Η Αίγυπτος, ύστερα από την κρίση της Αραβικής Ανοιξης, στο τέλος του 2010 και τις αρχές του 2011, απώλεσε το ισχυρό πλεονέκτημα του τουριστικού προϊόντος. Τουριστικό προϊόν συνδυασμένο άρρηκτα με την αρχαιολογική αποτύπωση τόσο σε μουσεία όσο και σε ανοικτούς αρχαιολογικούς χώρους.
Η ανακάλυψη ενός τάφου στο Λούξορ της Αιγύπτου πριν από λίγες εβδομάδες πυροδότησε δικαιολογημένο ενδιαφέρον που εκφράστηκε με υπερβολική προβολή του γεγονότος. Η ανακάλυψη αυτή ακόμη δεν έχει αποκαλύψει τα μυστικά της. Η πλήρης και ολοκληρωμένη τεκμηρίωση θα αργήσει. Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση, ο ασύλητος τάφος, εξ ου και η σημασία του, υπόσχεται μια πλούσια συνέχεια.
Η περιοχή ονομάζεται Dra Abul-Naga, χωροθετείται πριν από την είσοδο της Κοιλάδας των Βασιλέων και φιλοξενεί ένα νεκροταφείο με ταφές αξιωματούχων. Ο τάφος χρονολογείται στο Νέο Βασίλειο, περίοδο κατά την οποία το φαραωνικό κράτος άκμασε και επεξέτεινε σημαντικά την επικράτειά του. Από θρησκευτική άποψη, η λατρεία του Αμμωνος ενισχύεται σημαντικά. Ο κακοδιατηρημένος τάφος ανήκε σε έναν χρυσοχόο και τη σύζυγό του. Ειδικότερα, στον χρυσοχόο του θεού Αμμωνος, τον Αμεν-εμ-χατ. Το ίδιο το όνομα του ενοίκου του τάφου σημαίνει στην αρχαία αιγυπτιακή γραφή «ο Αμμων είναι επικεφαλής». Το όνομα της συζύγου του, Αμεν-χοτέπ, που αντίστοιχα σημαίνει «Ο Αμμων (βρίσκεται) σε ειρήνη», συνήθως είναι αρσενικού φύλου, αλλά εδώ φαίνεται ότι η θανούσα με το αρσενικό όνομα διατηρούσε τον συνήθη τίτλο της «δέσποινας του οίκου» της. Ο τάφος περιείχε, ως είθισται, μούμιες, φέρετρα, αγαλματίδια, κεραμική και άλλα κτερίσματα. Παράλληλα, σε ένα από τα φρέατα του τάφου βρέθηκαν φέρετρα που ανήκαν στην 21η και 22η δυναστεία, δηλαδή περίπου πέντε αιώνες μετά, γύρω στο 1000 π.Χ. Αυτό δηλώνει προφανώς ότι ο τάφος αξιοποιήθηκε εκ νέου και οι μεταφορείς των φερέτρων αναζήτησαν προστασία στον παλαιότερο κατά περίπου πέντε αιώνες ανέπαφο τάφο.
Υπενθυμίζεται ότι στην 21η δυναστεία πραγματοποιήθηκε εκτεταμένη μεταφορά των βασιλικών τάφων της γειτονικής Κοιλάδας των Βασιλέων και συνολική εκκένωσή τους από τους ιερείς, με σκοπό να διαφυλάξουν τα ταριχευμένα σώματα και κτερίσματα των προγόνων τους. Συνέπεια της πράξης αυτής ήταν η δημιουργία κρύπτης στον φυσικό βράχο πάνω από την Κοιλάδα των Βασιλέων και η ασφυκτική συσσώρευση των φερέτρων και των κτερισμάτων. Η κρύπτη αυτή, γνωστή πια στη βιβλιογραφία ως «Κρύπτη του Deir el-Bahari», ανακαλύφθηκε το 1881 από τον τότε γενικό διευθυντή Αρχαιοτήτων της Αιγύπτου Gaston Maspero.
Ο ανασκαφέας του συγκεκριμένου τάφου ήδη από τον περασμένο Απρίλιο ανακάλυψε και άλλους τάφους. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι τάφοι στην περιοχή είναι συχνά συσχετιζόμενοι αρχιτεκτονικά ή αλληλοεπικαλύπτονται. Μπορεί ο ένας να οδηγεί σε άλλον, αφού η ήδη ανασκαμμένη στοά στον δύσκολο φυσικό βράχο αξιοποιούνταν και από τον επόμενο κατασκευαστή. Η αυτονόητη ύπαρξη άλλων γειτνιαζόντων τάφων προκύπτει από ένα ιδιαίτερα ταπεινό αλλά σημαντικό εύρημα. Ονομάζονται «κώνοι», είναι πήλινα διακοσμητικά στοιχεία, στη μορφή του κώνου, με μία επιφάνεια ενεπίγραφη, όπου δηλώνονται τα στοιχεία του ενοίκου του τάφου.
Τάφος χρυσοχόου ανακαλύφθηκε και τον περασμένο Ιούνιο σε μια πιο απομακρυσμένη περιοχή, το νησί Σάι που βρίσκεται στον Νείλο, στο ύψος του βόρειου Σουδάν. Χρυσοχόος του Αμμωνα είναι και ο Τζουράι, όπως δηλώνει η επιγραφή που φέρει το άγαλμά του και που εκτίθεται στην αίθουσα της αιγυπτιακής συλλογής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Αυτά που μέχρι στιγμής οφείλουμε να αξιολογήσουμε ως σημαντικά είναι τα εξής:
• Η επιτόπια ανεύρεση των αντικειμένων μέσα στο αρχικό, άθικτο περιβάλλον του τάφου ενισχύει τη γνώση μας για τα ταφικά έθιμα της περιόδου και την ακλόνητη πίστη των αρχαίων Αιγυπτίων στη μεταθανάτια ζωή.
• Η δυνατότητα μέσω των ευρημάτων ή επιγραφών της ερμηνείας του ρόλου του χρυσοχόου ως τεχνίτη στην υπηρεσία του θεού. Να αναφερθεί εδώ η ειδική πληροφορία ότι στην ιερογλυφική γραφή δεν διακρίνεται εύκολα ο ειδικός ρόλος που διατηρούσε κάθε χρυσοχόος, το ειδικό του αντικείμενο, αν δηλαδή είναι αυτός που λιώνει το μέταλλο ή «δένει» τους ημιπολύτιμους λίθους ή δημιουργεί τα ελάσματα σε ένα κόσμημα.
Σε μια αναδρομή στη δεδομένη εξαντλητική «αφαίμαξη» του πολιτιστικού πλούτου της Αιγύπτου καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα από τις λεγόμενες αποικιακές δυνάμεις και τον εμπλουτισμό των εθνικών μουσείων τους, σήμερα, η μη αποδεκτή αυτή πρακτική του παρελθόντος δεν θα πρέπει πλέον να στέκεται εμπόδιο ή να γίνεται μέτρο σύγκρισης μεταξύ των ικανότατων Αιγυπτίων αρχαιολόγων και των συναδέλφων τους αρχαιολόγων των ξένων αποστολών. Από την άλλη, καλό είναι να αποφεύγεται ο υπερβολικός και πρώιμος ενθουσιασμός «άμα τη ανακαλύψει» οποιουδήποτε ευρήματος χωρίς στρατηγική διαχείρισης της προστατευόμενης πολιτιστικής κληρονομιάς.
* Ο κ. Βασίλης Χρυσικόπουλος είναι δρ Αιγυπτιολογίας, αρχαιολόγος – φροντιστής, Μουσείο Ακρόπολης.