Γιώργος Τσεμπερόπουλος: «Η οργή προέρχεται από την οικονομική βία»

Γιώργος Τσεμπερόπουλος: «Η οργή προέρχεται από την οικονομική βία»

5' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από το 1974 που προβλήθηκαν τα «Μέγαρα» στο 15ο Φεστιβάλ

Θεσσαλονίκης, κερδίζοντας την αγάπη και το βραβείο κοινού, έως

σήμερα, ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος έχει κάνει πολλές διαδρομές ζωής

(αυτονόητο), διατηρώντας αμείωτο το πάθος του για τον κινηματογράφο

(διόλου αυτονόητο). Έστω και αν ο ίδιος υποστηρίζει ότι «γυρίζει

πάντα την ίδια ταινία, όποιο θέμα κι αν επιλέξει». «’λλωστε οι πιο

ανθρώπινες, δυνατές κινηματογραφικές στιγμές έχουν γεννηθεί σε

περιόδους πολέμου», λέει. «Στα χαρακώματα προκύπτει η μεγαλύτερη, η

αληθινή συγκίνηση. Όταν σου έχουν στερήσει την ανθρωπιά, το σινεμά

τη βρίσκει…».

Τότε, «χαρακώματα» ήταν ο ξεσηκωμός των κατοίκων των Μεγάρων στην

απόφαση του δικτατορικού καθεστώτος να απαλλοτριώσει μια μεγάλη

αγροτική περιοχή για την εγκατάσταση μιας βιομηχανικής μονάδας.

Τώρα, «χαρακώματα» είναι η βία: «Ζούμε σε μια χώρα οργισμένη, με

οργισμένους ανθρώπους γύρω μας. Οργή, που προέρχεται από την

οικονομική βία», σχολιάζει. Ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ που συνυπέγραψε

με τον Σάκη Μανιάτη και στον «Εχθρό μου» (προβάλλεται από την

περασμένη Πέμπτη στις αίθουσες) έχουν μεσολαβήσει: 39 χρόνια,

επταετής παραμονή στην Αμερική, τρεις ταινίες («Ξαφνικός έρωτας»,

«Αντε γεια», «Πίσω πόρτα»), μια ισχυρή εταιρεία παραγωγής

διαφημιστικών –και όχι μόνο– ταινιών που δημιούργησε με τον Γιώργο

Πανουσόπουλο (στην οποία παραμένει ως τιμής ένεκεν πρόεδρος – «δεν

μπορώ να την αφήσω, είναι σαν παιδί μου», ομολογεί), ένας 27χρονος

γιος, ο Νίκος, έχει σπουδάσει ψυχολογία και ασχολείται με τη

σκηνοθεσία, και μια 13χρονη κόρη, η Ερατώ.

«Τα “Μέγαρα” ήταν, λοιπόν, ένα εντυπωσιακό και θυμωμένο ξεκίνημα,

κύριε Τσεμπερόπουλε;» είναι το πρώτο μου διαπιστωτικό ερώτημα, σε

μια συνέντευξη απολογιστική με τον δημιουργό, στο καφέ του

Νομισματικού Μουσείου. «Ήταν ένα τυχαίο ξεκίνημα…», απαντά. «Πριν

πάω στην Αμερική για να σπουδάσω, δούλευα ως βοηθός σκηνοθέτη στο

«Μαύρο – Ασπρο» του Θανάση Ρεντζή. Επιστρέφοντας από κάποιο

γύρισμα, βλέπουμε με τον Σάκη Μανιάτη χιλιάδες πεσμένα δέντρα,

αιωνόβιες ελιές ξεριζωμένες μέσα σε λίγες ώρες. “Κλέψαμε” με τον

Μανιάτη ένα κουτί φιλμ από τον Ρεντζή και τραβήξαμε αυτό το πλάνο.

Η υπόθεση εξελισσόταν και εμείς παρακολουθούσαμε το θέμα».

Στην Αμερική

Το επόμενο βήμα του σκηνοθέτη ήταν η Αμερική. Σπούδασε

κινηματογράφο και έμεινε επτά χρόνια. Εκεί γύρισε και την πρώτη,

σπουδαστική, ταινία του: «Ένας 65άρης υπάλληλος χρωματοπωλείου

παίρνει σύνταξη και εφάπαξ, το οποίο διεκδικεί όλη η οικογένεια.

Όμως εκείνος έχει ένα όνειρο. Θέλει να νοικιάσει μια συμφωνική

ορχήστρα και να παίξει το κοντσέρτο για βιολί του Μέντελσον. Ο

τίτλος της ήταν “Χάρι Μπέντον και το κοντσέρτο για βιολί του

Μέντελσον”, και βασιζόταν στο μοναδικό διήγημα ενός φιλολόγου, του

Μπάρι Τάργκαν». Στην Αμερική ασχολήθηκε και με το θέατρο,

ανεβάζοντας Ανούιγ, Μίλερ, Ουίλιαμς και συνειδητοποιώντας ότι «τον

ενδιαφέρει πολύ η δουλειά με τους ηθοποιούς». Παράλληλα, όμως,

«συνειδητοποίησε» ότι θα δυσκολευτεί πολύ για «να κάνει κάτι δικό

του στο σινεμά». Ετσι «πούλησε τα πάντα και επέστρεψε στην Ελλάδα,

το 1982». Και το 1984 γυρίζει τον «Ξαφνικό έρωτα», μεταφέροντας

στην οθόνη το «Τάλγκο» του Βασίλη Αλεξάκη. «Η έμπνευσή μου

ξεκινούσε πάντα από ένα βιβλίο. Δεν είχα χρόνο να αφοσιωθώ στη

συγγραφή σεναρίου». Υπήρχαν διαστήματα στα οποία ήταν απολύτως

απορροφημένος από τη δουλειά. Μια φράση του γιου του υπήρξε

καθοριστική. Του άλλαξε τη ζωή: «Δουλεύεις δυστυχισμένος για να έχω

εγώ λεφτά όταν πεθάνεις». Αποσύρθηκε από την εταιρεία, είχε περάσει

και μια 12ετία από την τελευταία του ταινία, «Πίσω πόρτα» (2000).

Αποφάσισε να προχωρήσει το σχέδιο μιας νέας κινηματογραφικής

παραγωγής. «Πριν γράψει το σενάριο για τον “Εχθρό μου” ο Γιάννης

Τσίρος, συζητήσαμε πάρα πολύ πάνω στο τι μας προκαλεί οργή.

Προσωπικά, οργίζομαι που συνδιαμορφώσαμε έναν κόσμο, μια κοινωνία,

όπως η σημερινή… Πριν από χρόνια αφήναμε ακόμη τα κλειδιά έξω από

την πόρτα. Τώρα, τα κλειστά ρολά και τα κάγκελα είναι μια ήττα.

Οταν ήρθα από την Αμερική, τη δεκαετία του ’80, με ακολουθούσαν

βήματα στον δρόμο και άλλαζα έντρομος πεζοδρόμιο… Τώρα, βιώνουμε κι

εδώ την ίδια παράνοια».

«Μαθαίνουμε από ήρωες που κάνουν λάθη»

Κεντρικός ήρωας της ταινίας του Γιώργου Τσεμπερόπουλου είναι ένας

ιδεολόγος, έντιμος, μικρομεσαίος γεωπόνος, πατέρας δύο παιδιών στην

εφηβεία. Με το βλέμμα του σκηνοθέτη: «Ο Κώστας Στασινός (σ.σ.: τον

υποδύεται ο Μανώλης Μαυροματάκης), όταν ήταν είκοσι, σπούδαζε

γεωπόνος ώστε να αλλάξει την οικονομία της χώρας του. Στα τριάντα,

έγινε πατέρας ενός αγοριού και άνοιξε ένα γεωπονικό κατάστημα.

Πλησιάζοντας τα σαράντα, απέκτησε μια κόρη και αγόρασε μια μικρή

μονοκατοικία, με δάνειο. Τώρα που είναι πενήντα, έρπει στο πάτωμα

του σπιτιού του, φιμωμένος και δεμένος σαν το σκουλήκι, ανίκανος να

προστατεύσει τη γυναίκα του, την κόρη του και τον γιο του από την

ακραία βία τεσσάρων μασκοφόρων εισβολέων».

«Ξέρετε ποια αξία της ταινίας αναδείχθηκε πρώτη σε έρευνα που έκανε

η εταιρεία διανομής;» με ρωτάει ο Γ. Τσεμπερόπουλος και απαντά: «Το

γεγονός ότι ο ήρωας είχε επιστήθιο φίλο και ρίζες στο χωριό.

Είμαστε λαός που πιστεύει ότι άνθρωπος που έχει φίλους, αξίζει και

ο ίδιος».

– Ο ήρωας λειτουργεί εκτός νόμου, εκτός τάξης. Εσείς, θεωρείτε ότι

μπορεί να δώσει μόνος του λύση στο πρόβλημα;

– Από τους ήρωες που κάνουν λάθη μαθαίνουμε. Οχι από εκείνους που

τα κάνουν σωστά. Αλλιώς, στρεφόμαστε στον διδακτισμό. Ο ήρωας

διαπράττει την ύψιστη ύβρι σε ένα κράτος που δεν τηρεί τους ίδιους

του τους νόμους. Δεν πράττει εν βρασμώ ψυχής. Δεν είναι ένα λάθος

της στιγμής, αλλά ένα λάθος διαρκείας. Παρακολουθώντας τον,

αντιλαμβανόμαστε ότι επειδή δεν ξέρουμε τους εαυτούς μας θα πρέπει

να προσέχουμε πάρα πολύ. Ειδικά σε μια περίοδο που μας ορίζει το

θυμικό.

– Ο ήρωας δεν τιμωρείται…

– Η ταινία τελειώνει, η ζωή συνεχίζεται… Oπως και η ζωή του ήρωα

συνεχίζεται μέσα στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Αν δεν μπορέσει να

αντιμετωπίσει την οικογένειά του, θα παραδοθεί στην αστυνομία. Αυτό

σκέφτομαι εγώ. Ο σεναριογράφος Γιάννης Τσίρος διαφωνεί! Πιστεύω

όμως ότι ένας συνειδητός πατέρας – δάσκαλος της νέας γενιάς δεν θα

μπορέσει να ζήσει μαζί με την οικογένειά του αν δεν αποκαθαρθεί.

Oταν λέμε ότι το φινάλε είναι ανοικτό ή αμφίσημο, αυτό

εννοούμε.

– Προσωπικά, πιστεύετε στην αυτοδικία;

– Μία φορά έχω σηκώσει το χέρι μου κι έχω δείρει έναν άνθρωπο,

συνομήλικό μου… Είχα απόλυτο δίκιο, αλλά το κουβαλάω ως πρόβλημα.

Ημουν τραγικά αδικημένος, γι’ αυτό και ο άλλος δεν αντιδρούσε… Εγώ,

ο πιο πράος άνθρωπος, βρέθηκα σε αυτήν την κατάσταση. Εκανα κάτι

που ντρέπομαι απέναντι στον εαυτό μου, δεν το εγκρίνω. Ο ήρωας της

ταινίας βγαίνει από τη ΓΑΔΑ σαν να μπαίνει φυλακή. Τη φυλακή της

ίδιας του της οικογένειας και της δικής του συνείδησης. Στέκεται

στη μέση της διαχωριστικής νησίδας σαν ένα σκουπιδάκι στη μέση της

πόλης.

​​«Ο εχθρός μου», σε σκηνοθεσία Γ. Τσεμπερόπουλου, προβάλλεται ήδη

στις αίθουσες. Πρωταγωνιστούν: Μανώλης Μαυροματάκης, Μαρία Ζορμπά,

Γιώργος Γάλλος, Αντώνης Καρυστινός, Θανάσης Παπαγεωργίου, Αριάδνη

Καβαλιέρου, Ηλίας Μουλάς, Vesela Kazakova, Tudor Chirila. Η (πολύ

καλή) μουσική της ταινίας είναι του Aκη Δαούτη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή