Απόσταγμα θερινών αναγνώσεων

Απόσταγμα θερινών αναγνώσεων

7' 55" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οπως κάθε καλοκαίρι, έτσι και φέτος εκμεταλλεύθηκα την ευκαιρία των διακοπών στο νησί, και, αυτό είναι ιδιαζόντως σημαντικό, στο μη διαδικτυακά συνδεδεμένο πατρογονικό σπίτι (επιπλέον, δεν έχω διαδικτυακό τηλέφωνο), για να προσπαθήσω να ροκανίσω το ύψος της στοίβας των βιβλίων που συσσωρεύονται αλύπητα σε σπίτι και γραφείο. Η διαδικασία της εντατικής αυτής ανάγνωσης (κατάφερα οκτώ βιβλία σε δύο εβδομάδες) υπήρξε για άλλη μία φορά απολαυστική. Θα προσπαθήσω, λοιπόν, να αποδώσω τα επιμέρους χαρακτηριστικά των βιβλίων αυτών, αλλά και το αόρατο νήμα που τα διατρέχει όλα μαζί.

Πρώτο στη λίστα ανάγνωσης, που συγκροτήθηκε λίγο-πολύ τυχαία από τα επιλεγμένα βιβλία της στοίβας (με κύριο κριτήριο τη χωρητικότητα της βαλίτσας!), ήταν το «The Capital» του Ρόμπερτ Μενάσε (MacLehose Press, 2019). Εντονα ευρωπαϊστής ο Αυστριακός αυτός συγγραφέας, χρησιμοποιεί επιτυχημένα τη φόρμα του πολυφωνικού μυθιστορήματος για να εστιάσει στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ως όραμα αλλά και ως ζώντα οργανισμό. Καταπιάνεται με τις συμπλεκόμενες προσωπικές και επαγγελματικές ίντριγκες διαφόρων Ευρωπαίων γραφειοκρατών (ανάμεσα στους πιο ενδιαφέροντες κεντρικούς χαρακτήρες η υπερφιλόδοξη Κύπρια Φένια Ξενοπούλου) και κατορθώνει να μεταδώσει τις πολυσχιδείς δυναμικές που αναπτύσσονται μέσα στο συγκεκριμένο περιβάλλον, αν και αστοχεί όταν επιχειρεί να διατυπώσει ένα μάλλον ρομαντικό ευχολόγιο για το μέλλον του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Είναι ένα ανάγνωσμα που θα διαβαστεί ευχάριστα απ’ όσους ενδιαφέρονται για τις ίντριγκες των Βρυξελλών.

Μια αντίστοιχη πολυφωνική συνταγή χρησιμοποιεί και ο Ισπανός Φερνάντο Αραμπούρου στο ογκώδες έργο του «Πατρίδα» (Πατάκης, 2018), που απέσπασε διθυραμβικές κριτικές και πολλά βραβεία όταν κυκλοφόρησε στην Ισπανία το 2016, σημειώνοντας έκτοτε και αξιοσημείωτη διεθνή πορεία. Καμβάς του οι πολιτικές συγκρούσεις στη Χώρα των Βάσκων την περίοδο 1980-2011, που ταυτίστηκαν με το φαινόμενο της τρομοκρατίας, από την αποσχιστική οργάνωση ΕΤΑ. Στην πραγματικότητα, κι εκεί βρίσκεται η ουσία του βιβλίου, το φαινόμενο αυτό μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα ως μια εμφύλια σύγκρουση που δίχασε βίαια την ίδια τη βασκική κοινωνία διαπερνώντας πόλεις, χωριά και οικογένειες. Η αφήγηση περιγράφει τη ζωή των μελών δύο οικογενειών, θύτες οι μεν, θύματα οι δε, που όμως σκιαγραφούνται με τρόπο που ξεπερνάει τις μαυρόασπρες αντιθέσεις και περιέχει ορισμένες συγκλονιστικές σελίδες για το πώς η κοινωνική συνενοχή, η δειλία και ο φόβος διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για τη χρήση της βίας ως εργαλείου πολιτικού ανταγωνισμού. Παρά το γεγονός πως η μετάφραση δεν στηρίζει το βιβλίο όσο θα έπρεπε και πως ο Αραμπούρου δεν αποφεύγει τη χρήση ορισμένων στερεοτύπων, το ογκώδες αυτό βιβλίο (πάνω από 700 σελίδες) διαβάζεται απνευστί και αποδεικνύεται αντάξιο του εκδοτικού του θριάμβου.

Απόσταγμα θερινών αναγνώσεων-1

Συνέχισα με το πολύ όμορφο βιβλίο της Αγγέλας Καστρινάκη «…Κάτι ν’ αλλάξει! Μα πώς;» (Κίχλη, 2019), που αποτελεί συνέχεια του επίσης θελκτικού «Και βέβαια αλλάζει!» (Κίχλη, 2014). Κεντρικός χαρακτήρας και των δύο, η νεαρή Ειρήνη ή η συγγραφέας σε νεαρή ηλικία. Στο πρώτο βιβλίο την είδαμε να πολιτικοποιείται ως μαθήτρια στα χρόνια της Μεταπολίτευσης και στο δεύτερο τη συναντούμε να κατευθύνεται στη Θεσσαλονίκη για να ξεκινήσει τις πανεπιστημιακές σπουδές της στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου, το 1980. Οργανωμένη στον Ρήγα Φεραίο αναζητά τον δρόμο της, ανακαλύπτει τον εαυτό της και σιγά σιγά κατασκευάζει το μέλλον της δίχως να το αντιλαμβάνεται. Η Καστρινάκη ξαναζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή δίχως ψευδαισθήσεις, αλλά και με μεγάλη τρυφερότητα. Ουσιαστικά μας δίνει το μεγάλο μυθιστόρημα της γενιάς μας. Παρότι δεν σπουδάσαμε στο ίδιο πανεπιστήμιο και στο ίδιο αντικείμενο και δεν περάσαμε από τους ίδιους πολιτικούς χώρους, ζήσαμε παράλληλους βίους. Ενα πράγμα που συνειδητοποίησα διαβάζοντας το βιβλίο είναι η σημασία των χρόνων αυτών και στη δική μου διαμόρφωση: Μπορεί τα πρώτα χρόνια της πανεπιστημιακής μας πορείας να υπήρξαν χαμένα λόγω της απουσίας συγκροτημένης παιδείας, ήταν όμως απίστευτα πλούσια ως συλλογή εμπειριών και «συλλογικής αυτομόρφωσης» μέσα από παρέες και πολιτικές νεολαίες. Θα ήμασταν διαφορετικοί και πιστεύω χειρότεροι εάν δεν είχαμε την πορεία αυτή.

Απόσταγμα θερινών αναγνώσεων-2

Απνευστί διαβάζονται και άλλα δύο πολύ διαφορετικά βιβλία, που, παρότι μυθιστορηματικά ως προς τον τρόπο γραφής και την ικανότητά τους να κρατούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο, καταπιάνονται με επίκαιρα πολιτικά ζητήματα. Το πρώτο είναι η μεγάλη εκδοτική επιτυχία του φετινού καλοκαιριού, «Η τελευταία μπλόφα» (Παπαδόπουλος, 2019) της Ελένης Βαρβιτσιώτη και της Βικτώριας Δενδρινού. Δύο νέες και λαμπρές δημοσιογράφοι με διεθνή πορεία μάς δίνουν μια υψηλής ποιότητας ερευνητική καταγραφή της «περήφανης διαπραγμάτευσης» του 2015, ένα απαραίτητο ανάγνωσμα για όσους θέλουν να καταλάβουν τι ακριβώς έγινε στη χώρα μας την περίοδο εκείνη. Αν έπρεπε να ξεχωρίσω ένα μόνο στοιχείο από το πλούσιο αυτό βιβλίο, θα σημείωνα τον απίστευτο συνδυασμό προχειρότητας και ανεπάρκειας με τον οποίο η τότε κυβέρνηση διαχειρίστηκε τις τύχες ενός ολόκληρου έθνους. Αντίστοιχα χαρακτηριστικά, αν και σε εντελώς διαφορετικό αντικείμενο και κλίμακα, διακρίνω στο βιβλίο της γνωστής δημοσιογράφου του New Yorker Ελίζαμπεθ Κόλμπερτ, «The Sixth Extinction» (Henry Holt, 2014), που συνδυάζει την ιστορία της επιστήμης και τη μακροϊστορία της ζωής πάνω στον πλανήτη μας, δομημένες πάνω στις πέντε έως τώρα μαζικές εξαφανίσεις ζωικών μορφών, προτού επικεντρωθεί στην «έκτη εξαφάνιση» που συμβαίνει τώρα και ξεχωρίζει από τις προηγούμενες, καθώς την προκαλεί όχι κάποια φυσική καταστροφή αλλά ένα συγκεκριμένο ζώο, ο άνθρωπος.  Πρόκειται για ανάγνωσμα συναρπαστικό και συγχρόνως συνταρακτικό. Και τα δύο βιβλία είναι υποδειγματικά ως προς το πώς η δημοσιογραφική έρευνα και γραφή μπορούν να μετουσιωθούν σε κορυφαία έργα διαχρονικής εμβέλειας.

Απόσταγμα θερινών αναγνώσεων-3

Παρά τη «θερμή» θεματολογία των δύο προηγούμενων βιβλίων, θα πρέπει να ομολογήσω πως την προσοχή μου κατέκτησε μια τυχαία και άτυπη γαλλική τριλογία, που όμως λειτούργησε συνεκτικά με τρόπο παράδοξο αλλά ουσιαστικό. Το πρώτο βιβλίο μπορεί να περιγραφεί ως κοινωνιολογικό αυτοβιογραφικό δοκίμιο και ανήκει στον γνωστό αριστερό διανοούμενο Ντιντιέ Εριμπόν («Retour a Reims», Flammarion, 2010). Περιγράφει με τρόπο ταυτόχρονα αναλυτικό και γλαφυρό την παιδική και εφηβική του ηλικία σε μια εργατική οικογένεια κομμουνιστών που με τα χρόνια πέρασαν στο ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο. Ο Εριμπόν ανασκάπτει με συναρπαστικό τρόπο το πώς το οικογενειακό του περιβάλλον διαμόρφωσε την προσωπικότητά του, πώς αγάπησε τα γράμματα, πώς ανακάλυψε την ομοφυλοφιλία του και πώς εντέλει ξέκοψε εντελώς από την οικογένειά του για να ανέλθει κοινωνικά. Τοποθετεί τη ζωή του πάνω σε ένα, κατά τη γνώμη μου, απλοϊκό, ταξικό καμβά, καταγγέλλοντας ένα σύστημα που θεωρεί πως δημιουργήθηκε και υπάρχει για να κρατάει τους φτωχούς δέσμιους της φτώχειας, της αμάθειας και των προκαταλήψεων, οδηγώντας τους τελικά προς το αδιέξοδο και την Ακροδεξιά.

Το δεύτερο βιβλίο ανήκει σ’ έναν σχετικά άγνωστο σε μένα (και εκτός Γαλλίας) λογοτέχνη, τον Ρισάρ Μιλέ, και είναι το ημερολόγιό του «Journal 1995-1999» (Éditions Léo Scheer). Το ανακάλυψα τυχαία πάνω στον πάγκο ενός αγαπημένου μου παρισινού βιβλιοπωλείου (της Compagnie), μου φάνηκε ενδιαφέρον και το πρόσθεσα στη στοίβα. Σχεδόν τυχαία κατέληξε στη λίστα των θερινών μου αναγνωσμάτων και ομολογώ πως δεν κατάφερα να το αφήσω στιγμή. Δεν είναι εύκολο στο διάβασμα καθώς ως ημερολόγιο χαρακτηρίζεται από αποσπασματικότητα και επανάληψη, είναι όμως γραμμένο σε εξαιρετικά γαλλικά και βάζει τον αναγνώστη στα άδυτα ενός ενδιαφέροντος ανθρώπου. Καλύπτει μια πενταετία από τη ζωή του και περιγράφει την ακαταπόνητη και επίπονη προσπάθεια της λογοτεχνικής γραφής και διάκρισης στο σκληρό γαλλικό λογοτεχνικό στερέωμα, τον ανταγωνισμό με άλλους συγγραφείς, την περιφρόνηση για το παρισινό εκδοτικό κατεστημένο στο οποίο όμως προσπαθεί να εισέλθει, την απέχθεια για την πολιτική ορθότητα, τις ερωτικές του περιπέτειες και φαντασιώσεις, τον αυξανόμενο αλκοολισμό του και τις αυτοκτονικές τάσεις του.

Το τελευταίο βιβλίο της τριλογίας αυτής είναι ιδιαίτερα γνωστό και κυκλοφορεί στα ελληνικά. Πρόκειται για τη «Σεροτονίνη» (Εστία, 2019) του κορυφαίου ίσως σήμερα Γάλλου συγγραφέα Μισέλ Ουελμπέκ. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ο Ουελμπέκ γράφει συνεχώς το ίδιο βιβλίο με επιμέρους παραλλαγές. Σε αυτό μας δίνει μία ακόμη περιγραφή του απογοητευμένου και αυτοκτονικού Γάλλου άνδρα που απέτυχε να βρει στον έρωτα, στο σεξ και στην κατανάλωση, την εκπλήρωση και ευτυχία που αναζητεί το όλο δοσμένο με τη γνωστή φιλοσοφικο-πορνογραφική του μανιέρα και με φόντο ένα ακόμη δυστοπικά προφητικό πολιτικό τοπίο (αυτή τη φορά του κινήματος των «Κίτρινων Γιλέκων» στη γαλλική επαρχία). Κυρίαρχο μοτίβο: η αργή και συγχρόνως απόλυτη και αναπόφευκτη αποσύνθεση της Δύσης, της κοινωνικής της συνοχής, της οικονομίας της, της θέσης της στον κόσμο και πάνω από όλα των αξιών της. Και όμως, το συγγραφικό ταλέντο του Ουελμπέκ, η μοναδική του ικανότητα να ανατέμνει την κοινωνική πραγματικότητα και το σύγχρονο ανδρικό υποσυνείδητο και να σκιαγραφεί ένα σκηνικό κοινωνικής αποσύνθεσης είναι τέτοια, που εγώ τουλάχιστον δεν καταφέρνω να αντισταθώ στην έλξη του.

Απόσταγμα θερινών αναγνώσεων-4

Μολονότι τα τρία αυτά βιβλία διαφέρουν ως προς τη μορφή (αυτοβιογραφικό δοκίμιο, ημερολόγιο, μυθιστόρημα) και παρότι η πολιτική τους στόχευση δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετική (αριστερός ο Εριμπόν, δεξιός ο Μιλέ και περίεργα αντιδραστικός ο Ουελμπέκ), μοιάζουν πολύ μεταξύ τους και παρέχουν ένα συνδυαστικό στίγμα της σύγχρονης γαλλικής διανόησης: εύστοχη κοινωνική κριτική αλλά απίστευτα απαισιόδοξη, μονότονα μονόπλευρη, απλουστευτικά καταγγελτική του σύγχρονου κόσμου και με βαθιά πεποίθηση πως η Γαλλία (και η Δύση γενικότερα) τέλειωσε. Ο πολιτικός τους λόγος, και ο έντονος πεσιμισμός που χαρακτηρίζει τους συγγραφείς αυτούς, γίνεται ακόμη περισσότερο δυσνόητος αν σκεφθεί κανείς πως βρίσκεται σε ευθεία αντίφαση με την πραγματική Γαλλία και την προσωπική επαγγελματική επιτυχία του καθενός τους. Η ερμηνεία μου είναι πως η στάση τους είναι συνάρτηση περισσότερο της υποχώρησης της θέσης των Γάλλων διανοουμένων στον κόσμο και της αντίστοιχης ανασφάλειάς τους και λιγότερο μιας αντικειμενικής κοινωνικής παρακμής. Στην πορεία, όμως, μπολιάζουν τη γαλλική κοινωνία με μιαν αίσθηση τέλους εποχής, που αν και έχει μικρή μόνο σχέση με την αλήθεια κινδυνεύει να μετουσιωθεί σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Πριν από δύο χρόνια, έκλεινα αντίστοιχο κείμενό μου με την ευχή να μεταγγίσω την πρακτική της θερινής εντατικής ανάγνωσης και στην υπόλοιπη χρονιά. Δυστυχώς δεν τα κατάφερα τότε, αλλά θα επιμείνω και θα επαναλάβω την υπόσχεση αυτή συνεχίζοντας με δύο σημαντικά βιβλία για την περίοδο της δικτατορίας: τη μυθιστορηματική «Αναψηλάφηση» του Βασίλη Γκουρογιάννη (Μεταίχμιο, 2019) και τη μνημειώδη αυτοβιογραφία του Απόστολου Δοξιάδη, τον «Ερασιτέχνη επαναστάτη» (Ικαρος, 2018).

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή