Σε λίγες ημέρες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας η ιστορική μελέτη «Η τραγική ιστορία των Ελλήνων αιχμαλώτων στη Μικρά Ασία (1919-1924)», την οποία υπογράφουν οι ιστορικοί Νίκος Σ. Κανελλόπουλος και Νίκος Φ. Τόμπρος. Σήμερα η «Κ» προδημοσιεύει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.
Προδημοσίευση
Κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, «το ευγενικό πανηγύρι της Αναστάσεως της Ελλάδος» όπως τη χαρακτήρισε ο λοχαγός πυροβολικού Β. Σ. Ασημάκης, εκφράζοντας ουσιαστικά την αντίληψη του μέσου Ελληνα για το όραμα της Μεγάλης Ιδέας το οποίο γαλούχησε τρεις γενιές Ελλήνων, συνελήφθη από τις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις ένα μεγάλο πλήθος Ελλήνων στρατιωτών, ο αριθμός των οποίων αυξήθηκε υπέρμετρα ύστερα από την τουρκική αντεπίθεση της 13ης Αυγούστου 1922. Δεκάδες χιλιάδες ήταν οι Ελληνες αξιωματικοί και οπλίτες που αιχμαλωτίστηκαν ή παραδόθηκαν στον εχθρό τότε, καθώς τον αρχικό αιφνιδιασμό και τη διάσπαση του μετώπου ακολούθησε η κατάρρευση του ηθικού και της συνοχής, που οδήγησε με τη σειρά της στην αποκοπή μεγάλων τμημάτων, η επακόλουθη σύλληψη των οποίων μεγιστοποίησε τον όγκο των αιχμαλώτων πολέμου.
Οι μισοί περίπου από αυτούς απεβίωσαν στην αιχμαλωσία τους, ενώ οι υπόλοιποι (το 47%) επαναπατρίστηκαν από τα τουρκικά στρατόπεδα συγκέντρωσης αρκετούς μήνες μετά τη σύλληψή τους (Απρίλιος 1923 – Απρίλιος 1924). Το προαναφερθέν χρονικό διάστημα παλιννόστησε ο κύριος όγκος των Ελλήνων αιχμαλώτων πολέμου. Υπήρξε, πάντως, ένας μικρός αριθμός αιχμαλώτων ο οποίος επέστρεψε στην Ελλάδα αρκετούς μήνες αργότερα αναμεμειγμένος με πολιτικούς ομήρους και πρόσφυγες. Ωστόσο, το σύνολο όσων ήρθαν στην πατρίδα τους μετά τον Απρίλιο του 1924 δεν μπορεί να προσδιοριστεί ούτε κατά προσέγγιση, καθώς ούτε ο ημερήσιος Τύπος δεν ασχολήθηκε με αυτούς, ούτε και το επίσημο κράτος, αφού δεν ανευρέθηκε κανένα στοιχείο ή κατάθεσή τους στη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού ή στο Υπουργείο Εξωτερικών.
Αλλοι εκτελέστηκαν, άλλοι βασανίστηκαν, άλλοι πέθαναν από τις κακουχίες. Οι μισοί από τους συλληφθέντες δεν επέστρεψαν ποτέ.
Προφανώς, οι συγκεκριμένοι άνδρες δεν ενδιέφεραν πλέον κανέναν εκτός από τους οικείους τους. Υπό το πρίσμα, λοιπόν, αυτό, η επιστροφή τους δεν θα πουλούσε περισσότερα φύλλα εφημερίδων, ενώ συνάμα θα υπενθύμιζε στην ελληνική κοινωνία το μέγεθος της στρατιωτικής ήττας που είχε υποστεί η χώρα στη Μ. Ασία. Επιπλέον, οι επαναπατρισμοί που πραγματοποιήθηκαν από τον Αύγουστο του 1923 και έπειτα έγιναν στο πλαίσιο της ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, και συνεπώς δεν ήταν πάντοτε διακριτό εάν επρόκειτο για αιχμάλωτους στρατιώτες ή για πολιτικούς ομήρους. (…)
Οταν έσπασε το μέτωπο
Υστερα από την τουρκική αντεπίθεση της 13ης Αυγούστου 1922, και ενώ ο ελληνικός στρατός υποχωρούσε άτακτα και ασύντακτα, περισσότεροι από 34.000 Ελληνες αξιωματικοί και οπλίτες που συνελήφθησαν ή παραδόθηκαν στον εχθρό οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η αιχμαλωσία αυτών των ανθρώπων μπορεί να χωριστεί σε δύο περιόδους, η καθεμία από τις οποίες διαθέτει διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Η πρώτη περίοδος, στην οποία σημειώθηκαν ομαδικές εκτελέσεις και βιαιότητες από Τούρκους στρατιώτες, λιντσαρίσματα και δολοφονίες από άμαχους τουρκικούς πληθυσμούς, μαζικοί θάνατοι αιχμαλώτων από επιδημίες, ασθένειες, κακουχίες και ελλείψεις σε τρόφιμα και νερό κ.λπ. –διάρκειας τουλάχιστον έξι έως οκτώ εβδομάδων–, έχει άμεση σχέση με τις πολύωρες πεζοπορίες των αιχμαλώτων προς τα στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου επρόκειτο να εγκατασταθούν. Επειδή κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος τα ποσοστά θνησιμότητας των Ελλήνων αιχμαλώτων πολέμου υπήρξαν ιδιαίτερα υψηλά (30%-50%), η περίοδος αυτή ονομάστηκε από όσους τη βίωσαν αλλά και από τη Διεθνή Επιτροπή που συγκρότησε το 1923 ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός «ερυθρός θάνατος».
Η επόμενη χρονική περίοδος –μέγιστης χρονικής διάρκειας για κάποιους αιχμαλώτους από τον Νοέμβριο του 1922 και έως τον Απρίλιο του 1924– σχετίστηκε με «το βραδύ έργον της εξοντώσεως» των αιχμαλώτων εντός των στρατοπέδων. Την πολύμηνη αυτή παραμονή των Ελλήνων στρατιωτών στα τουρκικά στρατόπεδα συγκέντρωσης της Μ. Ασίας η προαναφερθείσα επιτροπή την αποκάλεσε «λευκό θάνατο», αφού τα ποσοστά θνησιμότητας συνέχισαν να είναι υψηλά. Οσον αφορά τους τραυματίες, οι περισσότεροι από αυτούς, επειδή δεν μπορούσαν να μεταφερθούν από τους συστρατιώτες τους σε ασφαλείς περιοχές, αφέθηκαν στις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις για να λάβουν από αυτές τη δέουσα ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Στην πλειονότητά τους, όμως, οι συγκεκριμένοι αιχμάλωτοι –σύμφωνα με σχετικές μαρτυρίες–, αντί να σταλούν σε νοσοκομεία ή στρατόπεδα ή και να επαναπατριστούν άμεσα, εκτελέστηκαν βίαια από τους δεσμώτες τους. Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία για την τύχη των τραυματιών που καταγράφει στα απομνημονεύματά του ο Κ. Πολίτης, ο οποίος επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Εξω όμως τα πτώματα ήσαν πολλά και πολλοί τραυματίες βογκούσαν και ζητούσαν βοήθεια. Πώς όμως να τους βοηθήσης, με τι τρόπο; Οσοι φώναζαν τους έμπηγαν [οι Τούρκοι στρατιώτες] το μαχαίρι στον λαιμό και τελείωναν».
Ας επισημανθεί, πάντως, ότι η παράδοση ενός στρατιώτη στις εχθρικές δυνάμεις δεν συνεπαγόταν πάντοτε τη μεταφορά και αιχμαλωσία του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αυτό προκύπτει και από το ημερολόγιο του πτεράρχου Εμμανουήλ Κελαϊδή, που συμμετείχε ως οπλίτης του 7ου Συντάγματος Πεζικού της 5ης Μεραρχίας στις επιθετικές επιχειρήσεις του Ιουνίου – Ιουλίου 1921. Πρόκειται για ένα πρόσωπο αξιόπιστο, το οποίο σταδιοδρόμησε στην Αεροπορία φτάνοντας μέχρι και τη θέση του Αρχηγού. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτόν, στην περιοχή του Ουτς Σεράι: «Μετά την μάχην ευρέθημεν προ του εξής φρικιαστικού θεάματος: 15-20 στρατιώται οι οποίοι είχον συλληφθή αιχμάλωτοι, είχον τεθεί σε σειρά, γυμνοί και με κομμένα τα γεννητικά των όργανα». Από τα ανωτέρω εύκολα μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι μια πολύ συνηθισμένη πρακτική των Τούρκων εθνικιστών και των τσετών, των άτακτων δηλαδή τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων, ήταν να μη συλλαμβάνουν αιχμαλώτους, αλλά να τους σκοτώνουν.