Τα «θηράματα των λογισμών» του Ανδρέα Εμπειρίκου

Τα «θηράματα των λογισμών» του Ανδρέα Εμπειρίκου

7' 7" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αν δεχτούμε, πρώτον, ότι η ιδεολογική και θεωρητική μήτρα του ελληνικού υπερρεαλισμού υπήρξε δυτικοευρωπαϊκή (μια καταγωγή που αποτυπώνεται και στον αρχικό προσανατολισμό της έκφρασής του) και, δεύτερον, ότι οργανώθηκε και βιώθηκε ως ρήξη και ανατροπή, ίσως οδηγηθούμε στη σχηματική και υπερβολικά αυθαίρετη σκέψη ότι οι εταίροι του δεν ανέλαβαν τίποτε κρίσιμο από την προηγούμενη τέχνη του ελληνικού λόγου, οι δε ρίζες του έργου τους δεν κάρπισαν, στις σελίδες άλλων, μεταγενέστερων ποιητών, παρά μόνον όταν έπαψαν να είναι «καθαρές» και «ορθόδοξες». Κι ωστόσο, ακόμη κι αν συμφωνήσουμε πως η ελληνική υπερρεαλιστική ποίηση δεν άντλησε όσο θα άξιζε από την ανώνυμη δημοτική τέχνη, ιδίως από τις παραδειγματικά απελευθερωμένες παραλογές, όπου ανατρέπεται η οικεία, ομαλή τάξη των αισθημάτων και του λογισμού, δύσκολα μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι το θεωρητικό της πρόγραμμα (χαλαρότερο οπωσδήποτε απ’ ό,τι ίσχυσε αλλού) την οδήγησε στην άρνηση των προγόνων της και στην πατροκτονία. Η ρητορική στρατηγική του Κάλβου, του Παλαμά, του Σικελιανού, λόγου χάρη, η υψηγορία τους αλλά και στοιχεία της ποιητικής μυθολογίας τους δεν έμειναν έξω από το υπερρεαλιστικό σχέδιο.

Και η υπερρεαλιστική κληροδοσία; Θα ήταν λάθος να σταθούμε περιοριστικά στις μάλλον αδιάφορες περιπτώσεις όπου οι επόμενοι υιοθέτησαν μόνο την επιδερμίδα του στυλ, ένα οιονεί αυτοματικό λεκτικό που επιχείρησε να θαμπώσει ενώ ήταν ήδη το ίδιο θαμπωμένο, άρα ποιητικώς ματαιωμένο, και να αποφανθούμε κατεδαφιστικά ότι ο υπερρεαλισμός δεν βρήκε συνεχιστές, έστω κι αν οι περισσότεροί τους δεν ασπάστηκαν ακέραιο το πρόγραμμά του αλλά επέλεξαν όσες προτάσεις του έκριναν καταλληλότερες για το έργο τους. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ο υπερρεαλισμός μάς κληροδότησε ένα κλειδί για να δοκιμάσουμε να ανοίξουμε και να ξαναδούμε, αλλιώς, και το βίωμα και τη σκέψη και τη γραφή. Και το κλειδί ήταν δύστροπο και απαιτητικό και το ξεκλείδωμα δύσκολο. Οποτε οι ποιητές το θυμούνταν αυτό, κέρδιζαν από τον τρόπο του υπερρεαλισμού να πολλαπλασιάζει τον έξω και τον μέσα κόσμο, κέρδιζαν από το παράδειγμά του, ακόμη κι αν δήλωναν ή φέρονταν σαν ιδεολογικοί ή καλλιτεχνικοί πολέμιοί του. Ο εκτεταμένος ψυχικός κόσμος που αποκάλυψε και μας παρέδωσε ο υπερρεαλισμός -παραδίδοντάς μας ταυτόχρονα και μια νέα, ανοιχτή γλώσσα και μια εικονοκλαστική τεχνική για να τον αποκωδικοποιήσουμε και να τον ιστορήσουμε-, δέχτηκε και εξακολουθεί να δέχεται πολλούς επισκέπτες, έστω κι αν ορισμένοι φτάνουν ώς αυτόν από κάποιον παράδρομο, έστω κι αν άλλοι προτιμούν να σταθμεύουν και να εκμεταλλεύονται έναν «κάποιον καλώς εννοούμενον» υπερρεαλισμό, τον οποίο μετά βδελυγμίας αποκήρυσσε ο Ανδρέας Εμπειρίκος στο ποίημά του «Αμούρ-Αμούρ», ενόσω μάλιστα απομακρυνόταν και ο ίδιος από τη συσσωρευτική, αυτοματική πρώτη ηλικία της γραφής του.

Επιρροές

Το γεγονός λοιπόν ότι ο υπερρεαλισμός υπήρξε συμβάν έκτακτο δεν σημαίνει ότι υπήρξε προϊόν ασπόρου συλλήψεως, ότι οι πρωταγωνιστές του δεν παραδειγματίστηκαν από την ελληνική ποίηση που είχε κατορθωθεί έως την εποχή του διαβήματός τους. Προκαταρκτικά πάντως, πριν τολμήσουμε να εισέλθουμε στο πυκνό και στιγμές στιγμές αδιαπέραστο δάσος των επιρροών και των επιδράσεων, οφείλουμε να αναρωτηθούμε, λαμβάνοντας καταρχάς υπόψη τη δική μας εποχή, αν οι λογοτέχνες πράγματι διαβάζουν, κι αν διαβάζουν πράγματι βαθιά το έργο όσων προηγήθηκαν ή αν, επειγόμενοι να δηλώσουν επηρμένα ότι το υπερφαλαγγίζουν, αρκούνται σε εντελώς σχηματικές εντυπώσεις. Θέλω να πω, απλούστερα, ότι τώρα πια θεωρούμε τελειωμένες τις σχέσεις μας με τον Παλαμά, μπορεί και με τον Σικελιανό, οπωσδήποτε με τους ελάσσονες, και κατά πάσαν πιθανότητα και με τον Σολωμό και με τον Κάλβο, κι όχι επειδή τους μελετήσαμε και τους βρήκαμε λειψούς παρά επειδή δεν τους εμπεριέχει ο τρέχων κανόνας μας, ο οποίος, αυτοανακηρυσσόμενος μεταμοντέρνος ή και μετα-μεταμοντέρνος, αδυνατεί ή δεν θέλει να δει τους ουσιώδεις νεοτερισμούς που επιχείρησαν και πραγμάτωσαν ορισμένοι από τους παλαιούς. Κι αν δεν διαβάζουμε τον Παλαμά, τον Σικελιανό ή, πιο πίσω, τον Κάλβο, πόσο βέβαιο είναι πως ισχύει η διακήρυξή μας ότι διαβάζουμε τον Εμπειρίκο; Ή, εν πάση περιπτώσει, πόσο βέβαιο είναι ότι μπορούμε να παρακολουθήσουμε βαθύτερα το ποιητικό και πνευματικό κίνημά του σε συνάρτηση με την παραγωγή των προγενέστερών του ποιητών;

Φοβάμαι ότι, κόβοντας και ράβοντας γενιές και περίκλειστες σχολές, με μέτρα και ζύγια συμμορφωμένα προς τα έτοιμα σχήματά μας, διακόπτουμε βίαια τη ροή του ποταμού και διασπάμε άτσαλα τη συνοχή του πεδίου, επειδή βιαζόμαστε να θεωρητικοποιήσουμε δίχως να θεωρήσουμε. Το ίδιο στείρα αποδεικνύονται τα σχήματά μας όταν εφαρμόζουμε τη μονομέρειά τους, επίσης βίαια, στο έργο ενός εκάστου ποιητή: Αν, επί παραδείγματι, μιλώντας για τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τους «λογισμούς της ηδονής» που αποθησαυρίζει στο έργο του, εξαντλήσουμε την προσοχή μας στον τρόπο που κατέγραψε τις περιπέτειες της ακαταπόνητα θηρευτικής λιβιδώς, θα πράξουμε εις βάρος του ό,τι πράττουμε εις βάρος του Καβάφη όταν τον μερικεύουμε ονομάζοντάς τον αποκλειστικά ηδονικό ποιητή, ή ό,τι πράττουμε εις βάρος του Ελύτη όταν τον μειώνουμε σε «ποιητή του φωτός», ή ό,τι πράττουμε εις βάρος του Ρίτσου όταν τον εγκλωβίζουμε στο άγαλμα του αγωνιστή, εθελότυφλα βελτιόδοξου ποιητή. Ωφέλιμο είναι να θυμόμαστε ότι κι αν ακόμη δεν υπήρχε ο Καρυωτάκης, ένας Καρυωτάκης, ένας τρόπος σαν του Καρυωτάκη εμφωλεύει πάντοτε στη γραφή και του πιο φωτεινού, τυπικά, και του πιο αισιόδοξου, φαινομενικά, ποιητή, «διότι η Πρέβεζα, όπου κι αν βρίσκεσθε, πάντα κοντά σας θάναι», όπως μας προειδοποιεί το εμπειρίκειο ποίημα «Οταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλλέες». Εστω κι αν κρίνουμε τρυφερά γενναιόδωρες όλες τις λογοτεχνικές αναφορές του Εμπειρίκου σε ομοτέχνους του, παλαιότερους ή συγκαιρινούς, Ελληνες και ξένους, τη δοξαστική αναφορά του στον «μεγάλο ποιητή Κώστα Καρυωτάκη», στον «άσπρον άγγελον με τα κατάμαυρα πτερά», οφείλουμε να την αποδεχτούμε στην απόλυτη κυριολεξία της, και μάλιστα ως λόγο ενός συμπάσχοντος ποιητή και όχι ενός απλώς κατανοούντος ψυχαναλυτή.

Ποικίλη ηδονή

Πράγματι, λοιπόν, ο Εμπειρίκος, άρτια εξοπλισμένος με τις γνώσεις του ψυχαναλυτή -και πρέπει να συμφωνήσουμε ότι ο ελληνικός υπερρεαλισμός θα ακολουθούσε εντελώς διαφορετική πορεία αν δεν υπήρχε αυτή η προπαρασκευή και ετοιμότητα του γενάρχη του- μίλησε με πρωτοπόρο ευκρίνεια και τόλμη για την καθαυτό ερωτική ηδονή. Δεν περιορίστηκε όμως σ’ αυτήν. Εκτός από την ηδονή του ατόμου, την ηδονή της κλίνης, τον ενδιέφερε ισότιμα η ηδονή του συνόλου του ελευθερωμένου από τις πέδες των προλήψεων και των πνευματικών αγκυλώσεων, εξού και οι ουτοπίες του, από την «Οκτάνα» έως την Παγκόσμιο Συμπολιτεία που σχεδιάζει στον κρίσιμο πέμπτο τόμο του «Μεγάλου Ανατολικού». Με τις ουτοπίες αυτές ο ποιητής εμφανίζεται πανέτοιμος να αναλάβει μια σκυτάλη που την πρωτοκράτησαν αιώνες πολλούς πριν ο Θεόπομπος, ο Ιάμβουλος, ο Εκαταίος, ο Ευήμερος, οι γεωγράφοι της ευτοπίας.

Αλήθεια, αν δούμε την ποίηση, την τέχνη του λόγου εν γένει, σαν μια αδιάλειπτη, ατελεύτητη σκυταλοδορομία, ποια σήματα χαραγμένα πάνω στη σκυτάλη θα μπορούσε να αποβούν καθοριστικά για τον επόμενο δρομέα; Πώς δηλαδή θα μπορούσε να επηρεάσει ο παραδίδων τον παραλαμβάνοντα; Κάπως βάναυσα, υποθέτω ότι η ποιητική παράδοση, επώνυμη και δημοτική, έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει ή και να σφραγίσει τον νέο μέτοχο της τέχνης, πρώτον ως προς τη γλώσσα, δεύτερον ως προς την αφηγηματική στρατηγική και το σχηματισμό της εικόνας, τρίτον ως προς τους μύθους, τα θέματα-κλειδιά, και τέταρτον ως προς τη στάση απέναντι στο γεγονός της ποίησης και ως προς την αντίληψη για τον ρόλο του ποιητή τόσο στο εσωτερικό της τέχνης του όσο και στο κοινωνικό και το ιστορικό πεδίο.

Για ν’ αρχίσουμε ανάποδα, έχω τη γνώμη ότι οι λογοτεχνικά υποστηριγμένες και πραγματωμένες πεποιθήσεις του Εμπειρίκου για τον ρόλο που οφείλει να διεκδικήσει και να αναλάβει ο ποιητής δεν απέχουν ιδιαίτερα από τις πεποιθήσεις όχι μόνο του Ουώλτ Ουίτμαν αλλά και του Παλαμά και του Σικελιανού, οι οποίοι, σαν απόστολοι της θρησκείας τού λόγου, διεκδικούν την επιτελεστική λειτουργία της γραφής και όχι την απλώς αναφορική, άρα απαιτούν από την ποίηση να υπάρξει στην ετυμολογική κυριολεξία της. Πλήθυναν λοιπόν το εγώ τους σε «εμείς» και βίωσαν την τέχνη τους σαν τέχνη που της πέφτει το χρέος να ξανασχεδιάσει τον κόσμο, να τον οδηγήσει σε τερπνόνερα, δικαιότερα, ανθρωπινότερα πεδία. Προφήτες, κριτές και νομοθέτες οι ίδιοι, ταγοί έστω χλευαζόμενοι, υπεράσπισαν ο καθείς με τον τρόπο του το απλούστατο: ότι «σκοπός της ζωής μας» δεν είναι η χαμέρπεια αλλά το ύψος. Μια τέτοια ποιητική επιλογή έχει εκ προοιμίου εγγεγραμμένη μέσα της, ως άκρως αναγκαία και αναντικατάστατη, την υψηγορία, τη ρητορική τής προτροπής και του κελεύσματος, τον προφητικό τόνο, τη λογική του συναισθήματος.

Είναι κρίσιμη μια περικοπή από το κείμενο του Οδυσσέα Ελύτη «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο», συν τοις άλλοις και επειδή δεν οφείλουμε να συμφωνήσουμε με το συμπέρασμά της: «Η συναισθηματική εκτόνωση του Ανδρέα Εμπειρίκου είχε αρχίσει τόσο πρόωρα, που σε ηλικία είκοσι χρονών να διαθέτει ήδη στο ενεργητικό του ένα πλήθος ποιήματα γραμμένα πάνω στ’ αχνάρια των ποιητών που κάθε φορά τον γοήτευαν περισσότερο, κατ’ εξοχήν του Κωστή Παλαμά – κάτι που σήμερα μας φαίνεται παράδοξο». Αλλά γιατί να μας φαίνεται παράδοξο; Ως προς αυτό, την επόμενη Τρίτη.

* Εισήγηση στο Διεθνές Συνέδριο με θέμα «Ανδρέας Εμπειρίκος: Η Σήμερον ως Αύριον και ως Χθες» που οργάνωσε η Επιτροπή Ετους Εμπειρίκου (Ανδρος, 28-30 Ιουνίου).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή