Ρέμπραντ με post-it στο Rijksmuseum!

4' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν στα εγκαίνια του ανανεωμένου Rijksmuseum τον Απρίλιο του 2013 ο διευθυντής του μουσείου, Wim Pijbes, ρώτησε τον Αλέν ντε Μποτόν (Alain de Botton) με τι ασχολούνταν εκείνη την περίοδο, δεν είχε υποψιαστεί την έκπληξη που τον περίμενε: «Προσπαθώ να γράψω ένα βιβλίο που να εξηγεί για ποιους λόγους αυτό που κάνετε όλοι εσείς οι επικεφαλής των μουσείων είναι λάθος», του απάντησε. Αυτό μου διηγείται ο Tim Zeedijk, υπεύθυνος των εκθέσεων του μεγαλοπρεπούς κρατικού μουσείου, που φιλοξενεί τα αριστουργήματα της ολλανδικής τέχνης.

Ο ελβετικής καταγωγής «ποπ φιλόσοφος», όπως ευρέως χαρακτηρίζεται ο Αλέν ντε Μποτόν, έχει τις αντιρρήσεις του για τον τρόπο με τον οποίο τα μεγάλα μουσεία του κόσμου παρουσιάζουν την τέχνη. «Θεσμοθετούν την αταραξία», υποστηρίζει, «αντί να ενθαρρύνουν την προσωπική επαφή με τα έργα τέχνης». Στο στόχαστρό του βρίσκονται οι συνοδευτικές επιγραφές των έργων και η «ακαδημαϊκή» λογική που θεωρεί ότι τις διαπνέει: «Δεν χρειαζόμαστε μαθήματα ιστορίας τέχνης, αλλά να αλλάξουμε τη διάθεσή μας προς το καλύτερο». Σε τελική ανάλυση, «η τέχνη είναι θεραπεία», διακηρύσσει μαζί με τον φιλόσοφο και ιστορικό τέχνης John Armstrong, παραφράζοντας τον τίτλο του βιβλίου τους. Η ομώνυμη επιγραφή νέον στη μεγαλοπρεπή πρόσοψη του Rijksmuseum προσκαλεί το κοινό να το διαπιστώσει σε μία έκθεση-παρέμβαση που προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις.

Με έκπληξη αντίκρισα τα μεγάλα κίτρινα χαρτιά που φιλοξενούν τις σκέψεις και τα σχόλια των δύο στοχαστών, κολλημένα σε διάφορα σημεία του μουσείου χωρίς συγκεκριμένο μοτίβο, σαν αφίσες περασμένης καμπάνιας. Χρειαζόσουν λίγο χρόνο για να αποκωδικοποιήσεις αυτή την ασυνήθιστη συνύπαρξη της street αισθητικής με τα αριστουργήματα της ολλανδικής τέχνης, σε ένα χώρο κλασικής κομψότητας όπως το Rijksmuseum.

Αλλά τα κίτρινα χαρτιά δεν μιμούνται μόνο την υφή και τις διαστάσεις που έχουν οι αφίσες στους δρόμους, προσδίδοντας στα κείμενα του De Botton και του Armstrong τον προπαγανδιστικό χαρακτήρα που επιθυμούσαν – «φιλοσοφικά γκραφίτι» τα αποκαλεί ο De Botton. Μιμούνται επίσης τα post-it, τα μικρά αυτοκόλλητα χαρτιά που κολλάμε στον υπολογιστή ή στο ψυγείο για να θυμηθούμε κάτι, μια φευγαλέα σκέψη, μια απαραίτητη αγορά από το σούπερ μάρκετ ή μια κοινωνική υποχρέωση.

Αυτή είναι η πιο σημαντική λειτουργία που επιτελούν τα υπερμεγέθη post-it, πρόταση της Ολλανδής γραφίστριας Irma Boom, η οποία χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από τους διοργανωτές της έκθεσης. Να μας υπενθυμίσουν να εκφράζουμε τις σκέψεις μας, να βλέπουμε την πραγματικότητα με φρέσκια ματιά, να προκαλούμε τον εαυτό μας να βελτιωθεί. «Η τέχνη μάς βοηθάει να θυμόμαστε», λέει ο Alain de Botton. «Είναι ένα όχημα για να ξαναβρούμε την ελπίδα, να απαλύνουμε τον πόνο, να κατανοήσουμε τους άλλους, να γελάσουμε, να αναρωτηθούμε, να νιώσουμε κομμάτι ενός συνόλου, να ανακτήσουμε μια αίσθηση δικαιοσύνης και πολιτικού ιδεαλισμού». Είναι μέσα από αυτή τη διαδικασία που πιστεύει ότι η τέχνη λειτουργεί θεραπευτικά, όχι απαραίτητα «κάνοντάς μας πιο χαρούμενους, αλλά συναισθηματικά ωριμότερους».

