Γιάννης Τσεκλένης στην «Κ»: «Δεν σκοπεύω να βάλω τον εαυτό μου σε αχρηστία»

Γιάννης Τσεκλένης στην «Κ»: «Δεν σκοπεύω να βάλω τον εαυτό μου σε αχρηστία»

7' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 1982, ο Γιάννης Τσεκλένης ήταν ταξίδι για δουλειές. Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου χτύπησε το τηλέφωνο, απάντησε, και έτσι έμαθε ότι ο υπουργός Παιδείας Λευτέρης Βερυβάκης είχε μόλις ανακοινώσει την κατάργηση της σχολικής ποδιάς από την επόμενη σχολική χρονιά.

Γιάννης Τσεκλένης στην «Κ»: «Δεν σκοπεύω να βάλω τον εαυτό μου σε αχρηστία»-1

«Φοινικικά πουλιά» (1967-1968), η συλλογή με την οποία ο Γιάννης Τσεκλένης άνοιξε την αγγλική αγορά.

Το «Αχ» της ανακούφισης των μαθητριών για την απελευθέρωση από τη «στολή», προφανώς δεν έφτασε μέχρι τα αυτιά του. Αλλά είχε μόλις συνειδητοποιήσει ότι αυτή η απόφαση θα επέφερε ένα ακόμη πλήγμα στην επαγγελματική ζωή του. Περίπου 300.000 μέτρα μπλε ύφασμα ειδικής ποιότητας από την Πειραϊκή-Πατραϊκή –«αν το άπλωνα θα έφτανε μέχρι την πατρίδα του πατέρα μου, τον Πύργο της Ηλείας», λέει ο Γιάννης Τσεκλένης–, αχρηστεύθηκε. Στις διαμαρτυρίες των κατασκευαστών και των εμπόρων για το βεβιασμένο της απόφασης, ο υπουργός απάντησε: «Βρε αθεόφοβοι, από τώρα είστε έτοιμοι για την επόμενη χρονιά;». «Κύριε υπουργέ», του απάντησαν, «πότε πιστεύετε ότι ετοιμάζονται 1,3 εκατ. ρούχα που θα πωληθούν τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο;».

Το εργοστάσιο στην Κομοτηνή που έραβε τις ποδιές έκλεισε, 170 εργαζόμενοι έμειναν άνεργοι, το ύφασμα μαζεύτηκε σε μια αποθήκη και με τα χρόνια καταστράφηκε. Η Ελλάδα είχε μόλις μπει στην πορεία της «Αλλαγής» και ο σχεδιαστής Γιάννης Τσεκλένης για μία ακόμη φορά ήταν αντιμέτωπος με μια οικονομική καταστροφή.

Γιάννης Τσεκλένης στην «Κ»: «Δεν σκοπεύω να βάλω τον εαυτό μου σε αχρηστία»-2

Στη Μύκονο, φωτογράφιση από τις «Πολυχρωμίες του Αιγαίου» (1980).

Ενταση και ενθουσιασμός

Με αφορμή τη μεγάλη αναδρομική έκθεση με τίτλο «Τseklenis. Τα χρόνια της μόδας» που συνδιοργανώνουν το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ιδρυμα και το Φουγάρο τον επόμενο μήνα, συναντήσαμε τον Γιάννη Τσεκλένη στο γραφείο του, στην οδό Κολωνού, ένα πρωινό με αφόρητη ζέστη και χαλασμένο κλιματιστικό στην παλιά πολυκατοικία του Μεταξουργείου. Ωστόσο, ο ίδιος φοράει ένα ωραίο γαλάζιο πουκάμισο, και είναι περιτριγυρισμένος από φωτογραφίες, βιβλία, μακέτες της δουλειάς του. «Στις 6 Νοεμβρίου γίνομαι 81 ετών και ποτέ δεν έχω διανοηθεί να σταματήσω να δουλεύω. Δεν σκοπεύω να βάλω τον εαυτό μου σε αχρηστία», λέει. Ευθυτενής, ορμητικός, γρήγορος, κάποια στιγμή καθώς μιλάμε, σηκώνεται για να αναζητήσει παλιά δημοσιεύματα εφημερίδων. Συνεχίζει την εξιστόρηση της ζωής του όρθιος – νομίζω ότι δεν το αντιλαμβάνεται επειδή υπερισχύουν η ένταση και ο ενθουσιασμός.

Λένε γι’ αυτόν ότι είναι ένας τυχερός άνθρωπος: ο ατίθασος γιος ενός ικανού εμπόρου υφασμάτων με κατάστημα από τα πρώτα της οδού Ερμού, που μεγάλωσε καλομαθημένος, ωραίος, αθλητικός, bon vivant, μαθήτευσε στον πάγκο του οικογενειακού καταστήματος, πήρε την τελευταία πατρική ευχή να μην εγκαταλείψει τη μόδα στην οποία από νωρίς έδειχνε ταλέντο και την ακολούθησε θέλοντας να δημιουργήσει στην Ελλάδα μια βιομηχανία παραγωγής επώνυμων ενδυμάτων με διεθνή ακτινοβολία. Και τη δημιούργησε. Και την έχασε.

Γιάννης Τσεκλένης στην «Κ»: «Δεν σκοπεύω να βάλω τον εαυτό μου σε αχρηστία»-3

Από τη συλλογή «Tseklenis from Gaitis» (1982-83).

Ετσι, άλλοι λένε για τον Τσεκλένη ότι είναι άτυχος: Ο φιλόδοξος νεαρός από την Αθήνα, καλλιτεχνικό ταλέντο, διορατικός και τολμηρός επιχειρηματίας, που σε ηλικία 30 χρόνων είχε καθιερωθεί σε 300 καταστήματα ένδυσης ανά τον κόσμο και η παραγωγή των σχεδίων του γινόταν σε 9 εργοστάσια, που πρωτοστάτησε στην οργάνωση και στην καθιέρωση ελληνικών συλλογών μόδας παγκοσμίως, που κατέκτησε τη Νέα Υόρκη, που ήπιε τα ουίσκι του παρέα με τον Αριστοτέλη Ωνάση, που το 1972 η εγκυκλοπαίδεια του έγκυρου περιοδικού «Esquire» τον κατέταξε στους σημαντικούς σχεδιαστές του 20ού αιώνα, στα σαράντα του χρόνια αρρώστησε από επιθετικό καρκίνο του δέρματος. Παράλληλα, βίωσε την πρώτη οικονομική καταστροφή εξαιτίας της αντίδρασης των τραπεζών στην είδηση της ασθένειάς του. Με τεράστια χρέη και ελάχιστα χρήματα, έφυγε για τις Ηνωμένες Πολιτείες χωρίς να ξέρει αν και πότε θα επιστρέψει. Τότε σκέφθηκε να ταξιδέψει ώς τη γαλλική Πολυνησία και να πεθάνει εκεί σαν ρομαντικός μαζί με τον ποιητή Ζακ Μπρελ. Δεν το έκανε, γιατί η ζωή ποτέ δεν τον άφηνε σε ησυχία. Συνέχισε να εργάζεται, έγινε καλά έχοντας υποστεί τον ακρωτηριασμό του αριστερού του χεριού και κατάφερε να «γυρίσει» για μία ακόμη φορά το παιχνίδι επιβίωσης προς όφελός του.

– Γιατί επιστρέψατε εδώ κ. Τσεκλένη;

– Επειδή μολονότι περνούσα μια χαρά στη Νέα Υόρκη, όταν μιλούσα για την Ελλάδα, έκλαιγα.

