Eνας παλιός ταξιδιωτικός οδηγός για τη χώρα μας το περιέγραψε με πολλή ακρίβεια και γλαφυρότητα: «Αν ένας Ελληνας σας πει”Πάμε για καφέ”, σημαίνει ότι έχει πολύ σημαντικά πράγματα να σας εξομολογηθεί». Επίσης: «Αν ρωτήσετε κάποιον στον δρόμο πώς είναι η μέρα του, θα μουρμουρίσει: “Ασ’ τα. Τρέχω!” αλλά θα κάτσει ένα δίωρο σε μια καφετέρια. Οσο για τις ελληνικές πόλεις; «Ξεκινούν τη μέρα τους με δύο ουσίες: καφεΐνη και νικοτίνη». Ολα αυτά συνέβαιναν την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων, γιατί σήμερα η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Το πιο σύνηθες θέαμα στον δρόμο είναι νέοι άνθρωποι που κρατούν ένα χάρτινο ποτήρι και πίνουν το θαυματουργό ρόφημα εν κινήσει και όχι εν στάσει όπως παλιά. Ομως το πιο σημαντικό πράγμα για τον καφέ είναι ο χρόνος που του αφιερώνεις. Αυτό λέει στη στήλη ο Θέμης Ανανιάδης, τέταρτη γενιά καφεκόπτης και καφεπώλης από την Καβάλα, όπου διατηρεί ένα από τα πιο παραδοσιακά μαγαζιά της πατρίδας μας. Ακόμα και αν δεν έχει ακούσει ποτέ κανείς το όνομα της οικογένειας, μπορεί να εντοπίσει το γωνιακό κατάστημα με τη μύτη, καθώς μοσχοβολά ολόκληρη η πλατεία Ελευθερίας.
Αγοράζοντας τον καλύτερο καφέ φίλτρου που έχω πιει στη ζωή μου, γνώρισα και τη μητέρα του, την κομψότατη και αρχοντική κυρία Ελβίρα, που στεκόταν όρθια σε μια γωνία του πάγκου και μιλούσε με όλους τους πελάτες. Αλλωστε, έτσι είναι μαθημένη όλη η οικογένεια, καθώς η επιχείρηση ξεκίνησε το 1903 στον Πόντο. Ο προπάππος Αντώνης εισήγαγε καφέ και ύστερα άνοιξε ένα μαγαζί σε κεντρικότατο σημείο της Σαμψούντας, στην πλατεία Ωρολογίου, σε ένα οίκημα που υπάρχει ακόμα. Οι Ανανιάδηδες είχαν σημαντική θέση στην κοινωνία και υπέστησαν τους βάναυσους διωγμούς που εξανάγκασαν το ελληνικό στοιχείο να φύγει. Ο τελικός προορισμός ήταν η Καβάλα, όπου χρειάστηκε να ξεκινήσουν από το μηδέν. Η εργατικότητα, η ευφυΐα, η γνώση των εμπορικών δικτύων και η ανάγκη για επιβίωση τους έκαναν να ξανασταθούν γρήγορα στα πόδια τους και να φτιάξουν ένα από τα πιο γνωστά μαγαζιά στην πόλη του Βορρά, που ήταν η Μέκκα των Καπνών.
Σήμερα στο τιμόνι της επιχείρησης είναι ο Θέμης με τις δύο θυγατέρες του, που ενώ έχουν κάνει άλλες σπουδές, αγαπάνε και βοηθούν στο μαγαζί. Ωστόσο, έχουν αλλάξει οι συνήθειες: «Εμείς δεν είμαστε σαν τους Ιταλούς που κοπανάνε στα γρήγορα έναν εσπρέσο και φεύγουν», λέει. «Είμαστε Ανατολίτες που θέλουμε χρόνο για να απολαύσουμε τη γεύση του φαγητού ή του καφέ». Αρνείται, πάντως, να αποκαλύψει το μυστικό των χαρμανιών του και λέει ότι οι ποσότητες που παραγγέλνει είναι πάντοτε μετρημένες για να καταναλώνονται και να μην ξεμένουν.