Ρέκβιεμ για ένα παλαιοπωλείο; Ακούγεται αρκούντως συναισθηματικό, αλλά γιατί όχι; Ενα όμορφο μαγαζί λειτουργεί περίπου σαν καλός φίλος. Σε περιμένει ό,τι ώρα θες και σου γιατρεύει την καρδιά. Και η αλήθεια είναι πως κάθε φορά που περνούσα το κατώφλι του τριώροφου κτιρίου, στην οδό Πινδάρου 24, αγαλλίαζα περικυκλωμένη από την ομορφιά των πραγμάτων: έπιπλα, χαλιά, μικροαντικείμενα, έργα τέχνης, λάμπες, όλα διαλεγμένα ένα ένα από την Ελένη Μαρτίνου. Αντίστοιχη, όμως, ήταν και η ευγένεια των ανθρώπων που εργάζονταν εκεί. Η Αγγέλα Φιλιπποπούλου, η Χρυσούλα Πάλλη και ο Θάνος Κονιδάρης είχαν –στην υποδοχή– μια λεπτότητα παλαιάς κοπής, όπως τα αντικείμενα με τα οποία συμβίωναν.
Το κατάστημα της Πινδάρου, που έκλεισε πρόσφατα, μετρούσε 20 χρόνια ζωής. Είχε ανοίξει ως «μικρό αδελφάκι» του ιστορικού παλαιοπωλείου της οικογένειας Μαρτίνου, στην Πανδρόσου, στην Πλάκα. Το αρχικό, ιδρυθέν το 1894, στον ίδιο δρόμο, μεταφέρθηκε στον αριθμό 50 στα μέσα της δεκαετίας του 1920. Από εκεί πέρασαν τόσο ο παππούς Θανάσης Μαρτίνος όσο και ο πατέρας της Ελένης, Γιάννης. Επί δεκαετίες, ο τελευταίος υπήρξε ο άνθρωπος που συνέβαλε να δημιουργηθούν εκπληκτικές συλλογές στην Αθήνα. Είχε μεγαλώσει και ο ίδιος μέσα στα φορτωμένα ράφια, αλλά είχε αποκτήσει τις γνώσεις του με τρομερή αφοσίωση: «Διάβασμα, συνεχείς επισκέψεις σε μουσεία. Σε μια εποχή που δεν υπήρχε Διαδίκτυο και εύκολη πρόσβαση στην πληροφορία, την είχε αποκτήσει μόνος του τόσο βιωματικά όσο και ως καλλιέργεια», λέει η κόρη του.
Θυμάται και εκείνη τον εαυτό της να επισκέπτεται τα μουσεία με τον πατέρα της, αλλά και να κάνει ορισμένες δουλειές από μικρή ηλικία, λ.χ. να γυαλίζει τα μπακίρια και τα ασημικά, «κάτι που βαριόμουν πολύ». Διά της τριβής όμως –κυριολεκτικά και μεταφορικά– έμαθε και εκείνη, καθώς πήρε τη σκυτάλη ως τρίτη γενιά. «Ο λόγος που ανοίξαμε το κατάστημα της Πινδάρου, το οποίο πλέον ολοκλήρωσε τον κύκλο του, ήταν για να δώσουμε ένα βήμα στους νέους εικαστικούς και όχι μόνο. Πράγματι, αυτά τα 20 χρόνια ήρθαν και εξέθεσαν τα έργα τους μέσα στα αντικείμενα μας, σε μια πολύ γόνιμη αλληλεπίδραση».
Από τη Λίζυ Καλλιγά και τη Νικομάχη Καρακωστάνογλου-Μπουτάρη στον Αγγελο Μπράτη («γιατί και η μόδα είχε τη θέση της»), στη Δέσποινα Θεοδωρίδου και στη Νάσια Ιγγλέση, αλλά και πολλές ομαδικές εκθέσεις όπως η τελευταία που είχε τον τίτλο «Botanical Rapsody», όλοι έδωσαν το «παρών». Η σπουδαιότερη συνεισφορά της Πινδάρου ήταν, φρονώ, η εκπαίδευση των Αθηναίων στο αξιόμαχο, ακόμη, ντιζάιν του ’60 και του ’70, που έβρισκε κανείς δίπλα στα παλιά αντικείμενα. Τι θα μου λείψει; Η ήρεμη σιγουριά μιας μεσήλικης γυναίκας σε ένα πορτρέτο του Φραντσέσκο Πίτζε (1822 -1862). Τη χαιρετούσα πάντα…
[email protected]