«Ο Τζόκερ είχε γίνει πράγματι βασιλιάς»

«Ο Τζόκερ είχε γίνει πράγματι βασιλιάς»

6' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε λίγες ημέρες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός το τελευταίο μυθιστόρημα του διάσημου Σάλμαν Ρούσντι με τίτλο «Ο χρυσός οίκος» (μτφρ. Γιώργος Μπλάνας). Το βιβλίο κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2017 στη Βρετανία από τον Random House. H διεθνής κριτική το υποδέχθηκε με τον τρόπο που υποδέχεται το βιβλίο ενός σημαντικού συγγραφέα του καιρού μας: πέρα από τις ενστάσεις (εμφανίστηκαν κάμποσες και σε σημαντικά έντυπα), ο Ρούσντι έχει καταξιωθεί ως ένα σύγχρονο και τεράστιο λογοτεχνικό κεφάλαιο. Η όποια συζήτηση γύρω από το έργο του ξεκινάει από αυτό το επίπεδο και πέρα. 

Ο Ρούσντι έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους σπουδαιότερους ομοτέχνους του πολύ πριν γίνει παγκοσμίως διάσημος, αλλά για τους λάθος λόγους: το 1981, με το βραβείο Μπούκερ για το μυθιστόρημά του «Τα παιδιά του μεσονυκτίου», κατέκτησε το διεθνές στερέωμα. Μετά όμως την περίφημη φετφά του Ιράν, το 1989, έπειτα από την έκδοση των «Σατανικών στίχων», οπότε και ο αγιατολάχ Χομεϊνί επικήρυξε τον Ρούσντι, ο ινδικής καταγωγής συγγραφέας άλλαξε ζωή. Κρυβόταν για χρόνια και η βρετανική κυβέρνηση παρακολουθούσε κάθε του κίνηση περιφρουρώντας τον. 

Σήμερα, ο Ρούσντι ζει στη Νέα Υόρκη και το τελευταίο του μυθιστόρημα διαδραματίζεται ακριβώς εκεί, καλύπτοντας μια οκταετία: αυτή της προεδρίας Ομπάμα, σταματώντας λίγο πριν από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Ο «Χρυσός οίκος» αφορά τη διαδρομή μιας οικογένειας που ζει στο Μανχάταν αλλά που στην πραγματικότητα είναι μετανάστες από τη Βομβάη οι οποίοι έχουν αλλάξει όνομα και έχουν βαλθεί να διαγράψουν τον πρότερο βίο τους. Τα πράγματα, όμως, ποτέ δεν είναι τόσο απλά με αυτά τα ζητήματα και στην πορεία θα περιπλεχτούν ακόμα περισσότερο. Επιπλέον, στο βιβλίο παρουσιάζονται χαρακτήρες που αναζητούν τη σεξουαλική τους ταυτότητα, θίγοντας έτσι ένα ακανθώδες αίτημα και ζήτημα της εποχής μας: σε ποιο βαθμό η σεξουαλικότητα είναι επιλογή και όχι βιολογική «προκατασκευασμένη» συνθήκη. Ανοδος και πτώση, πολυτελής ζωή, κάλπικη ζωή, ταχύτητες ιλιγγιώδεις στοιχειοθετούν έναν μυθοπλαστικό κόσμο με πολλά και διαδοχικά απρόοπτα. 

Γενικά, όπως και σε άλλα του μυθιστόρημα, έτσι και στον «Χρυσό οίκο» ποτέ οι άνθρωποι δεν είναι κάτι μονοδιάστατο, αλλά συνδυάζουν πολλές ταυτότητες, παρελθόντα, ζωές – όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας εξάλλου. «Αυτοί οι ξεριζωμένοι πλούσιοι άνθρωποι που απορρίπτουν την ιστορία και τον πολιτισμό και το όνομά τους», διαβάζουμε σε ένα σημείο του βιβλίου «που τη βγάζουν καθαρή λόγω του χρώματος της επιδερμίδας τους που έχει πέραση. Τι είδους άνθρωποι είναι αυτοί που αρνούνται τη φυλή τους; Δε με νοιάζει αν ζεις στη γη των προγόνων σου ή όχι, δεν προτείνω οτιδήποτε κατά της μετανάστευσης και υπέρ της πατρίδας, αλλά το να προσποιείσαι πως δεν υπάρχει, πως δεν έζησες ποτέ εκεί, πως δεν είναι τίποτα για σένα κι εσύ δεν είσαι τίποτα γι’ αυτήν, με κάνει να νιώθω πως συμφωνούν να είναι με κάποιο τρόπο νεκροί. (…) Τους φαντάζομαι να πλαγιάζουν σε φέρετρα τη νύχτα. Οχι, ασφαλώς όχι πραγματικά, αλλά καταλαβαίνεις τι εννοώ».

Κατά βάθος, ο «Χρυσός οίκος» είναι ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα πάνω στο ζήτημα, την αγωνία της επιλογής, πάνω στο πώς μπορεί (ή δεν μπορεί) κάποιος να επινοήσει τον εαυτό του. Σε μιαν εποχή τόσο ρευστή, μεταβατική, όπως η δική μας, το μυθιστόρημα διαβάζεται σαν μια υπαρξιακή αλληγορία.

Σήμερα η «Κ» προδημοσιεύει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το τελευταίο αυτό μυθιστόρημα του Σάλμαν Ρούσντι. 

«Ο Τζόκερ είχε γίνει πράγματι βασιλιάς»-1

Προδημοσίευση

Αργότερα. Ας πούμε αρκετά αργότερα. Ενας σοφός άνθρωπος υπέδειξε κάποτε πως το Μανχάταν κάτω από τη Δεκάτη Τετάρτη Οδό στις 3 π.μ. της 28ης Νοεμβρίου ήταν η Γκόθαμ Σίτι του Μπάτμαν. Το Μανχάταν ανάμεσα στη Δεκάτη Τετάρτη και Εκατοστή Δέκατη, την πιο λαμπρή και πιο ηλιόλουστη μέρα του Ιουλίου, ήταν η Μητρόπολις του Σούπερμαν. Και ο Σπάιντερμαν, αυτός ο νεοφερμένος, κρεμόταν ανάποδα στην Κουίνς, συλλογιζόμενος περί δύναμης και ευθύνης. Ολες αυτές οι πόλεις, οι αόρατες φανταστικές πόλεις που απλώνονται πάνω και γύρω από την πραγματική και είναι συνυφασμένες μαζί της: όλες ακόμη άθικτες, παρόλο που μετά τις εκλογές ο Τζόκερ –με τα μαλλιά του πράσινα και λαμπερά από τον θρίαμβο, το δέρμα του λευκό σαν κουκούλα μέλους της Κου Κλουξ Κλαν, τα χείλη του να στάζουν ανώνυμο αίμα– τις κυβερνούσε τώρα όλες. Ο Τζόκερ είχε γίνει πράγματι βασιλιάς και ζούσε σ’ έναν χρυσό οίκο στον ουρανό.

Οι πολίτες κατέφευγαν σε κοινοτοπίες και υπενθύμιζαν στον εαυτό τους πως υπήρχαν ακόμη πουλιά στα δέντρα και πως ο ουρανός δεν είχε πέσει και ήταν, συχνά, ακόμη γαλανός. Η πόλη ήταν ακόμη στη θέση της. Και στο ραδιόφωνο και στις μουσικές εφαρμογές που έπαιζαν στα Bluetooth ακουστικά των απερίσκεπτων νεαρών ο ρυθμός συνεχιζόταν. Οι Γιάνκις συνέχιζαν ν’ αγχώνονται για τη διαδοχική σειρά των παικτών που θα έριχναν την πρώτη μπαλιά, οι Μετς συνέχιζαν να αποδίδουν κάτω των προσδοκιών και οι Νικς συνέχιζαν να είναι καταδικασμένοι από την κατάρα τού να είναι οι Νικς. Το Διαδίκτυο συνέχιζε να είναι γεμάτο ψέματα και η υπόθεση της αλήθειας είχε καταρρεύσει. Οι καλύτεροι είχαν χάσει κάθε πίστη και οι χειρότεροι ήταν γεμάτοι παθιασμένη ένταση, και η αδυναμία των δικαίων αποκαλυπτόταν από την οργή των αδίκων. Αλλά η Δημοκρατία παρέμενε λίγο ώς πολύ άθικτη. Επιτρέψτε μου να το καταγράψω, επειδή ήταν μια δήλωση που γινόταν συχνά για να παρηγορήσει όσους από εμάς δεν στάθηκε εύκολο να παρηγορηθούμε. Είναι φαντασία κατά έναν τρόπο, αλλά το επαναλαμβάνω. Ξέρω πως μετά την καταιγίδα, άλλη μία καταιγίδα και μετά άλλη μία. Ξέρω πως η πρόγνωση είναι θυελλώδης καιρός για πάντα και πως οι χαρούμενες μέρες δεν είναι πάλι εδώ και η μισαλλοδοξία είναι το καινούργιο μαύρο και το σύστημα είναι πραγματικά στημένο, αλλά όχι με τον τρόπο που προσπάθησε να μας κάνει να πιστέψουμε ο σατανικός κλόουν. Μερικές φορές κερδίζουν οι κακοί και τι κάνει κανείς όταν ο κόσμος στον οποίο πιστεύει αποδεικνύεται πως είναι ένα χάρτινο φεγγάρι κι ένας σκοτεινός πλανήτης ανατέλλει και λέει: Οχι, εγώ είμαι ο κόσμος; Πώς ζεις ανάμεσα στους συμπατριώτες και στις συμπατριώτισσές σου όταν δεν ξέρεις ποιος απ’ αυτούς συγκαταλέγεται στα πενήντα έξι plus εκατομμύρια που έφεραν τη φρίκη στην εξουσία, όταν δεν μπορείς να είσαι βέβαιος ποιους να συγκαταλέξεις στα εκατόν ενενήντα plus εκατομμύρια που σήκωσαν τους ώμους κι έμειναν σπίτι ή όταν οι Αμερικανοί συμπατριώτες σου σου λένε ότι το να γνωρίζεις πράγματα είναι ελιτίστικο και αυτοί σιχαίνονται τις ελίτ, κι εσύ το μόνο που είχες ποτέ ήταν το μυαλό σου και ανατράφηκες να πιστεύεις στην ομορφιά της γνώσης, όχι σ’ εκείνη την ανοησία η γνώση είναι δύναμη, αλλά η γνώση είναι ομορφιά κι έπειτα όλα αυτά, μόρφωση, τέχνη, μουσική, κινηματογράφος, γίνονται λόγος για να είσαι μισητός και εγείρεται το πλάσμα από το Spiritus Mundi (Πνεύμα της Εποχής) κι έρχεται καμπουριαστό προς την Ουάσιγκτον DC, για να γεννηθεί. Αυτό που έκανα εγώ ήταν να αποσυρθώ στην ιδιωτική μου ζωή – να κρατηθώ από τη ζωή όπως την είχα γνωρίσει από την καθημερινότητα και τη δύναμή της, και να επιμένω στην ικανότητα του ηθικού σύμπαντος των Κήπων να επιβιώσει ακόμη και της αγριότερης επίθεσης. Και τώρα επομένως επιτρέψτε στη μικρή μου ιστορία να έχει τις τελικές στιγμές της, εν μέσω όποιων μακρο-σκουπιδιών βρίσκονται γύρω καθώς διαβάζετε αυτό, όποια κατασκευασμένη αιτία αντιπαράθεσης, όποια φρίκη ή βλακεία ή ασχήμια ή ντροπή. Επιτρέψτε μου να καλέσω τον γιγάντιο νικηφόρο πρασινομάλλη βασιλιά-καρικατούρα και τη δισεκατομμυρίων δολαρίων σειρά των ταινιών του να πιάσουν ένα πίσω κάθισμα και ν’ αφήσουν τους πραγματικούς ανθρώπους να οδηγήσουν το λεωφορείο. Η μικρή ζωή μας είναι ίσως το περισσότερο που μπορούμε να κατανοήσουμε.

Θυμάμαι να λέω στον Απου Γκόλντεν πως έκλαψα τη νύχτα των εκλογών τον Νοέμβριο του 2008. Εκείνα ήταν καλά δάκρυα. Τα ίσα και αντίθετα δάκρυα του 2016 απομάκρυναν την καλοσύνη.

Στον κόσμο του πραγματικού είχα πάρει σκληρά μαθήματα. Τα ψέματα μπορούν να προκαλέσουν τραγωδίες και σε προσωπική και σε εθνική κλίμακα. Τα ψέματα μπορούν να νικήσουν την αλήθεια. Αλλά και η αλήθεια είναι επικίνδυνη.

Οποιος λέει την αλήθεια μπορεί όχι μόνο να γίνει χυδαίος και προσβλητικός, όπως ήμουν εγώ στην οικία Γκόλντεν εκείνη τη μέρα. Το να πεις την αλήθεια μπορεί να σου στοιχίσει επίσης αυτό που αγαπάς.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή