Οταν πέρυσι τέτοιες μέρες μιλούσαμε με τη Βικτόρια Χίσλοπ, που είχε αποτραβηχθεί στη βρετανική εξοχή για να αντιμετωπίσει την πανδημία αλλά και την αποδημία της αγαπημένης της μητέρας, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Η Ελλάδα τής έμοιαζε ένας πολύ μακρινός προορισμός, καθώς η υπόθεση των εμβολίων ήταν ακόμη στην αρχή της. Ετσι, τότε είχε αναγκαστεί να ματαιώσει τη μετάβασή της στην πατρίδα μας για την τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου της «Καρτ ποστάλ», αλλά ήδη είχε αρχίσει να εργάζεται πάνω στη συνέχεια του «Νησιού», το νέο της μυθιστόρημα με τίτλο «Μια νύχτα του Αυγούστου», που μόλις κυκλοφόρησε.
Σε εκείνη τη συζήτηση είχε ενδιαφέρον ότι ο κορωνοϊός σχεδόν ταυτιζόταν με τη λέπρα της εποχής της Σπιναλόγκας: οι άνθρωποι είχαν υποστεί το μαρτύριο να μην μπορούν να αγκαλιάσουν τους αγαπημένους τους. Η θεραπεία ήταν ένα είδος απελευθέρωσης που χώριζε τον κόσμο σε ασθενείς και υγιείς. «Περίπου σαν και αυτό που ζούμε σήμερα, τόσες δεκαετίες αργότερα», μου είχε πει τότε. Ενα χρόνο μετά, όλα πια έχουν αλλάξει για τη συγγραφέα, που έχει πλέον λάβει την ελληνική υπηκοότητα και βρίσκεται στην Πλάκα, στον Αγιο Νικόλαο, καθώς το «Καρτ ποστάλ» γίνεται σειρά της μικρής οθόνης.
Ακούγεται ευτυχής και ανασκουμπωμένη: «Στην Κρήτη είναι σαν να βρίσκομαι σπίτι μου. Νιώθω πάντα χαρούμενη. Ζούμε κάτι αστείο εδώ, διότι για τις ανάγκες της νέας σειράς φτιάξαμε ένα ψεύτικο ζαχαροπλαστείο. Ομως τα γλυκά που βάλαμε μέσα δείχνουν πολύ αληθινά», λέει από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. Αναρωτήθηκα πώς αισθάνεται που επέστρεψε στα παλιά της λημέρια την ώρα που βγαίνει στα βιβλιοπωλεία η συνέχεια του «Νησιού» και κάποιοι από τους ήρωές της εξακολουθούν να ζουν στις σελίδες της «Νύχτας»: «Εχω λίγο άγχος για το πώς θα γίνει δεκτό από το αναγνωστικό κοινό αυτό το βιβλίο», ομολογεί με τη γνωστή χαριτωμένη ευθύτητά της.
«Καμιά φορά, όταν ο κόσμος έχει αγαπήσει πολύ κάποιους χαρακτήρες, αποκτά ένα είδος κτητικότητας με αυτούς και μπορεί να μην του αρέσουν οι βουλές του συγγραφέα. Σίγουρα, πάντως, η συνθήκη της πανδημίας με επηρέασε και εμένα την ίδια. Η κόρη μου, λ.χ., βρίσκεται στην Κολομβία εδώ και καιρό και εξαιτίας της κατάστασης δεν μπορεί να επιστρέψει. Ομως όσοι κάνουμε αυτό το επάγγελμα είμαστε συνηθισμένοι, νομίζω, να αντλούμε έμπνευση τόσο από τα καλά που μας συμβαίνουν όσο και από τα άσχημα. Πιστεύω ότι σε πέντε χρόνια θα αποτιμήσουμε αυτό που μας συνέβη με την καραντίνα. Αλλά… ξέρετε κάτι; Οσο και αν μιλάμε για απομόνωση, οι Ελληνες είστε τυχεροί. Η Ελλάδα παραμένει ένας τόπος με εξαιρετικά ζεστές ανθρώπινες σχέσεις, κάτι που δεν χάνεται ποτέ. Τώρα που ετοιμάζεστε να ξαναβγείτε έξω εμβολιασμένοι, να το θυμάστε».
[email protected]