Για τα γενέθλια του Γκέοργκ Μπίχνερ, που γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου του 1813, έκλεψα τον «Ταχυδρόμο της Εσης». Κυκλοφόρησε πέρυσι από τις εκδόσεις Πόλις.
Τα βιβλία του Μπίχνερ τα κλέβεις. Δεν τ’ αγοράζεις. Δεν γίνεται ν’ αγοράσεις την, σαν λάμα μαχαιριού, ιστορία του Βόιτσεκ. Ούτε το ανάπτυγμα της απόγνωσης του Λεντς στα βουνά. Ούτε βέβαια ένα θεατρικό με την ατάκα: «Η ανάσα ενός αριστοκράτη είναι ο ρόγχος της ελευθερίας».
Eγινε λοιπόν κάποιο λάθος. Ο «Ταχυδρόμος» –ή μήπως καλύτερα «Αγγελιοφόρος» ή «Κήρυκας»;– δεν έπρεπε να κυκλοφορήσει από έναν σοβαρό εκδοτικό οίκο. Αφού δεν πρόκειται για βιβλίο. Αλλά για προκήρυξη: «Τι είναι τα Συντάγματα στη Γερμανία; Τίποτ’ άλλο παρά άχυρα απ’ όπου οι ηγεμόνες έχουνε αλωνίσει τους σπόρους για τον εαυτό τους». Τέτοιες σελίδες τις βρίσκεις λερωμένες στον σκουπιδοτενεκέ ή κρυμμένες στη γιάφκα κάποιας οργάνωσης. Αλήθεια, ποιος τολμά να γράφει έτσι;
Θραύσματα εφιάλτη
Πάντα έβλεπα τον Μπίχνερ σαν έναν άντρα με μικρό σώμα και τεράστιο κεφάλι. Για παράδειγμα, ο «Βόιτσεκ» δεν είναι παρά τα θραύσματα από ένα όνειρο (ή εφιάλτη) που έχει κατακλύσει το κεφάλι ενός στρατιώτη καθώς ακολουθεί τον ίδιο του τον εαυτό σε μια πορεία από τον λόχο στη λίμνη. Και στον «Λεντς» διαβάζουμε πτυχές ενός κρανίου που έχει κατρακυλήσει στις πιο απόκρημνες πλαγιές: «Δεν του έμενε τίποτα».
Ο Μπίχνερ ήταν είκοσι ενός όταν συνέταξε το φυλλάδιο της «Eσης». Δεν θα ζούσε πολύ καιρό ακόμα. Ούτως ή άλλως, δεν έχει σημασία πόσο ζεις. Αλλά πόσο πυκνά ή αραιά ζεις. Aφησε τρία τέσσερα γραπτά, στο όριο της εξαφάνισης, εκεί που τίποτα δεν ανιχνεύεται από την εξουσία. Τα γραπτά πρέπει να είναι άπιαστα από τα χέρια της αστυνομίας, να κρύβονται στον «υπόκοσμο της γλώσσας». Αλλιώς δεν γίνεται δουλειά.
Το γράψιμό του ήταν κοφτερό, απότομο, αποσπασματικό, σαν σφηνωμένα κομμάτια ενός γυαλιού που έχει κατασκευαστεί στο κατώτατο σημείο της γραφής, εκεί που οι λέξεις τρίβονται με την καθημερινότητα και όχι με τα λεξικά.
Νομίζω πως αυτό είναι το στοιχείο που χωρίζει τους συγγραφείς σε δύο κατηγορίες. Υπάρχουν συγγραφείς που ξέρουν γραμματική και συγγραφείς που ξέρουν από απελπισία. Το γεγονός πως βιώνουμε μια κατ’ εξακολούθησιν αναγνωστική απογοήτευση οφείλεται στην έλλειψη αιχμής που χαρακτηρίζει την πλειοψηφία των βιβλίων που εκδίδονται, που είναι «απαλά σαν ρόδα».
Αρκεί να διαβάσεις μισή αράδα απ’ το πρωτόλειο του Μπίχνερ, πολιτικά αφελές, όπως αρμόζει σ’ έναν σπουδαίο συγγραφέα, και η πικρή διαπίστωση γίνεται πιο πικρή. Η απόσταση ανάμεσα στο αγκάθι και το ροδοπέταλο είναι τεράστια, μια άβυσσος.
Oχι. Ο «Ταχυδρόμος της Εσης» δεν είναι η «πολιτική εκδήλωση του λογοτεχνικού προγράμματός του», όπως ισχυρίζεται στο επίμετρο ο Θόδωρος Παρασκευόπουλος που μετέφρασε το φυλλάδιο. Ο Μπίχνερ δεν είχε πρόγραμμα. Πρόγραμμα δεν είναι να πετάς πίσω σου μια δεσμίδα μουντζουρωμένα φύλλα, μέχρι να την κάψει ο άνεμος. Πρόγραμμα δεν είναι να γράφεις, βουλώνοντας με χαρτί τις παιδικές πληγές σου. Πρόγραμμα δεν είναι να γαντζώνεσαι από το γραπτό σου, ενώ αυτό σε γδέρνει.
Υπήρχαν εποχές που δεν ήταν όλα προγραμματισμένα. Σαν να το έχουμε ξεχάσει αυτό. Ο Μπίχνερ στεκόταν ενάντια σε κάθε πρόγραμμα, σε κάθε φιλολογία, σε κάθε σινάφι ή υψηλή κάστα, σε κάθε εκδοχή δύναμης: «Τι τρομερό πράγμα είναι αυτό – το κράτος;». Μας έμαθε, όσο λίγοι συγγραφείς, να είμαστε δύσπιστοι απέναντι στην εξουσία.
Το γράψιμό του ήταν κοφτερό, απότομο, αποσπασματικό, σαν σφηνωμένα κομμάτια ενός γυαλιού που έχει κατασκευαστεί στο κατώτατο σημείο της γραφής, εκεί που οι λέξεις τρίβονται με την καθημερινότητα και όχι με τα λεξικά. Εκεί που φοβόνται να πάνε οι περισσότεροι συγγραφείς. Επειδή ξέρουν πως δεν θα ξαναγυρίσουν: «Οι λέξεις που θα σωθούν είναι οι μικρές σαν χαλίκια λέξεις».
Λίστες φόρων
Δεν καταλαβαίνω πώς ένα κείμενο, είκοσι περίπου σελίδες, με λίστες φόρων, εξόδων και αφορισμών που αναφέρονται στο Μεγάλο Δουκάτο της Eσης, μπορεί να είναι ταυτόχρονα δύο διαφορετικά πράγματα: επιθετικά πολιτικό και επικίνδυνα ποιητικό. Iσως επειδή είναι το ίδιο. Ποτέ δεν είχα φανταστεί πως ο ακέραιος αριθμός «1.551.502» θα μου φαινόταν τόσο ποιητικός. Ούτε η λέξη «κορμί» τόσο πολιτική: «Ο ιδρώτας από το κορμί μας είναι το αλάτι των πλουσίων».
Με τα παράνομα αντίτυπα, κρυμμένα σ’ ένα ζευγάρι μπότες, στη φόδρα ενός παλτού ή σε μια κονσέρβα μπιζέλια, το κείμενο του Μπίχνερ –που γεννήθηκε πριν από ακριβώς 211 χρόνια– κατάφερε να επιβιώσει μέχρι σήμερα, μαζί με τα υπόλοιπα χαρτιά του. Κι εγώ το έκλεψα. Δεν γινόταν αλλιώς. Αν και η αλήθεια είναι πως το είχα ήδη πληρώσει. Και με το παραπάνω. «Αμήν», η τελευταία λέξη του φυλλαδίου. Μα και του άρθρου. Αμήν.