Οι συντάκτες της «Κ» προτείνουν: Ψηφιακό ζάπινγκ στο «μέλλον» της τηλεόρασης

Οι συντάκτες της «Κ» προτείνουν: Ψηφιακό ζάπινγκ στο «μέλλον» της τηλεόρασης

7' 55" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι σημαντικό, λένε, να διατηρείς μια ρουτίνα και στην καραντίνα, οπότε κάθε πρωί πριν πάω στο «γραφείο», δηλαδή στην τραπεζαρία, ντύνομαι και βάφομαι κανονικά. Μαζί μου στο μπάνιο έχω το κινητό, που ακουμπισμένο στον καθρέφτη, παίζει ένα νέο επεισόδιο από κάποιο κανάλι που παρακολουθώ στο YouTube. Μπορεί να είναι από την Ελλάδα, την Αμερική, την Αυστραλία ή από τη Γερμανία, μπορεί να αφορά την ομορφιά (για τις μισές μου αγορές beauty προϊόντων ευθύνεται το YouTube – ψέματα, για όλες), τα ρούχα, το φαγητό, την υγεία, τα ταξίδια ή οτιδήποτε άλλο. Εάν υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής είναι ότι ικανοποιούν μια ανάγκη που δεν ήξερα ότι είχα: να παρακολουθώ δημιουργικούς ανθρώπους να είναι δημιουργικοί.

Σταχυολογώντας: O Αμερικανός Κρεγκ Μπενζίν για πολλά χρόνια δεν είχε κανέναν συνδρομητή, αλλά συνέχιζε να φτιάχνει έξυπνα βιντεάκια κάθε πρωί πριν από τη δουλειά. Σήμερα το κανάλι του WheezyWaiter όπου ανεβάζει βίντεο με θέμα «τι συμβαίνει εάν κόψεις τη ζάχαρη για ένα μήνα», «γιατί αρέσει στον κόσμο η γυμναστική» κ.λπ., έχει ένα εκατ. συνδρομητές. Ο Αντριου Ρία στο κανάλι του Binging with Babish έχει καταγοητεύσει εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο αναπαράγοντας διάσημα πιάτα από ταινίες και σειρές. Η Vogue έκανε θεσμό τις συνεντεύξεις των 73 ερωτήσεων, αλλά και τα βίντεο όπου διάσημες γυναίκες μοιράζονται την πρωινή τους ρουτίνα ομορφιάς. Από την Ελλάδα, ο νεαρός αστροφυσικός Παύλος Καστανάς (Astronio) σε ταξιδεύει στο Διάστημα: πρόσφατα κατάφερε να φιλοξενήσει συνέντευξη του γνωστού κοσμολόγου Νιλ ντε Γκρας Τάισον! Παρακολουθώντας τους Carrot Tarts του Αλέξανδρου και της Σιλένας παρακολουθείς τη συζήτηση δύο κολλητών, με ό,τι αυτό σημαίνει, ενώ η Ντάρια βλογκάρει πια για βίγκαν συνταγές και thrift shopping από τη Στοκχόλμη όπου πρόσφατα μετανάστευσε. Ποιος είπε «δεν έχει τίποτα η τηλεόραση»;

ΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΑΡΟΥ

Από το «Κάμπινγκ», στο «Μινόρε της αυγής»

Την πρώτη φορά τις είδα μάλλον αδιάφορα σαν βαριεστημένος πιτσιρικάς μπροστά από μια οθόνη γεμάτη επαναλήψεις. Ούτε από ρεμπέτικα σκάμπαζα πολλά, ούτε και σε κάμπινγκ είχα παραθερίσει ποτέ μου. Κι όμως, κάτι το άγριο και ταυτόχρονα γλυκό διέθεταν το «Μινόρε της αυγής» και το «Στο κάμπινγκ», δύο από τις δημοφιλέστερες σειρές της κρατικής τηλεόρασης των ελληνικών ’80s.

Τι έφταιγε, πέραν των συντελεστών; Εχω διάφορες αυθαίρετες θεωρίες. Ισως οι κινηματογραφικοί φακοί της εποχής που αποτύπωναν τις ιστορίες σαν να είναι οι ωραιότερες του κόσμου. Ισως οι γοητευτικές περιπέτειες του Αντώνη Ζάγκουρα (Αντώνης Καφετζόπουλος), του νεαρού ρεμπέτη που ήρθε από τη Σύρο στην Αθήνα για να κάνει την τύχη του, ίσως όμως και τα γλυκόπικρα καμώματα του Μάιμου (Νίκος Καλογερόπουλος) που δυσκολευόταν στην ομιλία και στις σχέσεις. Για τη μουσική επένδυση, δεν χρειάζονται πολλά. Το μουσικό θέμα του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου και τα τραγούδια του Βαμβακάρη, του Παπαϊωάννου, του Χατζηχρήστου κ.λπ., θεωρούνται, καθένα με τον τρόπο του, «κλασικά». Σήμερα, που και σε κάμπινγκ παραθερίζω τακτικά και τα ρεμπέτικα εκτιμώ ιδιαιτέρως, οι δύο εκείνες σειρές μου θυμίζουν, χωρίς να ζητάνε τίποτε για αντάλλαγμα, το σημείο από όπου ξεκίνησαν όχι όλα, αλλά πάντως πολλά. Πλέον, μαζί με δεκάδες άλλες («Η φανέλα με το 9», «Ο θησαυρός της Βαγίας», «Ο πρίγκιπας», «Χαίρε Τάσο Καρατάσο», «Αμυνα ζώνης» κ.λπ.) τις βρίσκω σε ιστοσελίδες αμφιβόλου νομιμότητας και τις παρακολουθώ όταν χρειάζεται να ανακαλύπτω εκ νέου ότι «μέσα στον πιο βαρύ χειμώνα κρύβεται ένα ακατανίκητο καλοκαίρι» και το αντίστροφο.

ΝΙΚΟΛΑΣ ΖΩΗΣ

Οι παλιές εκπομπές που σε κρατούν ασφαλή

Αν θέλεις να διαβάσεις κάτι μαγικό, που δεν θα σε παιδέψει, πιάσε τα άπαντα του Μπόρχες. Δεν έχει σημασία πού θα ανοίξεις τον τόμο. Σε όποιο διήγημα κι αν πέσεις, θα σε ρουφήξει. Το ίδιο και ο Ροΐδης. Ή ο Ντε Κουίνσυ. Μικρή φόρμα. Μαγική πρόζα. Αλλά, ας μην κοροϊδευόμαστε. Δεν είναι όλες οι νύχτες για διάβασμα. Η συγκέντρωση, τις νύχτες του υποχρεωτικού εγκλεισμού, δεν είναι το ζητούμενο. Ζητούμενο είναι να χαζέψεις.

Χαζευτικός είναι ο Ζαμπέτας που επί σαράντα λεπτά αυτοσχεδιάζει υπό τις οδηγίες του Μάνου Χατζιδάκι σε μια εκπομπή του Τρίτου Προγράμματος που σώζεται στο YouTube. Χωρίς να πολυκαταλαβαίνει τι του ζητάει ο οικοδεσπότης του –«δώσ’ μου κάτι πιο ρυθμικό στον ίδιο δρόμο»– ο Ζαμπέτας κάνει το μπουζούκι του ό,τι θέλει. Εξαπολύει και ένα τελετουργικό «γκουχ» κάθε φορά που ετοιμάζει την ακάθαρτη φωνή του για να τραγουδήσει («έρχομαι τον φράχτη – φράχτη και σε βρίσκω με έναν ναύτη»).

Χαζευτικές είναι και όλες οι παλιές εκπομπές του Σαββόπουλου –«Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι»– οι περισσότερες από τις οποίες έχουν μεταγραφεί στο YouTube από μασημένες βιντεοκασέτες. Αξίζουν για τα τραγούδια – ας πούμε η Βιτάλη σε ντουέτο με την Αρβανιτάκη, εξοπλισμένες με πελώριες βάτες και τις πρώτες τους, λαγαρές φωνές. Είναι όμως και οι παρλάτες του Σαββόπουλου που ανακαλούν την εποχή της αθωότητας του θεάματος, με ένα χιούμορ απλοϊκό και, βεβαίως, παλιομοδίτικο.

Αν είσαι μιας κάποιας ηλικίας, οι εκπομπές αυτές σου πετούν τη σαγήνη της νοσταλγίας. Και σε κρατούν εκεί ασφαλή.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗΣ

Η ανακουφιστική τυχαιότητα ενός κλικ

Πώς το είχε πει κάποτε ένας φίλος; Για να γνωρίσεις κάποιον, η κατάλληλη ερώτηση δεν είναι «τι μουσική ακούς», αλλά «γιατί την ακούς». Γιατί το κομμάτι που παίζει αυτή τη στιγμή σε ξετρελαίνει; Γιατί θες να θάψεις τις σκέψεις σου κάτω από τόνους ντεσιμπέλ; Η λίστα με τις απαντήσεις είναι ατελείωτη, ας σταθούμε όμως σε μία: υπάρχουν φορές που ακούς μουσική για να απομακρυνθείς τόσο δα από το αφόρητο παρόν, για να διαισθανθείς επιτέλους κάτι άγνωστο αλλά ελπιδοφόρο, σαν να ονειρεύεσαι ένα ταξίδι σε χώρα μακρινή, την οποία όμως, για έναν διαβολεμένο λόγο, δεν μπορείς να επισκεφθείς.

Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς (και αν τελικά) ξεπέρασα τους ενδοιασμούς μου για τους αλγόριθμους που ορίζουν τις λίστες μιας μουσικής πλατφόρμας, όπως το «καθεστωτικό» Spotify. Ξέρω όμως ότι υπάρχουν και κάποιες που συγκεντρώνουν ραδιοφωνικές εκπομπές, podcasts, mixtapes και κάθε λογής μουσικές συλλογές, από όλα τα σημεία του πλανήτη με Ιντερνετ. Κάτι παρόμοιο ίσως έκανε παλιότερα το ραδιόφωνο παγκοσμίου λήψεως στα χέρια ενός μοναχικού ναυτικού· στην «ηπειρωτική» περίπτωσή μου, αρκετές ήταν οι φορές που, χωρίς καμία διάθεση να αναλάβω τη μουσική επένδυση μιας συνθήκης ρουτινιάρικης ή περιοριστικής, αφέθηκα σε μουσικές που διάλεγε λ.χ. η πλατφόρμα του Mixcloud και οι οποίες κυμαίνονταν από την calypso της Καραϊβικής ως τα τσιγγάνικα των Βαλκανίων και από τις μεσαιωνικές μπαλάντες της Αγγλίας, μέχρι τη highlife της Γκάνα.

Ναι, αλλά με αυτόν τον τρόπο, καταργείται η γλυκιά προσπάθεια που απαιτείται για να γνωρίσεις ένα μουσικό είδος. Ακυρώνεται η πιθανή ιστορία της ανακάλυψης ενός δίσκου. Καμιά φορά μάλιστα, το να πατήσεις απλώς το play –του Mixcloud, ή του Last.fm, του Pandora κ.λπ.– και ένας κόσμος να αποκαλυφθεί από μόνος του, είναι το πλέον εφικτό σενάριο.

ΝΙΚΟΛΑΣ ΖΩΗΣ

Μια κωμωδία για να… χορέψετε

Για να μην πήξετε στους «Ave-ngers» και στις επαναλήψεις του «Big Bang Theory» και στα αιώνια «Φιλαράκια», αναζητήστε το «Blues Brothers» (1980), θρυλική ταινία και πολύ κουλ για να την εξοβελίσουμε στην κατηγορία των μιούζικαλ αλλά και υπέροχα μουσική –με μυθικούς μουσικούς στα πλάνα της– για να την κατατάξουμε μόνο στο πάνθεον του καλτ κινηματογράφου.

Ο Νταν Ακρόιντ –ναι, δεν έπαιξε μόνο στους Ghostbusters– με τον πρόωρα χαμένο Τζον Μπελούσι –από άφθονα ναρκωτικά και καταχρήσεις– είναι οι Τζέικ και Ελγουντ Μπλουζ. Ο Ελγουντ αποφυλακίζεται και με τον Τζέικ προσπαθούν να ξαναφτιάξουν το Rhythm and Blues συγκρότημά τους για να σώσουν από την οικονομική καταστροφή το Καθολικό ορφανοτροφείο στο οποίο μεγάλωσαν. Με μαύρα γυαλιά που δεν βγάζουν σχεδόν ποτέ, μαύρα κοστούμια και καπέλα γυρνάνε την πολιτεία του Σικάγου για να κάνουν τη μεγάλη συναυλία τους ενώ τους κυνηγούν η αστυνομία, μια ομάδα νεοναζιστών, καουμπόηδες, ένας ντόπιος σερίφης, η πρώην του Ελγουντ (η υπέροχη Κάρι Φίσερ) έως και οι Ειδικές Δυνάμεις. Στην ταινία τραγουδούν οι Τζέιμς Μπράουν, Καμπ Κάλογουεϊ, Αρίθα Φράνκλιν, Ρέι Τσαρλς και άλλοι σπουδαίοι μουσικοί.

Η ταινία ξεκίνησε χωρίς σαφές μπάτζετ αλλά κόστισε πολλά. Ο Ακρόιντ άργησε να παραδώσει το σενάριο περίπου έξι μήνες, ο Μπελούσι πάρταρε τόσο πολύ που δεν μπορούσαν να γίνουν τα γυρίσματα, ενώ τα αυτοκίνητα που συγκρούονται συνεχώς έκαναν την ταινία μία από τις ακριβότερες κωμωδίες όλων των εποχών. 

Το «Blues Brothers» είναι μια κωμωδία με άφθονο τρεχαλητό, γέλιο και αξέχαστη μουσική που θα σας ταξιδέψει έξω από τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού σας. Χορέψτε και λίγο, μην κάθεστε. 

ΣΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

Η αναλγητική ιδιότητα των παλιών, ξεχασμένων «Αστερίξ»

Οι συντάκτες της «Κ» προτείνουν: Ψηφιακό ζάπινγκ στο «μέλλον» της τηλεόρασης-1

Τα κόμικς του σκιτσογράφου Αλμπέρ Ουντερζό και του σεναριογράφου Ρενέ Γκοσινί μοιάζουν να μην παλιώνουν ποτέ.

Εχουν βρεθεί αντιμέτωπα με τη δίκαιη αγανάκτηση της μητέρας, με μετακομίσεις και με δανεισμούς, με την ενηλικίωση και τις ώριμες επιλογές της. Και όμως, όπως κάθε παγκόσμια ή προσωπική πολιτιστική κληρονομιά, τα παλιά μου «Αστερίξ» βρήκαν τελικά μια γωνίτσα για να ξεκουραστούν κι ας είναι χαμηλά στη βιβλιοθηκονομική ιεραρχία του σπιτιού ή στις εσχατιές κάποιου σκληρού δίσκου. Δεν πειράζει καν που έχω χρόνια να τα διαβάσω: είναι τόσα τα ατέλειωτα καλοκαιρινά μεσημέρια που γελούσα πνιχτά πάνω από τις σελίδες τους, είναι τόσες οι μετεφηβικές διαφωνίες για το καλύτερο επεισόδιο ή το διασκεδαστικότερο λογοπαίγνιο, που θα μπορούσα να χαμογελάσω φέρνοντάς τα απλώς στον νου. Μέχρι που αποκαλύφθηκε και μία ιδιότητά τους, αναλγητική. Ενεργοποιείται όταν ο περιορισμός οφείλεται σε λόγους πολύ σοβαρότερους από την ανάγκη των μεγάλων για σιέστα και παραμένει ενεργή όσες φορές κι αν ο Οβελίξ μπερδέψει τα σηστέρσια με την κρεμμυδόσουπα στο «Ο Αστερίξ και η χύτρα», όσες φορές κι αν βάλουν τις φωνές οι ένοικοι της «Κατοικίας των θεών», όσες φορές κι αν εκείνο το κορσικάνικο τυρί μοσχοβολήσει σε κάθε καρέ του «Ο Αστερίξ στην Κορσική». Υπεύθυνοι είναι φυσικά ο σκιτσογράφος Αλμπέρ Ουντερζό και ο σεναριογράφος Ρενέ Γκοσινί. Ειδικά το χιούμορ του τελευταίου (μεταφρασμένο από τον Κώστα Ταχτσή, έπειτα από τον Αργύρη Χιόνη και αργότερα από την Ειρήνη Μαραντέι, για λογαριασμό της Μαμούθκομιξ), λεπτό και λαïκό ταυτόχρονα, με παρέπεμψε και στα κατορθώματα του Λούκι Λουκ ή του Ιζνογκούντ. Ωραιότατα, δε λέω απλώς, ένα μενίρ, χρησιμεύει τελικά και για να διώχνει γρηγορότερα τη λύπη.

ΝΙΚΟΛΑΣ ΖΩΗΣ

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή