Περιπλάνηση μιας ημέρας σε έναν κόσμο που βουλιάζει

Περιπλάνηση μιας ημέρας σε έναν κόσμο που βουλιάζει

3' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

PETER HANDKE

Η μεγάλη πτώση

μτφρ.: Σπύρος Μοσκόβου

εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, σελ. 189

Ο ήρωας της νουβέλας του Πέτερ Χάντκε «Η μεγάλη πτώση» είναι ένας αργόσχολος ηθοποιός που ξεκινά τη μέρα του με μιαν άσκοπη περιπλάνηση από το σπίτι της ερωμένης του, στα περίχωρα της πόλης, προς το κέντρο, όπου πρόκειται να παραστεί σε τελετή βράβευσής του. Στην πορεία, ωστόσο, παρεκκλίνοντας από τη διαδρομή και τον στόχο του έρχεται αντιμέτωπος με την αγριότητα, τη βία και την απόγνωση, όλα εκείνα που συνθέτουν το σύγχρονο παρόν.

Γεννημένος το 1942 στην Κορινθία της Αυστρίας (στα σύνορα με τη Σλοβενία) ο Χάντκε, συγγραφέας από τους ελάχιστους που το 1999 πήρε θέση ενάντια στους βομβαρδισμούς της Σερβίας από δυνάμεις του ΝΑΤΟ, πολιτικοποιημένος όπως ο Στέφαν Τσβάιχ, δεν δείχνει καμιά διάθεση να χαριστεί σε κανένα, ακόμα και στην πατρίδα του. Με πλουσιότατο έργο (μυθιστόρημα, μετάφραση, ποίηση, ταξιδιωτικά κείμενα, σενάρια) έχει κατακτήσει το προσωπικό του ύφος που δεν ξεπέφτει στον συναισθηματισμό και συνταράσσει με τη δραματουργική του δύναμη. Πολλές φορές ο συγγραφέας προτάθηκε για το Νομπέλ Λογοτεχνίας.

Η ιδιοκτησία

Ο ηθοποιός της νουβέλας του (γράφτηκε το 2010) ήταν αναγνώστης. «Συγκαταλεγόταν σ’ εκείνους που ποτέ δεν προετοιμάζονταν επί τούτου για κάτι (…). Οταν είχε να αντιμετωπίσει έναν ρόλο, γινόταν μάλλον πιο αργόσχολος, αναζητούσε περισπασμούς, άφηνε τα πράγματα να έρθουν μόνα τους, τα άφηνε να συμβούν» (σ. 23). Ηταν επίσης ενάντια της ιδιοκτησίας, αν και κάποτε είχε υπάρξει ιδιοκτήτης εκ πεποιθήσεως. Ομως «σαν ιδιοκτήτης έπαυε κανείς με το πέρασμα του χρόνου να βλέπει, πόσο μάλλον να κοιτάζει ειρηνικά τον περίγυρο: το μεμονωμένο απορροφούσε την προσοχή, και για τον περίγυρο δεν μπορούσε πια να γίνεται λόγος, έτσι περικυκλωμένος όπως ήταν κάποιος από την ιδιοκτησία του. Μερικές φορές σωτήριο ήταν μόνο το βλέμμα σε κάτι που δεν ανήκε σε κάποιον, ιδίως το βλέμμα προς τα πάνω, στον ουρανό. “Αχ ιδιοκτήτη εσύ, με το κεφάλι αρρωστημένα χαμηλωμένο στη γη σου: Σήκωσε το κεφάλι σου, σήκωσε την ψυχή σου!”» (σ. 32)

Με την πειστικότητα των οπτικών εντυπώσεων ο ήρωας συνεχίζει την περιπλάνησή του διάρκειας μιας μόνο μέρας, από το πρωί μέχρι τη νύχτα. Παρατηρεί, αποτυπώνει λεπτομέρειες, επιτρέπει σε πράγματα και καταστάσεις να μιλήσουν τη δική τους γλώσσα. «Αν αφεθείς στον ρυθμό της γλώσσας του μπορείς να δεις τον κόσμο με άλλα μάτια», σημειώνει ο μεταφραστής του βιβλίου Σπύρος Μοσκόβου.

Ο ήρωας θα φτάσει στα ενδότερα της πόλης. Θα διαπιστώσει τεράστιες αλλαγές. Τα πρόσωπα των επιβατών του μετρό βουβά, αλλοιωμένα. Στην πλατεία εναλλάσσονται συνεχώς διαφημίσεις, εικόνες και διεθνείς ειδήσεις και στο στόμα του προέδρου (ο ηθοποιός είχε μάθει να διαβάζει τα χείλια) η επίσημη διακοίνωση για κήρυξη πολέμου που δεν ονομαζόταν «πόλεμος» αλλά «επιχείρηση», «παρέμβαση», «αντίποινα» και «αντίδραση» κι όλα αυτά «εναντίον των εχθρών του πολιτισμού και της θρησκείας. «Η ιστορία ζητά τα δίκαιά της και οφείλει να ακολουθήσει την ατραπό της κατά το θέλημα του Θεού». Οι διαφημίσεις εναρμονίζονται με τις ουρές των αυτοκινήτων και τις χιλιάδες των χιλιάδων που στροβιλίζονται γύρω από την πλατεία. Τα φανάρια πυρπολούν τον αέρα κυκλικά κι ο ουρανός δεν φαινόταν πια, ούτε καν τον ένιωθες. Ερχόταν η συντέλεια. «Μα και συ, ανθρώπινη όψη, πού κρύβεσαι;», αναρωτιέται πανικόβλητος μέσα στο βουβό αστραποβόλημα βουβός και ο ίδιος.

Οι καταδικασμένοι

Το αστραποβόλημα κοπάζει, στα λεωφορεία ο κόσμος σιγά σιγά λιγοστεύει, το γέλιο δυσεύρετο. Τι συμβαίνει; «Ηταν οι άνθρωποι καταδικασμένοι σε πόλεμο μέχρι να έρθει η συντέλεια του κόσμου;». Ο ήρωας έτοιμος να καταρρεύσει από το βάρος της ξένης δυστυχίας θυμάται μια γυναίκα από την Αλάσκα που είχε πει ότι «όλη της η ύπαρξη αποτελούνταν από άκλαυτα δάκρυα». Η καρδιά του χτυπά σαν αφηνιασμένο άλογο. Πάνω από την πύλη του ναού με κεφαλαία το θέμα του κηρύγματος της Κυριακής ή όποιας μέρας: ΤΙ ΖΗΤΕΙΤΕ ΤΟΝ ΖΩΝΤΑ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ; Ο ήρωας στεκόταν. «Στεκόταν κι όλο στεκόταν. Η Τρίτη Πείνα, η μεγάλη. Καιρός για τον δεύτερο Ηπιο Δρόμο. Αντί γι’ αυτό η Μεγάλη Πτώση».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή