H σχέση αγάπης με έναν τόπο μπορεί ορισμένες φορές να αποδειχθεί ισχυρότερη από την καταγωγή· η προσωπική συναισθηματική γεωγραφία να κυριαρχήσει των δεσμών αίματος. Η Χιόνα Ξανθοπούλου–Schwarz, γεννημένη στην Αθήνα, μόνιμος κάτοικος Μονάχου από τη νιότη της, ανακάλυψε τη Σάμο πριν από μερικές δεκαετίες, την περίοδο πριν από τον μαζικό τουρισμό. Αγόρασε ένα σπίτι στη Χώρα, το αναπαλαίωσε με στοργή και έκτοτε το νησί έγινε το σταθερό σημείο αναφοράς για την οικογένεια και τους στενούς της φίλους.
Μεσούσης της οικονομικής κρίσης και με την εικόνα της χώρας μας να επιδεινώνεται στη Γερμανία, η Ελληνίδα της διασποράς πήρε το 2010 μια γενναία απόφαση. Ιδρυσε το Φεστιβάλ Νέων Καλλιτεχνών Σάμου, το οποίο αρχικά είχε μόνο συναυλίες, που πραγματοποιούνται στο αρχαίο στάδιο του Πυθαγορείου. Από το 2012, ο νεόκοπος θεσμός επεκτάθηκε και σε εικαστικές δράσεις, οι οποίες φιλοξενούνται σ’ ένα παλαιό ξενοδοχείο της δεκαετίας του ’70, που μεταμορφώθηκε σε έναν εξαιρετικό εκθεσιακό χώρο, το Art Space Pythagorion. Και κρίνοντας από το πλούσιο πρόγραμμα του φεστιβάλ, τα επόμενα χρόνια ενδεχομένως να δούμε και ορισμένες θεατρικές παραστάσεις.
Σε δύο πράγματα αξίζει να σταθεί κανείς: πρώτον, η σταδιακή ενηλικίωση του φεστιβάλ γίνεται με προσεκτικές επιλογές μουσικών, συνόλων και εικαστικών καλλιτεχνών, που είναι μεν νέοι αλλά διαθέτουν περγαμηνές σπουδών και λαμπρές προοπτικές για το μέλλον. Το δεύτερο είναι πως από την αρχή το σχέδιο ήταν να γεννηθεί, αλλά και να μεγαλώσει ο θεσμός, μέσα στην «αγκαλιά» της τοπικής κοινωνίας και όχι έξω από αυτήν: Σαμιώτες έκαναν τη μετατροπή του ερειπωμένου ξενοδοχείου σε μικρό μουσείο (ο πολιτικός μηχανικός Στέλιος Λουλουργάς και η αρχιτέκτων Πένυ Πετράκου), εκτυπώνουν τα έντυπα, επωμίσθηκαν τα επιμέρους καθήκοντα της σωστής λειτουργίας του φεστιβάλ. Διόλου περίεργο, λοιπόν, που οι κάτοικοι το έχουν αγκαλιάσει και το καμαρώνουν, μιας και είναι μια προσπάθεια που ξεκινά αλλά και καταλήγει στο νησί, σε αντίθεση με άλλα «in vitro» εγχειρήματα που βλέπουμε ανά την Ελλάδα: ένας πλούσιος χρηματοδότης κάνει μια φιλόδοξη (αλλά αποτυχημένη) απόπειρα να «εκπολιτίσει» τους ντόπιους, που καταλήγουν να πηγαίνουν ομαδικά σε συναυλίες λαϊκών βάρδων και να γυρίζουν την πλάτη στις δράσεις, από τις οποίες αισθάνονται «ψυχολογικά» αποκλεισμένοι.
Γερμανική εργατικότητα και ορμή ελληνική
Πώς ένας άνθρωπος με τακτοποιημένη ζωή στο Μόναχο και πολυμελή οικογένεια μπαίνει στην περιπέτεια να δημιουργήσει εκ του μηδενός έναν πολιτιστικό φορέα στη μακρινή Σάμο; Πώς καταλήγει στη μορφή μιας πλατφόρμας που θα βοηθά τους νέους καλλιτέχνες και μουσικούς; Πώς ζευγαρώνει μέσα του τη γερμανική αποτελεσματικότητα με την ελληνική ορμή, σε μια φάση όπου οι δύο χώρες περνούν φάση απομάκρυνσης, αν όχι εχθρότητας;
Προσηνής, ανεπιτήδευτη, με διαυγή σκέψη, η Χιόνα Ξανθοπούλου–Schwarz είναι πρόθυμη να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις. Με επάγγελμα την ψυχανάλυση, η ματιά της έχει οπωσδήποτε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς χρησιμοποιεί τα «εργαλεία» της δουλειάς της για να μιλήσει για τη σχέση των δύο λαών.
«Μεγάλωσα στην Αθήνα σε μια γερμανοτραφή οικογένεια, με πατέρα νομικό που πίστευε στην εργατικότητα και την πειθαρχία των Γερμανών. Επιχείρησα να σπουδάσω Νομικά στη Χαϊδελβέργη, αλλά σύντομα διαπίστωσα ότι δεν μου άρεσε και επέλεξα την ψυχολογία. Τελικά ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στο Χάρβαρντ και ύστερα εγκαταστάθηκα με τον Γερμανό σύζυγό μου στο Μόναχο. Κάποια στιγμή, όταν τα δύο μεγάλα μας παιδιά πήγαιναν ακόμα σχολείο, επιστρέψαμε για δύο μόνο χρόνια στην Αθήνα για να μάθουν καλά τη γλώσσα και τη χώρα.
Απάντηση με έργα
»Η ελληνική κρίση μάς βρήκε να ζούμε στη Γερμανία. Ως Ελληνίδα γινόμουν συχνά αποδέκτρια κακών σχολίων για την πατρίδα μου και αισθανόμουν πολύ δυσάρεστα. Ηθελα να βρω τον σωστό τρόπο για να αντιδράσω. Στη γερμανική κουλτούρα και καθημερινότητα, τα έργα έχουν μεγαλύτερη σημασία από τα λόγια. Σκέφτηκα λοιπόν πως η καλύτερη απάντηση θα ήταν να κάνουμε στη Σάμο, την οποία αγαπώ ιδιαίτερα, ένα φεστιβάλ που να βοηθήσει πραγματικά το νησί. Η ιστορία και η γεωγραφική θέση συνέβαλαν: είναι ένας τόπος όπου κατά την αρχαιότητα ο Πυθαγόρας έθεσε τα θεμέλια του τονικού συστήματος στη μουσική, ο Αίσωπος διηγήθηκε τους μύθους του, ο Ηρόδοτος και ο Επίκουρος έζησαν εδώ.
»Σήμερα είναι ένα μέρος που βρίσκεται στη συνοριακή γραμμή Ελλάδας – Τουρκίας, Ευρώπης – Ασίας, σε θέση στρατηγική για την υπόλοιπη Μεσόγειο, την ευρύτερη “γειτονιά”, κάτι που αντικατοπτρίζεται και στον πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα του φεστιβάλ. Προσφερόταν λοιπόν να γίνει ένα σημείο συνάντησης νέων μουσικών από διαφορετικές κουλτούρες που να βιώνουν μια καλλιτεχνική συνύπαρξη για δύο εβδομάδες, τις οποίες διαρκεί το φεστιβάλ. Ετσι υπάρχει μια επαναδιαπραγμάτευση της θέσης ενός τόπου που βρίσκεται στην παραμεθόριο και είναι ξεκομμένος από τις πολιτιστικές εξελίξεις».
Και η εμπειρία τού να δημιουργεί εξαρχής ένα θεσμό: «Δεν ήταν λίγα τα εμπόδια που συναντήσαμε στην Ελλάδα, αλλά ως Ιδρυμα Schwarz με βάση τη Γερμανία, είχαμε θέσει εξαρχής ορισμένους στόχους: να γίνουν όλα νομότυπα και με οικονομική διαύγεια και να συνεργαστούμε με ντόπιους επαγγελματίες, αξιοποιώντας το ανθρώπινο δυναμικό. Το πιο σημαντικό πράγμα την εποχή της κρίσης είναι να δώσεις το παράδειγμα της σωστής λειτουργίας και πρακτικής σε όλα τα επίπεδα. Σήμερα, καμαρώνουμε για το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις εστίασης και τα καφέ που είναι δίπλα στο Art Space επωφελούνται από την επισκεψιμότητα στο μουσείο, αλλά και ότι τα Σαββατοκύριακα του χειμώνα που είναι τα πάντα κλειστά, αυτά μένουν ανοιχτά διότι ο χώρος μας δίνεται σε τοπικούς συλλόγους, κινηματογραφικές λέσχες κ.ά. για τις δικές τους δράσεις», λέει η Χιόνα Ξανθοπούλου–Schwarz.
Το 2012, όταν προσκεκλημένος καλλιτέχνης ήταν ο πρόσφατα χαμένος Χαρούν Φαρόκι, εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ με τη μετατροπή του εγκαταλελειμμένου ξενοδοχείου σε μουσείο που έκανε ένα φιλμ, ενώ η περυσινή έκθεση των Slavs & Tatars είχε 4.000 επισκέπτες. Φέτος η εξαιρετική δουλειά της Τουρκάλας Νέβιν Αλανταγκ, που μιλάει για τη ρευστότητα των συνόρων, με παράδειγμα το Αιγαίο, έχει αποσπάσει θετικότατα σχόλια. Oλες τις εικαστικές εκθέσεις επιμελείται η Μαρίνα Φωκίδη. Παράλληλα με τις εικαστικές δράσεις, υπάρχει και πλατφόρμα συζήτησης με ειδικούς, οι οποίοι φέτος εστίασαν την τοποθέτησή τους στη μετανάστευση, στα σύνορα, στην ταυτότητα.
Χωρίς συμπλέγματα
«Αυτήν τη στιγμή, τόσο οι Ελληνες όσο και οι Γερμανοί προβάλλουμε οι μεν στους δε την αίσθηση της μειονεξίας που νιώθουμε έναντι του εαυτού μας», λέει η ιδρύτρια και χρηματοδότρια του φεστιβάλ, Χιόνα Ξανθοπούλου–Schwarz. «Εκείνοι μας βλέπουν ως κάποιους που δεν εργάζονται αρκετά και δεν σέβονται την ίδια τους παράδοση, και εμείς τους αντιμετωπίζουμε ως αυταρχικούς. Ενδεχομένως αυτά τα στερεότυπα να έχουν ψήγματα αλήθειας, όμως οι προβολές τους χρησιμεύουν για να ξεχνάμε τα δικά μας ενδογενή προβλήματα και συμπλέγματα. Από το επάγγελμά μου γνωρίζω ότι όταν κάποιος μένει στους χαρακτηρισμούς και δεν μπαίνει στην ουσία, δεν βοηθά εντέλει στο να βρεθεί μια λύση. Αντί λοιπόν να ασχοληθούμε με το ποιος φταίει και τι πρέπει να διορθωθεί, επιλέξαμε να κάνουμε μια κίνηση που θα άλλαζε τους συσχετισμούς: το φεστιβάλ στη Σάμο είναι μια πλατφόρμα επικοινωνίας, συζήτησης, καλλιτεχνικής ώσμωσης, που φαίνεται να ανοίγει ένα νέο δρόμο, χωρίς πολλά λόγια αλλά με πράξεις, που δείχνουν σε μια κατεύθυνση για το πώς θα έπρεπε να είναι η Ευρώπη σήμερα, αλλά και στο μέλλον».
Το μουσικό φεστιβάλ της Σάμου ολοκληρώνεται σήμερα, ενώ η έκθεση της Νέβιν Αλανταγκ θα διαρκέσει έως και τις 10 Οκτωβρίου.