη όλη την αύρα με τον πιο αυθεντικό τρόπο: δεν διασκευάζει αυτά τα τραγούδια – αντίθετα, ήταν ανέκαθεν δικά της και απλώς τα αφήνει τώρα να ρέουν έσωθεν εκπορευόμενα.
«Σε αγαπάμε», της φώναξε κάποια κυρία από τις πρώτες σειρές και εκείνη χαμογέλασε, διέκοψε τη ροή του λόγου της και απάντησε «I love you too. I really do». Και το εννοούσε. Γιατί επέτρεψε σε αυτά τα δικά της τραγούδια να γίνουν για λίγο και δικά μας. Υπάρχει μεγαλύτερο δώρο από αυτό;