Ευρωπαϊκή νεωτερικότητα: απειλή ή υπόσχεση;

Ευρωπαϊκή νεωτερικότητα: απειλή ή υπόσχεση;

4' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Γαλλία ξεχώρισε στη φετινή 14η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας. Με μία ειδική μνεία στις αποσκευές της και ένα από τα πιο εντυπωσιακά περίπτερα –με κριτικό θεωρητικό υπόβαθρο από τον ιστορικό αρχιτεκτονικής Jean-Louis Cohen, αλλά και εμπνευσμένη σκηνογραφική προσέγγιση από το αρχιτεκτονικό παρισινό στούντιο Projectiles– αμφισβήτησε τις ψευδαισθήσεις που ενέπνευσε η νεωτερικότητα και εξέφρασε, σε μόλις τέσσερα δωμάτια, όλη τη σύνθετη πραγματικότητα που συνόδεψε την έλευση του «γαλλικού» μοντερνισμού.

Η 14η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας, σε γενική επιμέλεια του Rem Koolhaas, αναμετριέται, σε εθνικό επίπεδο, με την αφομοίωση της νεωτερικότητας τα τελευταία 100 χρόνια. Η Γαλλία έπαιξε έναν από τους πιο καθοριστικούς ρόλους μιας και στην πραγματικότητα συνδιαμόρφωσε την «ευρωπαϊκή νεωτερικότητα». Πολλοί από τις δομικούς και χωρικούς πειραματισμούς που δημιούργησαν το «μοντέρνο αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο» γεννήθηκαν εδώ. Από το οπλισμένο σκυρόδεμα των μηχανικών Auguste Perret & Eugène Freyssinet και τις μεταλλικές ελαφριές κατασκευές του Jean Prouvé μέχρι το περιοδικό L’ Esprit Nouveau και τη Villa Savoye του Le Corbusier, που αν και Ελβετός πολιτογραφήθηκε Γάλλος.

Ο Jean-Louis Cohen, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού VIII, στο Ινστιτούτο Καλών Τεχνών της Νέας Υόρκης, δεινός ερευνητής της αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα στη Γαλλία και φετινός επιμελητής της γαλλικής συμμετοχής, δεν αρκείται σε μια γραμμική ιστορική καταγραφή αρχιτεκτονικών συμβάντων. Αντιθέτως, αναστοχάζεται, παραθέτοντας ερωτήματα που δεσπόζουν γραφιστικά σε ολόκληρο τον χώρο θέτοντας εξαρχής το δίλημμα: «Νεωτερικότητα, υπόσχεση ή απειλή;». Εστιάζει στις ποικίλες αντιφάσεις που σημάδεψαν τη γέννηση της μοντέρνας αρχιτεκτονικής ως υπόσχεση για φονξιοναλιστικές και οικονομικά προσιτές κατοικίες και υγιείς πόλεις.

Διερωτάται αν παρ’ όλες τις καλές προθέσεις και τις κοινωνικές ευαισθησίες των αρχιτεκτόνων, τις ουτοπικές προτάσεις και τις ενδιαφέρουσες τεχνικές εφευρέσεις, αυτό το συναρπαστικό οικοδόμημα πρωτοποριακών ιδεών και πειραματισμών ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες της κοινωνίας ή απλώς μεταλλάχθηκε σε μια μαζική επαναλαμβανόμενη παραγωγή μονότονων και απομονωμένων αρχιτεκτονημάτων χωρίς «συναισθηματική» ταυτότητα. Αντιπαραθέτει μια εικόνα αυστηρή και απειλητική, τυποποιημένη, ουδέτερη και α-τοπικιστική. Μοντέρνα.

Αναφορές στο σινεμά

Μια πολύχρωμη και διαδραστική μακέτα σε κλίμακα 1:10 της Villa Arpel –της υπερσύγχρονης «πρωταγωνίστριας» του Ζακ Τατί στην ταινία «Ο θείος μου» (1958), αυτής της σούπερ μοντέρνας κατοικίας βγαλμένης από εγχειρίδιο του Le Corbusier– σε υποδέχεται στην κεντρική αίθουσα του περιπτέρου της Γαλλίας. Ο Cohen ανατρέχει πρώτα απ’ όλα στο σινεμά αναζητώντας τις βιωματικές αναμνήσεις μιας νεωτερικότητας που βασίστηκε στις επιταγές του μοντέρνου κινήματος και ριζώθηκε στις προκλήσεις του καταναλωτισμού. Με μοναδική μαεστρία και τη βοήθεια του κυρίου Ιλό πιάνει τον παλμό της νεωτερικότητας, δανείζεται τα ειρωνικά σχόλια του Τατί πάνω στη μοντέρνα αρχιτεκτονική, προσπαθεί να εξηγήσει τη βίαιη μετάβαση από έναν παραδοσιακό κόσμο σ’ ένα νέο εκσυγχρονιστικό περιβάλλον.

Η οικία Arpel αντιπροσωπεύει έναν κόσμο που αλλάζει και συνοψίζει όλα εκείνα στα οποία αναφέρεται ο Λε Κορμπιζιέ στο «Για μια αρχιτεκτονική»: «Το σπίτι είναι μια μηχανή για να κατοικείς». Αρνείται τα πάντα: πολυελαίους και βελούδινες κουρτίνες, γύψινες διακοσμήσεις και ροζέτες, σαλόνια για επισκέπτες και κουζίνες για νοικοκυρές. Υπακούει στις επιταγές του μοντέρνου κινήματος: καθαρή γεωμετρία, φονξιοναλιστική συμμετρία, διαύγεια της κατασκευής, εμμονή στη λειτουργία, απόλυτη πειθαρχία. Σχεδιασμένη από τον ζωγράφο Jacques Lagrange, μόνιμο συνεργάτη του Τατί, κλείνει το μάτι χαμογελώντας αλλά συγχρόνως ενοχλεί. Νερά καταβρέχουν τους επισκέπτες, η πόρτα του γκαράζ παίρνει πρωτοβουλίες, το σιντριβάνι-ψάρι κάνει του κεφαλιού του. Αντικείμενο πόθου ή μηχανή γελοιότητας; Υπόσχεση μιας νέας αρχιτεκτονικής ή απειλή στις προσωπικές επιθυμίες των κατοίκων;

Εποικοδομητική φαντασία;

Ο Cohen θέτει άλλα τρία ερωτήματα και προτάσσει τρεις αμφίσημες απαντήσεις στην κριτική απέναντι στον εκμοντερνισμό της Γαλλίας. Οκτώ αυθεντικά ελαφριά μεταλλικά προκατασκευασμένα πετάσματα, κείμενα από τις θρυλικές διαλέξεις στο Παρίσι (1958 -1971) και προσχέδια σπιτιών, αεροπλάνων και αυτοκινήτων ορίζουν τον αστείρευτο μοντέρνο κόσμο του Jean Prouvé. Παρόλο που δεν κατάφερε να επικρατήσει του σκυροδέματος, τα καινοτόμα δομικά του στοιχεία συντρόφευσαν πρωτοποριακές κατασκευές όπως το κτίριο CNIT, το συγκρότημα της UNESCO και την έδρα του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος του Oscar Niemeyer.

Μονοτονία;

Δύο τεράστια πανέλα πρόσοψης, τυποποιημένα και βιομηχανοποιημένα, κρέμονται από το ταβάνι του γαλλικού περιπτέρου σαν να πρόκειται να παραδοθούν στο εργοτάξιο. Απέναντι στις ελαφριές και κομψές κατασκευές του Prouvé, στέκεται θριαμβευτής ο Raymond Camus, εμπνευστής μιας εναλλακτικής στρατηγικής, αυτής των βαριών προκατασκευασμένων συστημάτων σκυροδέματος, ως απαίτηση στη γρήγορη και μαζική εργοστασιακή παραγωγή, οδηγώντας συχνά την αρχιτεκτονική σε μονότονες συνθέσεις, απαλλαγμένες από κάθε είδους δημιουργική φαντασία.

Η έκθεση ολοκληρώνεται με μια μεγάλης κλίμακας μακέτα της Cité de la Muette των Eugène Beaudoin και Marcel Lods (1935), ενός οικιστικού πρότζεκτ πέντε δεκατετραώροφων πύργων στο Drancy, βόρεια του Παρισιού. Η «γαλλική σκηνή» συνδέει τη μοντέρνα αρχιτεκτονική με το αίτημα της κοινωνικής αλλαγής με τη βοήθεια κρατικών χρηματοδοτήσεων για την ανέγερση μεγάλων οικιστικών συγκροτημάτων και συλλογικών δομών στήριξης στους μη προνομιούχους.

Ρηξικέλευθο πείραμα αυτονομίας, ελευθερίας και χαρούμενης «ημιυπαίθριας» ζωής, φάνηκε στη συνέχεια πως η «Πόλη της Σιωπής» πατούσε πάνω σε μια αρχιτεκτονική που είχε όλες τις προδιαγραφές ώστε να μετατραπεί το 1942 σε στρατόπεδο συγκέντρωσης των ναζί. Αυτή η τραγική σύμπτωση αποτυπώνει με τον χειρότερο δυνατό τρόπο τον κίνδυνο του να κτίζεις οικιστικές «ετεροτροπίες» στα περίχωρα πόλεων, μακριά από τα αστικά κέντρα, κάτι που έκανε κατ’ εξακολούθηση ο γαλλικός μοντερνισμός.

Τίτλοι τέλους

Το σινεμά παίζει τον πιο καθοριστικό ρόλο στο συνολικό στήσιμο του γαλλικού περιπτέρου. Το 20λεπτο φιλμ, ποιητικό και πολιτικό ταυτόχρονα, συνοψίζει τη συνολική αισθητική της Γαλλίας σε αυτήν τη 14η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας. Η ταινία αποτελεί τον συνδετικό κρίκο, το δυναμικό εκείνο αφηγηματικό εργαλείο που ενοποιεί τα τέσσερα διαφορετικά «στιγμιότυπα» της γαλλικής μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Η ταυτόχρονη προβολή του επιτρέπει στον επισκέπτη να περιπλανηθεί απρόσκοπτα στους επιμέρους χώρους της έκθεσης. Σε παραγωγή της Teri Wehn Damisch, η αφήγηση συναρμολογεί αποσπάσματα από προπαγανδιστικά ντοκιμαντέρ που εξυμνούν τον μοντερνισμό, ενώ παραθέτει εμβόλιμα σύγχρονα παριζιάνικα αστικά τοπία. Μπλέκει σκηνές μυθοπλασίας, με τη Μαρίνα Βλαντί να μονολογεί μεταξύ άλλων: «Ενα συγκρότημα είναι χιλιάδες άνθρωποι. Μια πόλη ίσως. Κανένας δεν ξέρει πώς θα είναι η πόλη του αύριο» στο «Δυο-τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, ενώ πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η Villa Arpel του Τατί: «Μα είναι τόσο άδεια». «Μα είναι μοντέρνα: εδώ όλα επικοινωνούν με όλα».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή