Στη χώρα μας ο Βρετανός δημοσιογράφος-συγγραφέας Τζάιλς Μίλτον έγινε εξαιρετικά δημοφιλής χάρη στον συναρπαστικό «Χαμένο παράδεισο» (εκδ. Μίνωας) με θέμα τη Σμύρνη του 1922. Το νέο βιβλίο του Μίλτον, «Υπόθεση Στάλιν. Η απίθανη συμμαχία που κέρδισε τον πόλεμο» έχει ως θέμα το μίσος που έτρεφε ο Τσόρτσιλ προς το σταλινικό καθεστώς και ταυτόχρονα την απόφασή του να το στηρίξει προκειμένου να αφανιστούν οι ναζί. Το βιβλίο κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Μίνωας σε μετάφραση του Χρήστου Καψάλη. Η «Κ» προδημοσιεύει σήμερα ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.
“Ολοι οι καλεσμένοι του Τσόρτσιλ εκείνο το Σαββατοκύριακο συμφώνησαν σε ένα σημείο: χωρίς τη συνδρομή της Δύσης, ο Κόκκινος Στρατός του Στάλιν θα γνώριζε την ήττα. Και μια τέτοια ήττα θα είχε καταστροφικές συνέπειες για τη Μεγάλη Βρετανία, καθώς ο Χίτλερ θα ήταν πλέον σε θέση να μεταφέρει όλες τις δυνάμεις του από το Ανατολικό Μέτωπο στο Δυτικό, καθιστώντας τη μελλοντική απελευθέρωση της κατεχόμενης Ευρώπης πρακτικά αδύνατη.
Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ ανέκαθεν διέθετε το χάρισμα να βλέπει τη μεγάλη εικόνα, κι αυτό ακριβώς έκανε εκείνες τις ώρες. Τόσο η Βρετανία όσο και η Σοβιετική Ενωση είχαν δεχτεί επίθεση από τον Χίτλερ, γεγονός που τις καθιστούσε εκ των πραγμάτων συμμάχους, στο πλαίσιο ενός υπέρτερου αγώνα. Προς μεγάλη απογοήτευση πολλών εκ των στενών συνεργατών του, ο Τσόρτσιλ δήλωσε αποφασισμένος να συνδράμει τον Στάλιν. (…)
Ο τόνος της ομιλίας ήταν αποφασιστικός και βαρύς, με τη χαρακτηριστική τραχιά εκφορά του Βρετανού πρωθυπουργού να της προσδίδει επιπλέον ένταση. Μιλούσε επιτηδευμένα αργά, κάνοντας μακρές παύσεις, έτσι ώστε να δίνεται μεγαλύτερη έμφαση σε κάθε καίρια φράση. (…)
Ο Τσόρτσιλ παραδέχτηκε με ωμή ειλικρίνεια ότι ένιωθε απέχθεια για το σοβιετικό καθεστώς σε ολόκληρη την πολιτική του σταδιοδρομία. «Κανείς δεν έχει υπάρξει συνεπέστερος αντίπαλος του κομμουνισμού από ό,τι εγώ τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια. Δεν πρόκειται να αναιρέσω λέξη από όσα έχω πει εναντίον του. Ομως, όλα αυτά ωχριούν μπροστά στο θέαμα που βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη». Αντιπαθούσε τον Ιωσήφ Στάλιν –σφόδρα– όμως απεχθανόταν βαθιά τον Αδόλφο Χίτλερ.
«Κανείς δεν έχει υπάρξει συνεπέστερος αντίπαλος του κομμουνισμού από ό,τι εγώ. Ομως, όλα αυτά ωχριούν μπροστά στο θέαμα που βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη».
«Είμαστε αποφασισμένοι να καταστρέψουμε τον Χίτλερ και κάθε ίχνος του ναζιστικού καθεστώτος… Οποιος άνθρωπος ή κράτος αγωνίζεται ενάντια στον ναζισμό θα έχει τη βοήθειά μας». Ηταν καθήκον της Βρετανίας να συνδράμει τη Σοβιετική Ενωση, εκείνες τις ώρες της απόγνωσης. Ηταν επίσης προς το συμφέρον της ίδιας της Βρετανίας.
Οι καλεσμένοι του Τσόρτσιλ στο Τσέκερς ξεκίνησαν την εξονυχιστική ανατομία της ομιλίας λίγα λεπτά μετά το τέλος της. Ο Αντονι Ιντεν ανησυχούσε πως πολλοί Βρετανοί θα έφριτταν στην ιδέα να στηρίξει η χώρα τη Σοβιετική Ενωση. Με πολιτικούς όρους, είπε, «η Ρωσία ήταν εξίσου κακή με τη Γερμανία». Ο Τζον Κόλβιλ εστίασε περισσότερο στη μαχητική εκφορά του Τσόρτσιλ. «Ηταν επιβλητική» σκέφτηκε «και φανέρωνε μια σαφή απόφαση στήριξης της Ρωσίας». Η νεαρή Μαίρη Τσόρτσιλ, η έφηβη κόρη του Βρετανού πρωθυπουργού, υπήρξε ακόμα πιο ενθουσιώδης. «Το διάγγελμα του Μπαμπά – υπέροχο! Αχ, καλέ μου, δεν θα καταλάβεις ποτέ πόσο πολύ σε αγαπώ και σε θαυμάζω. Προσεύχομαι στον Θεό να σε φυλάξει [από κάθε κακό] και να σε στηρίξει».
Στο διάγγελμά του, ο Τσόρτσιλ δεσμεύτηκε να κάνει ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν προκειμένου να σώσει τον Κόκκινο Στρατό από την καταστροφή στα πεδία των μαχών, όμως παρέμεναν πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Πώς σκόπευε να συνδράμει τον Στάλιν; Με τι μέσα; Η Βρετανία δεν ήταν σε θέση να βοηθήσει τη Σοβιετική Ενωση με την αποστολή είτε πολεμικού υλικού είτε πρώτων υλών.
Ο σύνδεσμος
Στο μεταξύ, προέκυπταν και άλλα ερωτήματα. Εφόσον ο Στάλιν ήταν πλέον σύμμαχος, ο Βρετανός πρωθυπουργός θα χρειαζόταν έναν αποδεκτό αντιπρόσωπο στη Μόσχα, κάποιον που θα συνεργαζόταν με τον Σοβιετικό ηγέτη, κατά προτίμηση μέσα στο Κρεμλίνο. Ποιον, όμως; Ηταν δύσκολο να βρεθεί κατάλληλος υποψήφιος. Και αυτό το ζήτημα γεννούσε ένα ακόμα ερώτημα. Θα ήταν έστω διατεθειμένος ο Στάλιν να αποδεχτεί ένα τέτοιο πρόσωπο; Ελάχιστοι Δυτικοί, είτε Βρετανοί είτε Αμερικανοί, είχαν κατορθώσει να εισέλθουν στα οχυρά τείχη του Κρεμλίνου, ενώ είχαν περάσει χρόνια από τότε που στρατευμένοι δημοσιογράφοι, όπως ο Γουόλτερ Ντουράντι και ο Γιουτζίν Λάιονς, είχαν εξασφαλίσει συνεντεύξεις με τον Σοβιετικό ηγέτη. Ακόμα κι εκείνοι όμως ουδέποτε πάτησαν το πόδι τους στο προσωπικό γραφείο του Στάλιν. Ο ηγέτης της Σοβιετικής Ενωσης παρέμενε ένα σχεδόν απόλυτο αίνιγμα, άγνωστος και ενδεχομένως ακατανόητος. Αυτό αποτελούσε ανησυχητικό κενό, δεδομένου ότι ο Στάλιν κρατούσε στα χέρια του την τύχη του κόσμου”.