Συνέντευξη Δημήτρη Δημητριάδη στην «Κ»: Να πεθάνει γρήγορα αυτή η χώρα (video)

Συνέντευξη Δημήτρη Δημητριάδη στην «Κ»: Να πεθάνει γρήγορα αυτή η χώρα (video)

8' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενα μωρό που έκλαιγε με διαπεραστική φωνή στο λόμπι του

ξενοδοχείου, τάραξε τον Δημήτρη Δημητριάδη. «Αυτό το μωρό είναι ο

λόγος που άλλαξα δωμάτιο. Δεν άντεχα άλλο, είναι ένα τέρας», είπε,

και μετά μια μικρή παύση, ξαναμπήκε στη συζήτησή μας. Δεν γνώριζα

τον Δημήτρη Δημητριάδη, και από το σύνολο του έργου του, κυρίως, το

εμβληματικό και εκρηκτικό «Πεθαίνω σα χώρα» του 1978.

Αποσπασματικές πληροφορίες είχαν συναρμολογήσει στο μυαλό μου την

εικόνα ενός ανθρώπου δυσπρόσιτου και αινιγματικού, απρόβλεπτου. Η

συζήτησή μας, λοιπόν, ήταν μια λευκή κόλλα χαρτί. Και σ’ αυτήν

χώρεσαν τα πάντα: η ζωή του στη Θεσσαλονίκη, η δυσκολία του στις

συναναστροφές, τα παράπονά του, η άποψή του για το θέατρο, οι φόβοι

του, ακόμη και μια παράξενη ευχή: «να πεθάνει γρήγορα αυτή η

χώρα».

Το μεγάλο αφιέρωμα στο έργο του 70χρονου θεατρικού συγγραφέα και

στοχαστή, που ξεκινάει σε λίγες ημέρες στη Στέγη Γραμμάτων και

Τεχνών, μας έδωσε την ευκαιρία για τη συνάντηση αυτή.

Ζείτε στη Θεσσαλονίκη;

Ζω μεγάλα διαστήματα στο εξωτερικό, αλλά η βάση μου είναι ένα μικρό

διαμέρισμα στη Θεσσαλονίκη.

Πώς βιώνετε την πόλη;

Η πόλη είναι πολύ δύσκολη, παραμένει πολύ συντηρητική και

πραγματικά αν θέλει κανείς, όπως είπε ο Ρίλκε για το Παρίσι, να

δοκιμάσει τις αντοχές του, πρέπει να έρθει στη Θεσσαλονίκη. Δεν σας

το εύχομαι, γιατί θα πρέπει να είναι κανείς από σίδερο για να

αντέξει. Εχω ζήσει τόσο πολύ τη Θεσσαλονίκη, που σχεδόν είναι

εξαντλημένη μέσα μου. Δεν τη βιώνω πια. Βγαίνω μόνο για τα

καθημερινά ή για να συναντήσω κάποιους φίλους.

Σαν να είστε σε κατ’ οίκον περιορισμό.

Ακριβώς, με συνέπεια να είμαι τόσο πολύ δεμένος με το περιβάλλον

του σπιτιού ώστε τώρα, για να έρθω εδώ, κουβάλησα μαζί μου στο

ξενοδοχείο μια βαλίτσα με βιβλία μόνο και μόνο για να δημιουργήσω

ένα μίνιμουμ περιβάλλοντος που να θυμίζει λίγο το σπίτι μου.

Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε;

Εζησα μια αλησμόνητη παιδική και εφηβική ηλικία στη Θεσσαλονίκη

-φυσικά τώρα τη βλέπω έτσι- σε μια γειτονιά κοντά στη Λεωφ.

Στρατού. Ο πατέρας μου ήταν λογιστής και κάθε μέρα έκανε το ταξίδι

Θεσσαλονίκη-Λαγκαδάς όπου ήταν η δουλειά του, στην Ενωση Γεωργικών

Συνεταιρισμών. Η μητέρα μου έραβε. Τη θυμάμαι συνεχώς σκυμμένη πάνω

από μια ραπτομηχανή Singer γι’ αυτό και συχνά «παίζω» με τις λέξεις

ραφείο-γραφείο. Στο σπίτι ζούσαμε μαζί με τον αδελφό της μητέρας

μου και τη σύζυγό του. Παιδιά δεν είχαν. Ο θείος μου αγόραζε τον

Εθνικό Κήρυκα, ο πατέρας μου κεντρώες εφημερίδες. Σε περίοδο

εκλογών ή όταν γίνονταν συζητήσεις γύρω από το τραπέζι, υπήρχε

σύγκρουση, δεν υπήρχε ομοψυχία.

Εσείς πολιτικοποιηθήκατε νωρίς;

Αργησα πολύ. Ασχολήθηκα με την πολιτική ενόσω ζούσα στο

εξωτερικό και μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη αλλά δεν κράτησε πολύ

αυτή η πολιτικοποίηση. Εκανα βέβαια μια μεγάλη διαδρομή, έφτασα

μέχρι τον Τροτσκισμό, αλλά σιγά σιγά το ενδιαφέρον μου εξασθένησε.

Τώρα παρακολουθώ την πολιτική, με απασχολεί, αλλά δεν έχω τη

διάθεση να ενταχθώ κάπου.

Τι κίνητρα έχει το έργο σας;

Εδώ και τριάντα περίπου χρόνια, προσπαθώ να μιλήσω και να καταγράψω

μια πραγματικότητα μέσα από τη δική μου διήθηση των πραγμάτων που

πολλές φορές είναι πολύ προσωπική. Προσπαθώ να φτάσω σε μια

ποιητική μεταγραφή του πραγματικού. Είναι ένα φυσικό θέατρο. Μιλάει

για την ανθρώπινη παρουσία ως κεντρικό παράγοντα με ό,τι σημαίνει

αυτό. Αυτό είναι το κίνητρο που με οδηγεί σε θέματα φόρμας και

γραφής πάνω σε ζητήματα τα οποία επανέρχονται διαρκώς: Η ταυτότητα,

ο θάνατος, ο έρωτας, η θνητότητα, η παρουσία του ανθρώπου στον

κόσμο, ο κόσμος, οι ανθρώπινες σχέσεις. Και όλο αυτό φυσικά πάντα

σε συνομιλία με την υπάρχουσα δραματουργία.

Τι σημαίνει για σας το αφιέρωμα της Στέγης;

Το έργο μου στο σύνολό του είναι σχεδόν άγνωστο, υπάρχει

ελλιπέστατη εικόνα του τι είμαι ως θεατρικός συγγραφέας διότι τα

περισσότερα έργα μου είναι ανέκδοτα και απ’ αυτά που έχουν εκδοθεί

ελάχιστα βρήκαν το δρόμο της σκηνής. Αν κάποιος ενδιαφερθεί να

παρακολουθήσει αυτό το αφιέρωμα θα έχει μια αρκετά αντιπροσωπευτική

εικόνα του έργου μου γιατί προτείνεται η εικόνα ενός θεατρικού

συνόλου. Είναι, όμως, εξαιρετικά σημαντικό ότι το αφιέρωμα αυτό

έρχεται να συναντήσει το ελληνικό κοινό αυτήν τη συγκεκριμένη

στιγμή, σε αυτήν τη συγκυρία.

Τι ανάγνωση κάνετε στο σημερινό θέατρο;

Το θέατρο εδώ και χρόνια έχει φτάσει στο σημείο του ελάχιστου.

Βέβαια, αυτό το ελάχιστο, το μικρό, δεν είναι πάντα σμίκρυνση. Στον

Μπέκετ λ.χ. υπάρχει διαστολή του μικρού που φτάνει σε υπαρξιακές

και οικουμενικές διαστάσεις. Αρα, το πώς διαχειρίζεται κανείς το

μικρό έχει μεγάλη σημασία. Πιστεύω ότι βρισκόμαστε στο τέλος μια

ολόκληρης δραματουργικής εποχής στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό

– λιγότερο βέβαια, αλλά με παρόμοια δείγματα. Τις τελευταίες

δεκαετίες φτάσαμε σε σημείο κυριαρχίας της σκηνοθεσίας. Το θεατρικό

έργο ως ποιητικό εγχείρημα και ως ποιητική γραφή πήρε δευτερεύουσα

θέση και σιγά σιγά έχασε την εμβέλεια που είχε στη γέννηση ενός

θεατρικού γεγονότος. Τώρα πια αυτό γίνεται αντιληπτό και προκύπτει

σιγά σιγά η ανάγκη μιας θεατρικής γραφής που να είναι σε σχέση

πάντα με το σήμερα, με την ιστορική στιγμή. Είναι βασικό να κάνουμε

ό,τι μπορούμε για να φτάσουμε σε έναν θεατρικό και ποιητικό

μετασχηματισμό του παρόντος.

Ικανοποιείται σήμερα αυτή η ανάγκη;

Δεν υπάρχει γενιά Ελλήνων δραματουργών σε ικανό βαθμό. Από την άλλη

πλευρά υπάρχει μια γενιά σκηνοθετών μεταξύ 25-30 ετών όπως είναι ο

Δημήτρης Μπίτος ή ο Γιάννης Σκουρλέτης που φέρουν άλλη παιδεία,

άλλη άποψη για τη θεατρική δουλειά. Βέβαια, έχουν αναφορές και σε

ανθρώπους που παρήγαγαν σπουδαίο έργο όπως ο Λευτέρης Βογιατζής. Η

γενιά αυτή βγαίνει από μια περίοδο με λειψανδρία σκηνοθετών, αλλά

χρειάζεται χρόνος ακόμη. Χωρίς να το θέλουν έχουν πολλές ελλείψεις.

Είναι πολλά τα κενά που πρέπει να καλυφθούν, νομίζω, όμως, ότι θα

τα καταφέρουν γιατί είναι άνθρωποι σύγχρονοι, μοντέρνοι με πολλά

«εργαλεία» στη διάθεσή τους.

Η Ελλάδα «πεθαίνει σα χώρα»;

Θα γίνω λίγο σκληρός αλλά είμαι πάρα πολύ απογοητευμένος συνολικά

από τον τρόπο που ζουν, φέρονται, συμπεριφέρονται οι συμπολίτες

μου. Από την καθημερινότητα μέχρι τις επιλογές που κάνουν είτε σε

πολιτικό, είτε σε αισθητικό, είτε σε ηθικό επίπεδο. Είμαστε

βουτηγμένοι σε μια κοινότητα η οποία αναπαράγει στερεότυπα και

προκαταλήψεις. Βιώνουμε μια υποβάθμιση πνευματική. Μιλάμε πια για

μειωμένη ανθρώπινη διάσταση. Ο άνθρωπος στην Ελλάδα έχει φτάσει σε

σημείο στοιχειώδες. Αν θέλουμε να δούμε τα πράγματα πιο βαθιά

πρέπει να σκύψουμε -κι αυτό δεν νομίζω να το αντέξουμε- είτε μέσα

στην οικογένεια είτε στις ερωτικές σχέσεις. Αυτά τα δυο πεδία

εμπεριέχουν το τερατώδες.

Φοβόμαστε να πάμε πιο βαθιά, να αντιμετωπίσουμε τον Αλλον, να

σπάσουμε αυτόν τον κλοιό που μας εμποδίζει να εκτεθούμε και να

δοθούμε. Αυτός ο αυτοπεριορισμός σε ένα φτωχό εγώ είναι απίστευτη

στέρηση της ανθρώπινης ουσίας. Η απελπισία που μπορεί να νιώθουμε

είναι απαραίτητη, και, ναι πρέπει να παραμείνουμε απελπισμένοι,

δηλαδή ανικανοποίητοι και συνεχώς σε εγρήγορση. Ας ξεκινήσουμε από

μέσα μας. Από κάτι που είναι προαιώνιο, σχεδόν άχρονο. Ας βρούμε

αυτές τις πρωταρχικές πηγές που κατά καιρούς έχουν δημιουργήσει τις

μεγάλες εποχές των τεχνών και της επιστήμης, της σκέψης. Αυτά δεν

έχουν χαθεί, υπάρχουν. Και με παρηγορεί το γεγονός ότι μέσα σ’ αυτό

το απογοητευτικό σύνολο, ανταμώνω και συνομιλώ με εξαιρέσεις, με

εξαιρετικούς ανθρώπους.

Εν τέλει για να απαντήσω με σαφήνεια στην ερώτησή σας, εύχομαι να

έρθει γρήγορα ο θάνατος αυτός, γιατί ούτως ή άλλως δεν μπορούμε να

τον αποφύγουμε. Είναι νομοτελειακό. Βρισκόμαστε στην κίνηση ενός

μηχανισμού ο οποίος δεν θα σταματήσει παρά μόνο όταν θα έχει

ολοκληρώσει την τροχιά του. Μέσα σε όλο αυτό υπάρχει και πολλή ζωή

γύρω μου. Και θα νικήσει στο τέλος.

Η ψυχή της Ευρώπης είναι το ίδιο πληγωμένη;

Φυσικά, και δεν είναι τυχαίο ότι οι Γάλλοι μου έκαναν ένα μεγάλο

αφιέρωμα τη σεζόν 2009-10 στο θέατρο Οντεόν του Παρισιού.

Αναγνώρισαν στο έργο μου δικά τους πράγματα, πράγματα που βιώνουν

και είναι τα ίδια ακριβώς. Oι σχέσεις, οι συναναστροφές, οι

γνωριμίες στο εξωτερικό, μου αφήνουν την ίδια εντύπωση με τις εδώ

σχέσεις. Δεν υπάρχει διαφορά. Τα θέματα του έρωτα, η φιλία, η

οικογένεια, οι συνεργασίες, όλα είναι τρωτά και σε κατάσταση

ρωγμών, το κτίριο τρίζει συθέμελα. Απλώς έξω υπάρχουν θεσμοί και οι

κοινωνίες είναι αλλιώς οργανωμένες, γι’ αυτό και όλα αυτά δεν

δείχνουν ακόμη τόσο έντονα το πρόσωπό τους. Αν πάμε όμως στον

πυρήνα που είναι ο κάθε άνθρωπος, εκεί βρίσκουμε τα ίδια

προβλήματα.

Ινφο

Η Στέγη, στο πλαίσιο του φετινού αφιερώματός της στον Δημήτρη

Δημητριάδη, εκτός από την παράσταση του έργου του «Ο κυκλισμός του

τετραγώνου» σε σκηνοθεσία του 26χρονου Δημήτρη Καραντζά, -«ένας

σκηνοθέτης νέος αλλά παλιός», σύμφωνα με τον Δ.Δημητριάδη-

παρουσιάζει τρία έργα του σε πανελλήνια πρώτη με τη μορφή

αναλογίου. Τρία έργα με άκρως επίκαιρο χαρακτήρα για τη διασάλευση

της ταυτότητας, τη διάλυση του Οίκου, τον εμφύλιο εντός μας. Οι

Γιάννης Κόκκος, Αργυρώ Χιώτη και Ελλη Παπακωνσταντίνου υπογράφουν

τις σκηνοθεσίες ενώ στη διανομή εμφανίζεται η αφρόκρεμα του

ελληνικού θεάτρου. Στην κεντρική σκηνή από τις 16 ώς τις 27

Οκτωβρίου.

Βιογραφικό

Ο Δημήτρης Δημητριάδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε θέατρο

και κινηματογράφο στις Βρυξέλλες απ` το 1963 ώς το 1968. Εκεί

έγραψε το 1966 το πρώτο θεατρικό του έργο, «Η τιμή της ανταρσίας

στην μαύρη αγορά», το οποίο ανέβασε ο Πατρίς Σερό το 1968 στο

Theatre d` Aubervilliers, στο Παρίσι. Το 1978 εκδόθηκε το «Πεθαίνω

σαν χώρα», το πρώτο του πεζογράφημα, το 1980 η ποιητική ενότητα

«Κατάλογοι 1-4» και το 1983 το θεατρικό του έργο «Η νέα εκκλησία

του αίματος».

Ακολούθησαν: «Η ανθρωπωδία. Η ανάθεση. Προοίμιο σε μια χιλιετία»

(πεζογράφημα), «Κατάλογοι 5-8» (1986-ποιητική ενότητα), «Το ύψωμα»

(1990-θεατρικό έργο), «Η άγνωστη αρμονία του άλλου αιώνα»

(1992-θεατρικό), «Κατάλογοι 9-Οι ορισμοί» (1994-ποιητική ενότητα),

«Η αρχή της ζωής» (1995-θεατρικό έργο, που ανέβηκε την ίδια χρονιά

από τον Στέφανο Λαζαρίδη στο Θέατρο του Νότου), «Η ζάλη των ζώων

πριν τη σφαγή» (2000-θεατρικό έργο σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά

στο Θέατρο του Νότου) και «Λήθη και άλλοι τέσσερις μονόλογοι»

(2000).

Παράλληλα ασχολήθηκε συστηματικά με τη μετάφραση πεζογραφημάτων των

Jean Genet, Georges Bataille, Witold Gombrowicz, Maurice Blanchot,

Gιrard de Nerval, Balzac, Bernard-Marie Koltes, καθώς και τη

μετάφραση θεατρικών έργων των Μολιέρου, Ευρυπίδη, J. Genet, G.

Courteline, Tennessee Williams, Σαίξπηρ για διάφορα θέατρα. Μετά το

1980 συνεργάστηκε στενά με τις εκδόσεις Αγρα, που έχουν εκδώσει το

μεγαλύτερο μέρος του έργου του και πολλές μεταφράσεις του.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή