Και όμως αλλάζει…

3' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Π​​ορευόμενοι δέκα χρόνια τώρα μέσα στην οικονομική μιζέρια και την κατάρρευση πολλών από τις βεβαιότητες της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, η πρώτη συνέπεια είναι η έλλειψη ορίζοντα για τους πολίτες. Η ψυχική αυτή απο-επένδυση δεν είναι όμως χαρακτηριστικό μόνο των χαμένων της κρίσης. Εχει και τη διανοητική της νομιμοποίηση. Προέρχεται από μια πνευματική ελίτ η οποία εδώ και χρόνια έχει αναπτύξει ένα αφήγημα που υποστηρίζει ότι η Ελλάδα αποτελεί μια εξαίρεση στον δυτικό κανόνα, και ότι τις απαρχές αυτού του εξαιρετισμού θα τις βρει κανείς στο οθωμανικό της παρελθόν, το οποίο έκτοτε επηρεάζει σταθερά την πολιτική της κουλτούρα, τη νοοτροπία της διοικητικής της μηχανής και τις κυρίαρχες πρακτικές της κοινωνίας. Είναι περίπου ωσάν το κράτος μας να είναι αιωνίως δεσμευμένο από το DNA της ιστορίας του, το οποίο διαμορφώνει ντετερμινιστικά τις παθογένειές του.

Για το φιλελεύθερο και φιλοευρωπαϊκό τμήμα αυτής της ελίτ, ο εν λόγω εξαιρετισμός είναι φυσικά καταδικαστέος, και γι’ αυτό προτείνεται η υιοθέτηση ενός μεταρρυθμιστικού δρόμου που αντιγράφει εν πολλοίς το δυτικό υπόδειγμα του εκσυγχρονισμού. Στην πραγματικότητα, όμως, αν συζητήσεις κατ’ ιδίαν μαζί τους θα παραδεχτούν ότι δεν είναι καθόλου πεπεισμένοι για την τελική επιτυχία ενός τέτοιου σχεδίου, διότι δεν υπάρχουν ούτε οι πολιτικές ούτε οι κοινωνικές υποδοχές για τη στήριξή του. Κανείς δεν έχει τα κότσια να αναλάβει την περίφημη ιδιοκτησία των μεταρρυθμίσεων, οπότε η δυναμική της αδράνειας φαίνεται ισχυρότερη από τη δυναμική της αλλαγής.

Ολα αλλάζουν, και όλα τα ίδια μένουν, κατά τη γνωστή ρήση στον «Γατόπαρδο». Θα παραμείνουμε μεν στην Ευρώπη, αλλά ως φτωχός συγγενής που θα ζει χάρη στην ελεημοσύνη των ξένων, μόνο και μόνο στο όνομα ενός αρχαίου κλέους, που έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν υπήρξαμε κληρονόμοι του.

Για την αριστερόστροφη ελίτ, ο εξαιρετισμός αυτός είναι μέρος του λαϊκιστικού, «αντι-ιμπεριαλιστικού» αφηγήματός της. Εξ ου, μάλιστα, έχει βρει τον ιδανικό σύμμαχο σε μια πτέρυγα της λαϊκιστικής δεξιάς και ακροδεξιάς που υπερασπίζεται και η ίδια τον απομονωτισμό στο όνομα της μοναδικότητας τούτου του «ξεχωριστού» έθνους. Το αφήγημα αυτό υποστηρίζει ότι η Ελλάδα είναι μεν πράγματι εξαίρεση, λίγο πολύ σε όλα, αλλά αυτό είναι καλοδεχούμενο παρά κατακριτέο. Είναι ένα μικρό και ανυπότακτο γαλατικό χωριό που εδώ και δεκαετίες αντιστέκεται (με επιτυχία, αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα…) στη λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού και του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου που επιδιώκει να δημιουργήσει εδώ μια «αποικία χρέους». Συνεπώς, αν και συμφωνούν με τους φιλελεύθερους στη διαπίστωση περί ελληνικού εξαιρετισμού, διαφωνούν ως προς το «διά ταύτα». Για τους αριστεροδέξιους κρατιστές (διότι ο κρατισμός είναι εδώ ο εγγυητής του εξαιρετισμού), η λύση είναι στην πραγματικότητα ο αντι-μεταρρυθμισμός και η αντίσταση «μέσα» στο σύστημα. Και ίδωμεν.

Για να υπάρξει, ωστόσο, ένας τρίτος δρόμος που θα αμφισβητούσε τον εξαιρετισμό αυτό, τόσο στη φιλελεύθερη όσο και στη λαϊκιστική εκδοχή του, θα έπρεπε πρωτίστως να αναζητήσει στην ελληνική ιστορία τα επιχειρήματά του. Θα έπρεπε π.χ. να δει τον επιτυχημένο βενιζελικό εκσυγχρονισμό της δεκαετίας του ’10, που άλλαξε συθέμελα κράτος και κοινωνία, παρά τις τρομερές αντιστάσεις που πήραν τη μορφή ενός εθνικού διχασμού. Το κράτος εκείνο και οι ελίτ του εκλήθησαν να διαχειριστούν διαρκείς πολέμους, εδαφικές επεκτάσεις και ενσωμάτωση ογκωδών πληθυσμών, προσφυγικές κρίσεις, χρεοκοπίες και διεθνείς ανακατατάξεις που συγκρινόμενα με τα σημερινά μας προβλήματα κάνουν τα τελευταία να φαίνονται ελάσσονα. Και όμως, το έπραξαν με τρομερή επιτυχία, στον τελικό ισολογισμό. Αλλά και το μεταπολεμικό κράτος δεν στερούνταν επιτυχιών. Παρότι η συζήτηση περιορίζεται συνήθως στην (όντως προβληματική) ποιότητα της δημοκρατίας μας τότε, δεν μπορεί να υποτιμάται η αναπτυξιακή δυναμική που σημείωσε την ίδια περίοδο το ελληνικό κράτος, βγάζοντας μεγάλος μέρος του πληθυσμού από την ανέχεια αιώνων και την οικονομία από τη δομική ως τότε υπανάπτυξή της. Το ίδιο άλλωστε θα μπορούσε να πει κανείς και για τον υποδειγματικό τρόπο με τον οποίο έγινε η μετάβαση και εδραίωση της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας από το 1974 και μετά – ένας εκδημοκρατισμός που δεν είχε προηγούμενο στους δύο αιώνες του κράτους.

Τίποτε από τα παραπάνω δεν εντάσσεται, προφανώς, στο σχήμα του εξαιρετισμού. Αντιθέτως, είναι η καλύτερη απόδειξη ότι το ελληνικό κράτος, με τις κατάλληλες ελίτ, μπορεί να συμβαδίσει τον δρόμο του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού, με όλες τις θεμιτές ιδιαιτερότητές του. Για να αλλάξει όμως κανείς, πρέπει πρωτίστως να αλλάξει τον τρόπο που βλέπει τον εαυτό του. Και δυστυχώς, το φαντασιακό μας παραμένει δέσμιο δύο διαστρεβλωμένων αυτο-εικόνων: είτε του Βαλκάνιου φουστανελά, είτε ενός κομψευόμενου Παριζιάνου, ενώ δεν είμαστε τίποτε από τα δύο, ούτε και χρειάζεται να είμαστε, άλλωστε…

* Ο κ. Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας, διευθυντής του ΠΜΣ «Δημόσια Διοίκηση & Τοπική Αυτοδιοίκηση», γραμματέας σύνταξης της «Νέας Εστίας».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή