Στη μία όψη του απεικονίζονται δύο πολεμιστές που ετοιμάζονται για αναχώρηση. Στην άλλη βλέπουμε τρεις ιματιοφόρους άνδρες. Υπάρχουν μπουμπούκια λωτού στον λαιμό του, λιοντάρια και αγριογούρουνα στο χείλος του και, γενικά, πρόκειται για ένα αττικό αγγείο ιδιαίτερα όμορφο. Αποδίδεται στον «Ζωγράφο της Κενταυρομαχίας του Λούβρου» (450-420 π.Χ.) και αν αναζητήσουμε τα ίχνη του στον 20ό αιώνα, θα το συναντήσουμε σε ρεπορτάζ του 1953 για την επίσημη επίσκεψη στην Ελλάδα τού τότε Ιταλού πρωθυπουργού Αλτσίντε ντε Γκάσπερι (1881-1954), του πρώτου μεταπολεμικού πρωθυπουργού της Ιταλίας και ενός εκ των «ιδρυτών πατέρων» της ενωμένης Ευρώπης.
Τον είχε υποδεχθεί, μαζί με τη σύζυγό του Φραντσέσκα, ο Ελληνας ομόλογός του, ο στρατάρχης Παπάγος, κάνοντάς του ένα μεγάλο δώρο για τη συμβολή του στην Ενωση των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα: «Εγνώσθη ότι η ελληνική κυβέρνησις θα προσφέρη εις τον Ιταλόν πρωθυπουργόν μεγάλον αρχαίον αμφορέαν του 5ου π.Χ. αιώνος», έγραφε η «Καθημερινή» της 10ης Ιανουαρίου εκείνου του έτους. Και ενώ το αγγείο επιστράφηκε πρόσφατα στην Ελλάδα, φαίνεται πως δεν ήταν το μοναδικό δώρο που προσφέρθηκε στους επισκέπτες από την Ιταλία.
Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά. «Ο παππούς μου πέθανε στις 19 Αυγούστου 1954», λέει σήμερα στην «Κ» ο περήφανος εγγονός του Αλτσίντε ντε Γκάσπερι, ο Πάολο Κάτι ντε Γκάσπερι, ο οποίος προ ημερών, σε μια τελετή στην ελληνική πρεσβεία στη Ρώμη, παρέδωσε τον ερυθρόμορφο κιονωτό κρατήρα (όπως είναι η ακριβής περιγραφή του), που κατείχε νόμιμα, στο υπουργείο Πολιτισμού. «Ημουν παιδί τριών ετών τότε», διευκρινίζει, «για αυτό δεν έχω άμεσες αναμνήσεις από το αγγείο με τον παππού μου. Μπορούσα όμως να το θαυμάζω, καθώς ήταν εκτεθειμένο σε μια γυάλινη βιτρίνα στο σαλόνι του σπιτιού της γιαγιάς μου, Φραντσέσκα ντε Γκάσπερι. Ηταν το “οικογενειακό κόσμημα”, το πιο πολύτιμο αντικείμενο που έδειχναν στους καλεσμένους. Το κληρονόμησα και, φοβούμενος μήπως του συμβεί κάτι, το κρατούσα κλειδωμένο σε ασφαλές μέρος».
Πράγματι, όταν εκείνος ήταν παιδί, κάτι είχε συμβεί. Οχι στον ερυθρόμορφο κρατήρα, που φυλασσόταν στη Ρώμη, αλλά στα έγγραφα που επιβεβαίωναν τη δωρεά του και τα οποία, λέει ο κ. Ντε Γκάσπερι, βρίσκονταν στην εξοχική βίλα του παππού του, στην κωμόπολη Κάστελ Γκαντόλφο. Στη δεκαετία του ’60, στη βίλα μπήκαν διαρρήκτες, οι οποίοι, εκτός από έγγραφα, πήραν βέβαια αρκετά πολύτιμα αντικείμενα.
Ο Πάολο Κάτι ντε Γκάσπερι παρέδωσε πρόσφατα τον ερυθρόμορφο κρατήρα στο υπουργείο Πολιτισμού, σε μια τελετή στην ελληνική πρεσβεία στη Ρώμη.
«Θυμάμαι καλά το άλμπουμ με τα έγγραφα που είχαν δοθεί στον Αλτσίντε ντε Γκάσπερι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού στην Ελλάδα το 1953», λέει ο εγγονός του μιλώντας για ένα από τα κλοπιμαία. «Ηταν πολύ μεγάλο, με δερμάτινη επένδυση στα χρώματα της ελληνικής και της ιταλικής σημαίας, κλεισμένο με ένα μεγάλο ασημένιο πλαίσιο, τοποθετημένο σε περίοπτη θέση. Χρειάστηκε λοιπόν να ζητήσω βοήθεια από έναν αγαπητό φίλο αρχαιολόγο, τον Περικλή Σπάτουλα. Εκανε έρευνα και κατάφερε να βρει τις ελληνικές εφημερίδες της εποχής που αφηγούνταν το γεγονός της δωρεάς του αγγείου στον παππού μου. Στη συνέχεια μίλησα με την πρέσβειρα κ. Ελένη Σουρανή, η οποία με βοήθησε να πάρω άδεια για την εξαγωγή και οργάνωσε την τελετή παράδοσης με την υπουργό Πολιτισμού κ. Λίνα Μενδώνη».
Σπάνιο νόμισμα
Φαίνεται όμως ότι σε εκείνη τη διάρρηξη είχε κλαπεί και ένα ακόμα σημαντικό αντικείμενο. Η ύπαρξή του διαπιστώνεται από έρευνά μας στις εφημερίδες του Ιανουαρίου του 1953, οι οποίες ανέφεραν ότι, σε εκείνη την επίσκεψη, δώρο δεν έλαβε μόνο ο Αλτσέντι ντε Γκάσπερι, αλλά και η Φραντσέσκα. Το φύλλο της «Κ» που έκανε λόγο για «μεγάλον αρχαίον αμφορέαν» είχε επίσης την πληροφορία ότι «εις την κυρίαν Ντε Γκάσπερι θα προσφερθή περιδέραιον εξ αρχαίων χρυσών νομισμάτων της εποχής του Φιλίππου και του Μ. Αλεξάνδρου, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλεται σπανιώτατον αρχαίον χρυσούν νόμισμα μεγέθους διπλής αγγλικής λίρας, του Ελληνικού Βασιλείου της Περγάμου, φέροντος την εικόνα της Βασιλίσσης της Περγάμου Αρσινόης».
«Το περιδέραιο κλάπηκε στη διάρρηξη της βίλας του Κάστελ Γκαντόλφο, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, μαζί με πολλά χρυσά μετάλλια, νομίσματα και άλλα τιμητικά δώρα που είχαν προσφερθεί στον Αλτσίντε ντε Γκάσπερι», μας λέει ο εγγονός του και προσθέτει ότι η αστυνομία δεν κατάφερε να το εντοπίσει ποτέ. «Μπορείτε να φανταστείτε τι τιμές τού είχαν προσφερθεί. Το σπίτι τού το είχε δωρίσει το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα και εκεί συγκεντρώνονταν υπουργοί, πολιτικοί για να πάρουν αποφάσεις. Η κλοπή εκείνη όμως αποτελεί μια μελανή σελίδα στην ιστορία του, αλλά και της οικογένειάς μας γενικότερα».
Τα έργα τέχνης, διευκρινίζει, πρέπει να θαυμάζονται στον τόπο που γεννήθηκαν, όχι στερημένα από το φως υπό το οποίο τα συνέλαβαν οι δημιουργοί τους. Το αγγείο που επέστρεψε θα εκτίθεται μόνιμα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κεραμεικού. «Κάθε φορά που επισκέπτομαι το Λούβρο, το Βρετανικό Μουσείο, τα μουσεία στο Βερολίνο», καταλήγει ο κ. Ντε Γκάσπερι, «θλίβομαι βλέποντας πόσα έργα αναγκάστηκαν να εξοριστούν εξαιτίας ενός εγωισμού χωρίς πολιτισμό και με πολύ αδύναμες ρίζες. Ο τελευταίος όροφος του Μουσείου της Ακρόπολης, με τα δεκάδες αντίγραφα από τις μετόπες του Παρθενώνα να περιμένουν να αντικατασταθούν από τα αυθεντικά, μου δίνει την εντύπωση ενός μνημείου εγωισμού. Παρατηρώντας τους επισκέπτες αναρωτήθηκα πώς είναι δυνατόν να παρακολουθούν μια προσβολή, μια σοβαρή στέρηση της ίδιας τους της καταγωγής και του πολιτισμού τους».