Από το θεοσκότεινο στο ολόφωτο

Από το θεοσκότεινο στο ολόφωτο

4' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τ​​ο 1915 ο Καζιμίρ Μάλεβιτς (1878-1935) ζωγραφίζει και εκθέτει το «Τετράπλευρο», που έγινε διάσημο υπό τον τίτλο «Μαύρο τετράγωνο». Αντιλαμβανόταν το έργο αυτό και όλο το δημιουργικό εγχείρημά του, τον σουπρεματισμό, ως μια πράξη λύτρωσης από το βάρος των πραγμάτων, από τον κόσμο της πτώσης. Το «Μαύρο τετράγωνο» αποτελεί τη συμπύκνωση της ποιητικής του. Θέλησε ο ίδιος να τον συνοδέψει ακόμη και στην κηδεία του. Η σκέψη του Μάλεβιτς ήταν παραληρηματικά θρησκευτική (βλ. κείμενά του και στα ελληνικά, Κ. Μάλεβιτς, «Γραπτά», Βάνιας, 1992). Οποια και αν είναι πάντως η δική του ερμηνεία του «Μαύρου τετραγώνου» και όσων άλλων κεντρίστηκαν έκτοτε από τον μύθο του και αποπειράθηκαν να το ερμηνεύσουν, το έργο αυτό δεν μπορώ να το δω αλλιώς παρά ως ακραίο ζωγραφικό μηδενισμό, ανεξάρτητα από τις όποιες προθέσεις του δημιουργού του.

Τούτο το «Μαύρο τετράγωνο» κάνει αναπάντεχα, εκ πρώτης όψεως, την εμφάνισή του στο έργο του εικονόφιλου Χρήστου Μποκόρου, όπως έχουμε την ευκαιρία να το δούμε στην αναδρομική έκθεσή του, με τον τίτλο «Οψεις αδήλων», στο Μουσείο Μπενάκη (21 Δεκεμβρίου 2016 – 28 Φεβρουαρίου 2017). Το ζωγράφισε πάνω σε καραβίσιο ξύλο, δίπλα του υπάρχει ένας λεκές από πίσσα, και είναι το πρώτο μέρος ενός ενιαίου και αδιαίρετου τετράπτυχου (2000-2016). Τα άλλα τρία μέρη του τετράπτυχου είναι τα εξής: δεύτερο, το μαύρο τετράγωνο φωτισμένο από ένα κερί στο κέντρο του, τρίτο, ένα άσπρο πανί φωτισμένο και, τέταρτο και τελευταίο, ένα λευκό, ολόφωτο τετράγωνο. Θυμίζω ότι ο Μάλεβιτς θα κλείσει τη σουπρεματιστική περίοδό του με το «Λευκό τετράγωνο πάνω σε λευκό φόντο» (1918).

Το «Μαύρο τετράγωνο» του Πολωνοεβραίου ζωγράφου έχει σημαδέψει τον Μποκόρο και κάνει συχνά λόγο για αυτό σε κείμενά του (και στον Κατάλογο της έκθεσης). Το ζωγραφίζει σε ένδειξη τιμής προς τον δημιουργό του. Ο Μποκόρος δεν θεωρεί ότι το έργο αυτό του Μάλεβιτς αποτελεί ταφόπλακα της ζωγραφικής, αλλά το νιώθει «ακόμη ζωντανό να πνέει» (σ. 258, του Καταλόγου). Το θεωρεί σύμβολο του αγνώστου, ζωγραφική έκφραση της αγνωσίας του Θεού (από τον μικρό Κατάλογο «Της εξόδου», για την ομότιτλη έκθεσή του στο Αιτωλικό, 27.3-26.4. 2015). Το ζωγραφίζει λοιπόν πάνω σε άβαφο ξύλο, αντίθετα από τους παλιούς τεχνίτες, αλλά δεν το αφήνει απειλητικά μόνο του. Το συνοδεύει με άλλα τρία, σε μια πορεία από το κατάμαυρο στο ολόλευκο, από το θεοσκότεινο στο ολόφωτο, από του θανάτου εις την ζωήν. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να προσθέσω ότι η απόφαση του Μποκόρου να ζωγραφίζει πάνω σε χοντρά, παλιά, άχρηστα ξύλα, δίνει στα έργα του και μια γλυπτική διάσταση (καλύτερο παράδειγμα για αυτό, το έργο «Ηρώο», ζωγραφισμένο σε ένα βωλόσυρο).

Ο θάνατος και το μαύρο σκοτάδι του υπάρχουν και στο έργο του Μποκόρου, δεν θέλει όμως να τους αφήσει ελεύθερο όλο το πεδίο. Οι φλογίτσες που τρεμίζουν στα έργα του είναι ακριβώς αυτή η ασθενική δύναμη που πάει να αντισταθεί στη σαρωτική δύναμη του θανάτου, «ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο» (Σολωμός). Αυτό το φως δεν είναι, για να συνεχίσω με τον Σολωμό, εκείνο το «φως που πατεί χαρούμενο τον Αδη και το Χάρο», όχι, είναι όμως το πολυτίμητο, όσο αδύναμο και αν είναι, φως της ανθρώπινης δημιουργίας. Ενα αίτημα λύτρωσης και αθανασίας βρίσκεται στην αφετηρία του δημιουργικού εγχειρήματος του Μποκόρου (όπως υπήρχε και στου Μάλεβιτς): Να σωθούν τα φαινόμενα (αυτά ακριβώς είναι η όψις των αδήλων), να ξαναζήσουν οι πεθαμένοι, να απαθανατιστούν τα μικρά και ταπεινά πράγματα της ζωής και του κόσμου μας. Εξ ου και τα πεταμένα ξύλα που ανασταίνονται εν ετέρα μορφή. Πολλά έργα του, κυρίως εκείνα στα οποία υπερβαίνεται το εύρημα, αποπνέουν κάτι μυστηριακό.

Αυτό το αίτημα δοξασμού των πραγμάτων οδηγεί τον Μποκόρο στον ρεαλισμό. Ο Μποκόρος ζωγραφίζει ως ρεαλιστής ζωγράφος πριν από τη φωτογραφία. Το έργο του επιδιώκει αριστοτεχνικά την αληθοφάνεια, αλλά δεν έχει καμία σχέση με αυτό που είναι ο φωτορεαλισμός.

Η αληθοφάνεια, η πειστικότητα της αναπαράστασης, είναι ένα βασικό ζήτημα και ζητούμενο της εικαστικής τέχνης, η οποία δοκιμάστηκε από τη γέννηση της φωτογραφίας. Δεν είναι τυχαίο που ο Μποκόρος μνημονεύει συχνά στα γραπτά του το ανέκδοτο με τον Ζεύξι και τον Παράσιο (τα σταφύλια του πρώτου ξεγελούν τα πουλιά και το πέτασμα του δεύτερου ξεγελάει τον ίδιο τον Ζεύξι).

Φιλοδοξία κάθε δημιουργού, μετά τη μαθητεία του στους μεγάλους δασκάλους, είναι να καταλάβει ένα χώρο, μικρό ή μεγάλο δεν έχει σημασία, που να είναι δικός του, να αφήσει δηλαδή αναγνωρίσιμο χνάρι. Αυτό το στοίχημα ο Μποκόρος το έχει, πιστεύω, κερδίσει. Το έργο του διεκδικεί και μια θέση στη σημερινή διεθνή ζωγραφική ως έργο ενός Ελληνα ζωγράφου, συνεχιστή της μακραίωνης ελληνικής, εικαστικής παράδοσης. Ο κόσμος του Μποκόρου είναι ελληνικός. Το τοπίο, η χλωρίδα, το φως, η ιστορία (Μεσολόγγι, Βελουχιώτης) είναι όλα ελληνικά, τα σύμβολα του ελληνικού έθνους (σημαία) και της Ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης (πρόσφορο, καντήλι, σταυρός, Παναγία, Χριστός) είναι πανταχού παρόντα. Ο Μποκόρος έχει επιπλέον και τον πόθο να εκφράσει μια κοινότητα, την ελληνική κοινότητα. Μάταιος ωστόσο πόθος και κόπος, γιατί απλούστατα αυτή η κοινότητα δεν υπάρχει.

Τούτες τις μέρες της έκθεσης εκδόθηκε και το «eμερολόγιό» του των τελευταίων ετών (Αγρα, 2016). Ο Μποκόρος γράφει πολύ. Δεν είναι απαραίτητο ο θεατής της ζωγραφικής του να έχει διαβάσει τα κείμενά του. Θα έλεγα μάλιστα ότι είναι ίσως καλύτερα να μην το έχει κάνει.

Ας μην καθοδηγήσουν το βλέμμα του οι ιδέες του ζωγράφου. Η δύναμη της ζωγραφικής του φτάνει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή