Η οδός Πανεπιστημίου, σε μια διαρκή εικαστική επαναγραφή, ένα από τα πιο γνωστά, πρόσφατα, έργα του Δημήτρη Σαρασίτη ολοκληρωμένο το 2013, σε υποδέχεται στην Αίθουσα Τέχνης Σκουφά. Αν και πήγα για να δω κυρίως τα καινούργια έργα του ζωγράφου, η «Αθήνα – Τριλογία», όπως είναι ο τίτλος του έργου, με έκανε να κοντοσταθώ.
Το έβλεπα για πρώτη φορά από κοντά και πλησιάζοντας αφέθηκα να παρατηρώ τις χαρακιές και τις σβησίματα, τις δίνες και τις στρώσεις του χρώματος. Ηταν μία διαφορετική ανάγνωση, κάτι σαν ακτινογραφία και αποκωδικοποίηση.
Δύσκολα θα χαρακτήριζε κανείς τα έργα του Δημήτρη Σαρασίτη ως αστικά τοπία, τουλάχιστον γιατί δείχνει να απουσιάζει ή να υποχωρεί η πρόθεση της καταγραφής. Παρόλα αυτά, η επιλεκτική ματιά του καθώς εστιάζει μέσα στο άστυ, και αποθησαυρίζει θραύσματα, οργανώνει, εν τέλει, αστικές σπουδές, ελεύθερες στα όρια μιας καλώς εννοούμενης αυθαιρεσίας, ερμητικές, με την έννοια μιας πυκνής όσο και βαθιάς δεξαμενής.
Η έλξη που ασκεί πάνω του η θέα προς το λιμάνι, οι στέγες, οι θαλασσινοί ουρανοί και τα καράβια, δεμένα στην προβλήτα, εκβάλλει σε μία εντελώς δική του ερμηνεία για την πόλη και τους αθέατους ανθρώπους της.
Και είναι μια έκθεση που μιλάει κυρίως για σπίτια, λιμάνια και θάλασσα, το «Υπερβαίνοντας το τοπίο» (επιμ. Ιρις Κρητικού, Αίθουσα Τέχνης Σκουφά έως και 14/11) που στα τελευταία 24ωρα της παρουσίασής του, αποκαλύπτει μια ανανεωμένη φλέβα του ζωγράφου. Στο βάθος, σαν κρυμμένα, αλλά ενεργά έργα, είναι δύο παλαιότερες γυναικείες μορφές, ξαναδουλεμένο το μεγαλύτερο έργο, ιδιαίτερα έντονο το μικρό πορτρέτο, έργο που το αγαπά ιδιαίτερα, όπως μου είπε αυθόρμητα, ο Δημήτρης Σαρασίτης.
Και σε έναν άλλο τοίχο, η πυκνή ατμόσφαιρα ενός καφενείου. Αλλά είναι η θέαση των νέων έργων, μικρά ή μεσαίου μεγέθους τα περισσότερα, αυτή που σφραγίζει την έκθεση και την αιμοδοτεί. Στέκεται κανείς με δέος μπροστά στις στρώσεις του χρώματος, γιατί ο Δημήτρης Σαρασίτης είναι τολμηρός καθώς ραβδώνει την πάστα, την χαρακώνει, την γεωμετρίζει και την τιθασεύει. Οι σβούρες χρώματος στον ουρανό που σκοπίμως παραπέμπουν στον Βαν Γκογκ ορίζουν μία διάθεση.
Τα χρώματα έχουν εξωστρέφεια. Ενα κίτρινο μπορεί να απορροφήσει ένα βλέμμα, όπως και ένα σκόρπιο θραύσμα από ροζ ή μια φέτα από κυπαρισσί ή γαλάζιο, μπορεί να αποπλανήσει τη ματιά. Είναι μια γιορτή χρώματος, στιβαρού, αποφασισμένου και έτοιμου να δουλευτεί ξανά και ξανά έως ότου οι αισθήσεις υποκύψουν και ένα αστικό τοπίο ή μια αποβάθρα να γίνει μία θέα αισθησιακή.