Τα έργα που σχολιάζουν ο Alain de Botton και ο John Armstrong δεν ξεπερνούν τα 150. Σε αυτά προστίθενται οι εικονογραφήσεις που επέλεξαν από το πλούσιο αρχείο του μουσείου με βάση τέσσερις θεματικές: «μοίρα», «σεξ», «χρήματα» και «πολιτική», ενώ υπό τον τίτλο «μνήμη» σχολιάζουν τη μικρή αλλά άκρως εντυπωσιακή συλλογή δαγκεροτυπιών. Κάθε post-it περιλαμβάνει τη διάγνωση μιας «ασθένειας», ενώ ένα μεγαλύτερο κείμενο αναλαμβάνει να εξηγήσει πώς το σχολιαζόμενο έργο τέχνης μπορεί να συμβάλει στη θεραπεία της. «Θέλω να χωρίσω. Δεν είμαι πια ερωτευμένος», είναι η «ασθένεια» που διαγιγνώσκουν οι δύο φιλόσοφοι με αφορμή τον πίνακα του Adriaen Coorte με τις φρέσκιες, καλοσχηματισμένες φράουλες. Ως θεραπεία μάς συστήνουν να επανεκτιμήσουμε τα πρόσωπα και τα πράγματα που θεωρούμε δεδομένα στη ζωή μας, ακολουθώντας το παράδειγμα του ζωγράφου.

Τα αποφθεγματικά σχόλια, τα ηχηρά ερωτήματα και οι συχνά βαρύγδουπες δηλώσεις του De Botton και του Armstrong μού προκαλούν αντιφατικές σκέψεις και αρχίζω να αντιλαμβάνομαι καλύτερα την ουσία του εγχειρήματός τους. «Δεν αντέχω τους θορυβώδεις χώρους – Μακάρι αυτή η αίθουσα να είχε λιγότερο κόσμο», διαβάζω στο post-it δίπλα στη «Νυχτερινή Περιπολία» του Ρέμπραντ και δυσκολεύομαι να διαφωνήσω. Προσπαθώντας να φτάσω μπροστά του, ρίχνω μια ματιά στους επισκέπτες που προσπερνάω. Ενα ζωηρό ενδιαφέρον διαγράφεται στα πρόσωπά τους, καθώς το βλέμμα τους διατρέχει τον μεγάλο πίνακα. Ισως τελικά έχουμε περισσότερα κοινά απ’ όσα νόμιζα, σκέφτομαι, και τείνω να συμφωνήσω με τον De Botton και τον Armstrong: «Η συντροφιά είναι τόσο πιο σημαντική από την ευκολία και την άνεση».

Αντίθετα με ορισμένες κριτικές, σύμφωνα με τις οποίες οι δύο φιλόσοφοι δεν κάνουν καμία προσπάθεια να στρέψουν τα βλέμματα των επισκεπτών στα έργα, δεν είναι λίγα αυτά που τραβούν την προσοχή χάρη στα post-it της έκθεσης. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του πίνακα που ζωγράφισε ο Johannes Vermeer το 1658, «Αποψη σπιτιών στο Ντελφτ» – πιο γνωστού ως «Ο μικρός δρόμος». Με τις μικρές διαστάσεις του και την ήρεμη καθημερινότητα που απεικονίζει, δεν είναι καθόλου απίθανο να περάσει απαρατήρητος. Ομως, η «ασθένεια» στο κίτρινο post-it δίπλα του θα τραβήξει σίγουρα την προσοχή και των πιο βιαστικών ή αφηρημένων επισκεπτών: «Η ζωή είναι αλλού. Εχω μια παραπεταμένη λαχτάρα για μεγαλεία», λέει, ενώ ακόμη και αν διαφωνεί κανείς με τη «διάγνωση», δύσκολα θα αντισταθεί στην καταπραϋντική επίδραση της προτεινόμενης ερμηνείας: «Αυτός ο πίνακας λέει ότι το να φροντίζει κάποιος ένα απλό αλλά όμορφο σπίτι, να καθαρίζει την αυλή, να προσέχει τα παιδιά, να μπαλώνει τα ρούχα –και το να κάνει αυτά τα πράγματα με αφοσίωση και πίστη– είναι το πραγματικό καθήκον της ζωής».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή