STEVE SEM-SANDBERG
Ωκεανός
μτφρ.: Γρηγόρης Ν. Κονδύλης
εκδ. Αλεξάνδρεια, σελ. 304
Ενας άνθρωπος κυνηγημένος, έμφοβος, με κλονισμένη υγεία και τα δεινά του παρελθόντος να στέκουν πάνω από το κεφάλι του σαν κακό σύννεφο, ο Ζαν-Ζακ Ρουσό, τον Σεπτέμβριο του 1765, θα κατανοήσει πως οι αντιδράσεις για όσα γράφει δεν θα μείνουν σε θεωρητικό μόνο επίπεδο.
Τότε ζούσε στο Μοτιέ της Ελβετίας, όταν ένα βράδυ οι αντίπαλοί του άρχισαν να εκτοξεύουν πέτρες κατά της οικίας του. Τρία χρόνια πιο πριν είχε εκδώσει τον «Αιμίλιο ή περί αγωγής», ένα βιβλίο που είχε εξοργίσει τα ανώτερα στρώματα της Εκκλησίας και τους ευγενείς για τις ελευθεριάζουσες απόψεις του. Τον είχαν κατηγορήσει ως αρνησίθεο και αναρχικό.
Το μυθιστόρημα του Στιβ Σεμ- Σάντμπεργκ «Ωκεανός» εκκινεί από αυτήν ακριβώς τη σκηνή εκδίκησης και με την αναπόδραστη φυγή του Ρουσό, μαζί με την γκουβερνάντα και ερωμένη του, Τερέζ, στο μικρό ελβετικό νησί Σαν Πιερ της λίμνης Μπιέν. Εκεί θα διαμείνει μόλις σαράντα πέντε ημέρες, ικανές όμως να προσφέρουν στον ταραγμένο και πλάνη βίο του έναν θύλακο ηρεμίας και γαλήνης.
Γνωρίζουμε και από τις «Εξομολογήσεις» του ότι ο Ρουσό επιθυμεί να καταδείξει πως πάντα ήταν ένας άνθρωπος που αποζητούσε την αρετή και ότι ποτέ δεν αρνήθηκε την ύπαρξη του Θεού και των δημιουργημάτων του.
Στο μικρό νησί Σαν Πιερ ο Ελβετός φιλόσοφος θα διαμείνει 45 ημέρες· ένας θύλακος γαλήνης στον ταραγμένο βίο του.
Φευ, υπήρξε ένας προφήτης (ιδιότυπος, βέβαια) που δεν έγινε δεκτός στον τόπο του. Από την άλλη, σε όλο αυτό το μακρινό ταξίδι της αναγκαστικής του φυγής, πάντα βρίσκονταν κάποιοι ευγενείς που του προσέφεραν άσυλο.
Στο παραδεισένιο νησί της Ελβετίας ο Ρουσό θα αφήσει κατά μέρος τα γραψίματα και τα βιβλία και θα ασχοληθεί επισταμένως με την άλλη μεγάλη αγάπη του: τη βοτανική.
Φυσικά, δεν θα λείψουν οι εσωτερικές διεργασίες που τον αναγκάζουν να έρθει αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό. Θα θυμηθεί τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, τις πρώτες ερωτικές του ονειρώξεις, αλλά και τις μετέπειτα συναισθηματικές περιπέτειες με διάφορες κυρίες επί των τιμών.
Τη συνείδησή του βαρύνουν τα παιδιά που έκανε με την Τερέζ και τα οποία απαρνήθηκε, παραδίδοντάς τα σε ορφανοτροφεία. Τούτη η σκληρή πράξη θα τον ακολουθεί για πάντα κεντρίζοντάς τον με ανεπούλωτες ενοχές.
Ο Σάντμπεργκ, όπως είχε κάνει και στο μυθιστόρημά του «Β» (μτφρ.: Γιώργος Μαθόπουλος, εκδ. Αλεξάνδρεια), καταφέρνει να μπει στην ουσία της εποχής, αφήνοντας κατά μέρος λεπτομέρειες που δεν προσφέρουν κάτι περισσότερο στο ψυχογράφημα του ήρωά του και εστιάζοντας στον πυρήνα της εσωτερικής του ζωής. Αυτό έκανε μετεγγράφοντας τον Βόιτσεκ του Γκέοργκ Μπίχνερ, αυτό πράττει και τώρα για τις ανάγκες του Ρουσό.
Ο Ελβετός φιλόσοφος, πρόδρομος πολλών θεωριών που θα αναπτυχθούν τους επόμενους αιώνες, αναφύεται από το μυθιστόρημα με όλες τις συγκρουσιακές δυνάμεις που τον ορίζουν ως άνθρωπο, αλλά και ως διανοητή.
Είναι τρωτός και συνάμα αποφασισμένος να τραβήξει τον δικό του δρόμο, ακόμη κι αν χρειαστεί να μείνει μόνος εναντίον όλων. Αισθάνεται προδομένος από τους φίλους του (ο Ντιντερό τού γυρίζει την πλάτη) και καταπονημένος από τα συνεχόμενα ταξίδια φυγής του προς το άγνωστο. Κι όμως, στο Σαν Πιερ θα βρει την ησυχία που αποζητούσε. Θα γίνει έως και αγρότης, αδιαφορώντας για την πολεμική που έχει φουντώσει εναντίον του και για τον κίνδυνο να συλληφθεί από μέρα σε μέρα και να συρθεί στο κονκλάβιο των εκκλησιαστικών οργάνων με σκοπό να παραδεχθεί την ενοχή του.
Κοντά στη φύση και στα αγαπημένα του φυτά, ο Ρουσό θα στοχαστεί επί μακρόν για το πώς ο άνθρωπος προσεγγίζει τον φυσικό κόσμο που τον περιβάλλει. Ποιες εικόνες εντυπώνονται μέσα του και με ποιον μηχανισμό, αλλά και πώς μπορεί να αναζητήσει την αλήθεια μέσα σε τούτο τον πλούτο που του προσφέρει απλόχερα η φύση και ο οποίος ξεπερνάει τις αισθητηριακές του δυνατότητες.
Το τέλος της ηρεμίας
Οι ημέρες της ησυχίας δεν θα κρατήσουν πολύ. Ο δικαστής της Μπιέν αρνείται να του επιτρέψει να μείνει περισσότερο στο νησί, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να φύγει άρον άρον προς τη Γερμανία, τη στιγμή που εκείνος επιθυμούσε να μεταβεί στην Αγγλία. Κάτι που θα το κάνει στη συνέχεια έπειτα από πρόσκληση του Σκωτσέζου φιλοσόφου Ντέιβιντ Χιουμ.