Η αντεπίθεση

Επέστρεψε στην Ελλάδα προτού κλείσει η δεκαετία του 1970, και με την υποστήριξη φίλων και του καινοτόμου επιχειρηματία και ιδιοκτήτη του πολυκαταστήματος «Μινιόν» Γιάννη Γεωργακά ξαναστήθηκε στα πόδια του. Ιδρυσε νέα εταιρεία, την «Tseklenis International», για την παραγωγή και διάθεση των ειδών «Τseklenis» στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Σχεδίασε σχολικά και τις περίφημες ποδιές σε στυλ σαφάρι, με μεγάλες τσέπες στο στήθος και θέση για τα στυλό, περασμένα στις θηλιές σαν φυσίγγια.

Γιάννης Τσεκλένης στην «Κ»: «Δεν σκοπεύω να βάλω τον εαυτό μου σε αχρηστία»-4

Οι στολές για την Ολυμπιακή (1971) μετά την παραγγελία του Ωνάση.

Καινούργια επιτυχία, αλλά λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 1980 το «Μινιόν» κάηκε. Η «Επαναστατική Οργάνωση Οκτώβρης 80» ανέλαβε την ευθύνη του εμπρησμού με μια προκήρυξη για την εκμετάλλευση του προλεταριάτου. Η καταστροφή ήταν ολοσχερής, και η ζημία πάνω από 2 εκατ. δραχμές. Εξι καταστήματα «Tseklenis» έκλεισαν δημιουργώντας του τεράστια οικονομικά προβλήματα. Πάλι δεν τα παράτησε. Και δύο χρόνια αργότερα καταργήθηκαν οι ποδιές.

– Πώς συνεχίζει να αγωνίζεται κανείς μέσα σε αυτή τη χώρα κ. Τσεκλένη;

– Πολύ θυμωμένος. Αλλά αν διαβάσετε Λουκιανό, τη σάτιρα περί θανάτου, θα αντιληφθείτε πόσο φευγαλέα είναι η ζωή. Σε μια συγκυρία όλα καταστρέφονται, και τότε εκείνο που μετράει είναι η επιβίωση: να ζήσω, να φάω, να πιω, να γελάσω, να ερωτευθώ.

– Και πώς αντέξατε τις εναλλαγές των θριάμβων και των καταστροφών που ζήσατε μέχρι τώρα;

– Πρέπει να έχεις γυμναστεί για να το αντέχεις. Ξέρετε, λένε για μένα ότι έχω πιει στη ζωή μου χιλιάδες μπουκάλια ουίσκι. Και είναι αλήθεια. Μόνον που δεν μέθυσα ποτέ, ποτέ δεν έπεσα κάτω.

«Οι νέοι δεν με γνωρίζουν, στη μόδα μαθαίνεις να ζεις με το εφήμερο»

Γιάννης Τσεκλένης στην «Κ»: «Δεν σκοπεύω να βάλω τον εαυτό μου σε αχρηστία»-5

Ο Γιάννης Τσεκλένης φωτογραφίζεται στο σπίτι του με το μοντέλο Μπετίνα Λάουερ, για τη συλλογή «Αττικά αγγεία» (1970).

«Αν ήμουν Γάλλος ή Ιταλός θα ήταν ευχή η συμβουλή του πατέρα μου να ασχοληθώ με τη μόδα. Επειδή, όμως, είμαι Ελληνας, βρέθηκα στο πηγάδι με τα φίδια».

Ο Γιάννης Τσεκλένης μπήκε στον χώρο της γυναικείας ένδυσης αναλαμβάνοντας την οικογενειακή επιχείρηση, που προμήθευε με υφάσματα την αγορά –εμποροραφεία, μοδίστρες και λίγους οίκους υψηλής ραπτικής– κάνοντας κυρίως εισαγωγές από οίκους του εξωτερικού. Δεν θέλησε να φύγει στο εξωτερικό για σπουδές στην υφαντουργία. «Αισθανόμουν ότι το ύφασμα δεν είχε μέλλον. Ηθελα να αρχίσω να δουλεύω εδώ, να μπω στις επιχειρήσεις, να ασχοληθώ με την τέχνη», λέει. «Η Ελλάδα τότε, στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ήταν ακόμη σκοτάδι. Ο τουρισμός είχε αρχίσει να ανεβαίνει, αλλά ελάχιστοι στο εξωτερικό μας ήξεραν».

Εκείνος, όμως, ήταν ένας νέος του κόσμου με καλές γνωριμίες και πολύ θάρρος. Κατέχοντας την τεχνογνωσία του επαγγέλματος, σχεδίασε την πρώτη του συλλογή υφασμάτων το 1965, για να δώσει στην ελληνική πρώτα και στην παγκόσμια αγορά μετά, υφάσματα από το περίφημο ελληνικό μετάξι –η παραγωγή μεταξιού στην περιοχή του Σουφλίου ήταν τότε από τις μεγαλύτερες στον κόσμο–, τυπωμένα με δικά του σχέδια. Και το πέτυχε.

Η Ελλάδα εκείνη την εποχή κλυδωνιζόταν πολιτικά. Ωστόσο, στη Νέα Υόρκη μια εταιρεία κολοσσός στον χώρο της μόδας περιέλαβε τη συλλογή Τσεκλένη-Κρίτσα σε μια μεγάλη διαφημιστική καμπάνια με τίτλο «The Greek Fashion Odyssey», σε συνεργασία με τον ΕΟΤ, τον Αριστοτέλη Ωνάση, την Ολυμπιακή και το μπράντι «Μεταξά». Η καμπάνια ξεκίνησε τον Φεβρουάριο για να διαρκέσει έως το καλοκαίρι, αλλά τον Απρίλιο του 1967 στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε η στρατιωτική δικτατορία και η προβολή έπεσε στο κενό.

Παρ’ όλα αυτά, μέσα στα επόμενα χρόνια, με δικά του υφάσματα και ολοκληρωμένες συλλογές ρούχων ο Γιάννης Τσεκλένης μπήκε δυναμικά στη διεθνή αγορά της μόδας. Ενώ τα επτά χρόνια της χούντας κυλούσαν, «και η ατμόσφαιρα μας πλάκωνε», η πλεκτοβιομηχανία άνθιζε με γρήγορους ρυθμούς. Τα πλεκτήρια αναπτύσσονταν σε κάθετες μονάδες και προχωρούσαν στην κατασκευή ενδυμάτων. Μέχρι το τέλος της επόμενης δεκαετίας η Ελλάδα είχε γίνει η χώρα του μακό, και μια παγκόσμια εξαγωγική δύναμη σε κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και ενδύματα με εξαγωγές 2,5 δισ. δολ.

«Δυστυχώς, σχεδόν το σύνολο των εξαγωγών ήταν προϊόντα ανώνυμα, φασόν δηλαδή, εφόσον όλο το μάρκετινγκ, ο σχεδιασμός και η επιτελική εργασία αλλά και η διάθεση γινόταν από τους ξένους οίκους», σχολιάζει ο Γιάννης Τσεκλένης. Ετσι, μετά την ολοκλήρωση της συμφωνίας σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ενωση το 1992 οι μονάδες αυτές στο σύνολό τους σχεδόν κατέρρευσαν. Η αύξηση του κόστους, η ανάγκη ταχύτερης παραγωγής και το τέλος του κρατικού προστατευτισμού διέλυσαν την ελληνική κλωστοϋφαντουργία.

Ο Γιάννης Τσεκλένης μετά το 1991 αποσύρθηκε σιωπηρά από τη μόδα με μια τελευταία συλλογή και πλέον ασχολείται με την εσωτερική διακόσμηση και τον σχεδιασμό της εμφάνισης αεροσκαφών, πλοίων και μέσων μαζικής μεταφοράς. «Τα νέα παιδιά», λέει, «δεν έχουν ακούσει ούτε το όνομά μου. Αν με πειράζει αυτό; Καθόλου. Στη μόδα μαθαίνεις να ζεις με το εφήμερο».

​​Η έκθεση εγκαινιάζεται στις 7 Οκτωβρίου στο «Φουγάρο», Ναύπλιο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή